Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Αλβανοί-Αρβανίτες-Έλληνες

Τρίτη, 3 Μάρτιος 2009

Αλβανοί-Αρβανίτες-Έλληνες



«Ποτέ Αλβανοί να μη πολεμήσετε κατά της Ελλάδος` αν θελήση ο Σουλτάνος, ας πολεμήση` αν έλθη στρατός ελληνικός εις τα μέρη μας, σεις να προσκυνήσετε και να μείνητε με τους Έλληνας. Αν σας δώση ο Σουλτάνος όπλα και πολεμοφόδια δια να πολεμήσετε κατά των Ελλήνων, να μη το δεχθήτε, διότι θα πάθητε ό,τι έπαθαν οι Βόσνιοι με την Αυστρίαν. Θα σκοτωθήτε, θα σκλαβωθούν τα γυναικόπαιδά σας, και θα δημευθή η περιουσία σας. Οι Έλληνες έχουν καλούς νόμους και να μείνητε με αυτούς. Ελπίζω δε να ζήσετε (…) Την ευχήν μου να έχητε όλοι να μη πολεμήσετε κατά των Ελλήνων» [1].

Το παραπάνω απόσπασμα βρίσκεται στον επίλογο της διαθήκης του Αβδούλ Μπέη Σελίμη του Δελβίνου.
Ο αλβανικός εθνικισμός έφερε την προτελευταία εθνογένεση στα Βαλκάνια (με τελευταία αυτή των σλαβομακεδόνων) και όπως όλοι οι εθνικισμοί, στηρίχθηκε στην αρχαιότητα[2], θεωρώντας τους Αλβανούς ως απογόνους των Ιλλυριών. Μια ιστορική ανασκόπηση όμως των τελευταίων αιώνων έχει να δώσει πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα. Η υπό εξέταση εποχή εκτείνεται από την εποχή της Επανάστασης του 1821 μέχρι την ίδρυση του αλβανικού κράτους (1913). Ως αρχή βέβαια θα μπορούσαμε να πάρουμε και το σχέδιο του Θ.Κολοκοτρώνη το οποίο σκόπευε στην ίδρυση μετά την Επανάσταση δίγλωσσου (ελληνικά-αλβανικά) και δίθρησκου (χριστιανισμός-μωαμεθανισμός) κράτους με σημαία που θα είχε πάνω της τον σταυρό και την ημισέληνο[3].
Το 1822, η επαναστατική κυβέρνηση των Ελλήνων επεδίωξε συμφωνία «μετά των Αλβανών Χριστιανών και Τούρκων (δηλ.μουσουλμάνων)» μέσω των Σουλιωτών με απώτερο σκοπό την εισχώρηση του αλβανικού εδάφους στην Ελλάδα. Η υπ’αρ. 1387/12.5.1822 απόφαση της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος ξεκινά ως εξής: «Επειδή η Αλβανία είναι μέγα και ουσιώδες μέρος και η ένωσίς της με την Επικράτειαν της Ελλάδος ειμπορεί να φέρη τα πλέον καλά αποτελέσματα […]» [4].
Κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, περί τους 2.000 μωαμεθανοί Αλβανοί έλαβαν μέρος στο πλευρό των επαναστατών, με δικούς τους αρχηγούς. Συγκινητική είναι η αναφορά που υπέβαλε στο Βουλευτικόν, τον Οκτώβριο του 1827, ένας από αυτούς, ο Μουσταφάς Γκέκας, ζητώντας ηθική και υλική ενίσχυση, για να μπορέσει να συνεχίσει τις υπηρεσίες του στον Αγώνα:

Προς την Σ.Βουλήν,
«Η τυραννία και το απάνθρωπον των ομοθρήσκων μου Μουσουλμάνων, και τα μεγάλα δίκαια του δεινοπαθούντος Ελληνικού λαού, όστις βεβαρυμένος από την πολυχρόνιον δουλείαν απεφάσισε το 1821 έτος το χριστιανικόν, να αποτινάξη τον ζυγόν, επειδή με εκίνησαν εις οίκτον και συμπάθειαν, απεφάσισα και εγώ να συναποθάνω με τους Έλληνας.
[…] Εν ενί λόγω, εδούλευσα την Ελλάδα και δουλεύω απ’αρχής του αγώνος της, συνευρισκόμενος και συναγωνιζόμενος με τους επισήμους της στρατηγούς. Καθ’όλας δε τας μάχας, εις ας συμπαρευρέθην, δις επληγώθην, των οποίων η επικινδυνοτέρα εστάθη, η συμβάσα μοι εις Πειραιά πληγή. Εις όλον δε το διάστημα δεν έλαβον από το ελληνικόν έθνος οβολόν διά μισθόν, εκτός των πεντακοσίων γροσίων δοθέντων μοι προλαβόντως χάριν περιθάλψεως παρά της Σ.Κυβέρνήσεως. Και εξώδευσα όλως εξ οικείων μου γρόσια ένδεκα χιλιάδας, από τα οποία μου ευρέθησαν βενέτικα φυλαγμένα από τον καιρόν της Τουρκίας εις το κεμέρι μου. […] αι εκδουλεύσεις μου είναι αποδεδειγμέναι και αναντίρρητοι, να μοι δοθώσιν ενδεικτικά έγγραφα, ότι εδούλευσα την Ελλάδα πιστώς και ως θετός της υιός[…]
Τη 5 Οκτωβρίου 1827,εν Αιγίνη
Ο φιλέλλην
Μουσταφάς Γκέκας
[5].

Η συνέχεια που είχε η αναφορά αυτή απέδειξε ότι πραγματικά οι υπηρεσίες του Μουσταφά Γκέκα στον επαναστατικό αγώνα και η εκτίμηση που του ανήκε γι’αυτές ήταν όπως τις περιγράφει, διότι έγινε δεκτή η εξοικονόμηση που ζητούσε και διορίσθηκε αξιωματικός στον τακτικό στρατό [6].
Την άνοιξη του 1829, 56 αγάδες της νότιας Αλβανίας έρχονται σε συνεννόηση μεταξύ τους και συμφωνούν, με όρκους, να σηκώσουν την Ελληνική σημαία και να αρχίσουν την επανάσταση στην Χιμάρα, δίνοντας πρώτοι το παράδειγμα ενός ξεσηκωμού για την απελευθέρωση της Ηπείρου και της Αλβανίας και την ένωσή της με το Ελληνικό κράτος. Προηγουμένως όμως, ήταν ανάγκη να εξασφαλίσουν οι μεν μωαμεθανοί από την Ελληνική κυβέρνηση την υπόσχεση, ότι θα ήταν σεβαστή η θρησκεία τους και τα έθιμα της τάξεώς τους μέσα στην Ελληνική επικράτεια, όλοι δε μαζί να εξασφαλίσουν από μέρους της και την οικονομική ενίσχυση της επαναστάσεως.
Εμπιστεύτηκαν λοιπόν το σχέδιό τους στον πατέρα του στρατηγού Σπυρομίλιου, εκείνος δε έγραψε στον γιό του για να ανακοινώσει το πράγμα στην Ελληνική κυβέρνηση και να προκαλέσει γραπτή απάντηση του Καποδίστρια για το όλο ζήτημα της επαναστάσεως των Τόσκηδων [7] και για τους όρους υπό τους οποίους το έθεταν [8].
Στην αναφορά του Σπυρομίλιου προς τον Δημ.Υψηλάντη, διαβάζουμε ότι οι 56 αγάδες της Λιαπουριάς συνενώθηκαν και κοινοποίησαν ότι :
«[…] α’) […] είναι έτοιμοι να στήσουν την Ελλ.σημαίαν εις τας επαρχίας με 4.000 στράτευμα. […] γ)να καθυποτάξουν εις το Ελλην.Κράτος όλην την επαρχίαν της Αυλώνος και αυτοί να διοικούνται με τους Ελληνικούς νόμους» [9].
Η κίνηση αυτή των Τόσκηδων έγινε δεκτή με ικανοποίηση από την Ελληνική Κυβέρνηση, όμως η οικονομική ενίσχυσή τους ήταν αδύνατη για την εποχή εκείνη. Για να καταλάβει κανείς πόσο ήταν αδύνατο στο νεαρό και πάμπτωχο Ελληνικό κράτος να αναλάβει την ενίσχυση της επανάστασης των μωαμεθανών Τόσκηδων της Λιαπουριάς, είναι αρκετά τα λόγια που έγραφε τότε ακριβώς ο Καποδίστριας στον Εϋνάρδο: «[…] Ταύτην την στιγμήν όπου σου γράφω δεν έχω ουδέ οβολόν εις το ταμείον»[10].
Στις αρχές Ιουνίου 1847 αρχίζει ο Ζενέλ μπεης Γκιών Λέκας ή Γκιο(υ)λέκας την επανάσταση στο Κουρβελέσι,στην περιοχή δηλαδή που μεσολαβεί μεταξύ Δελβίνου και Αυλώνος, με 200 μωαμεθανούς Λιάπηδες [11] και 100 έλληνες.
Η επανάσταση γενικεύεται και ο Ράπο Χαϊκκάλης με 1.000 μωαμεθανούς κυριεύει το Μπεράτι. Επίσης ξεσηκώνονται κατά της τουρκικής εξουσίας οι περιοχές Μουζακιάς, Αυλώνος, Τεπελενιού, Αργυροκάστρου, Πρεμετής, Φιλιατών, Παραμυθιάς και Μαργαριτιού, από τον ποταμό Γενούσο ως τον Αχέροντα.
Ο σουλτάνος μαθαίνοντας ότι οι Τόσκηδες σήκωσαν επανάσταση στην Ήπειρο, δίνει εντολή να ετοιμαστεί εκστρατεία για να τους υποτάξει τελειωτικά. Ο Γκιολέκας όμως αντιμετώπισε τους τούρκους με επιτυχία και στις 15 Αυγούστου 1847 μαζεύονται στο Κουρβελέσι όλοι οι μπέηδες και αγάδες Τόσκηδες, οπλαρχηγοί και εκπρόσωποι των επαναστατημένων περιοχών -υπολογίζονται σε 140.000 οι κάτοικοι των περιοχών που εκπροσωπούνται[12]-και γράφουν μια αναφορά προς τον Όθωνα, την Κυβέρνησή του και την Βουλή των Ελλήνων, με την οποία ικετεύουν τις ανώτατες πολιτειακές αρχές του ελευθέρου κράτους να τους δεχθούν ως υπηκόους –στην περίπτωση που η επανάσταση θα είχε ως αποτέλεσμα την προσάρτηση της χώρας στο Βασίλειο της Ελλάδος- με ειδικές συμφωνίες, που θα απέβλεπαν, φυσικά, στην προστασία του θρησκεύματός τους [13].
Αργότερα, υπό την επίδραση της βουλγαρικής πρόκλησης, οι απόψεις περί συγγένειας των Αλβανών με τους Έλληνες ενισχύθηκαν περαιτέρω. Σε φυλλάδιο του 1879 με τίτλο «Οι Αλβανοί και το μέλλον αυτών εν τω Ελληνισμώ μετά παραρτημάτων περί των Ελληνοβλάχων και των Βουλγάρων», διατυπώθηκε η θέση ότι «οι Αλβανοί εισίν Πελασγοί, και κατά συνέπειαν Έλληνες, ουχί δε Σλάβοι» [14].
Κρατική επιτροπή για την έγκριση βιβλίων ιστορίας και γεωγραφίας για τα δημοτικά σχολεία αποφάνθηκε το 1901, με αφορμή κρίση σχετικού βιβλίου στο οποίο αναφερόταν ότι «Οι Αλβανοί συγγενεύουσι πολύ με τους Έλληνας», ως εξής: «Είναι ανεπαρκή ταύτα και διά τας εθνικάς βλέψεις και διά την ιστορικήν ακρίβειαν. Έπρεπε να λεχθή ότι έχουσι την αυτήν καταγωγήν με τους Έλληνας (Πελασγοί), ότι ομιλούσι γλώσσαν συγγενή προς την γλώσσαν τούτων και ότι έλαβον μέρος εις πάντας τους υπέρ Εθνικής αποκαταστάσεως αγώνας της κοινής πατρίδας».
Αλλού η επιτροπή σχολίασε ως εξής την άποψη του ίδιου βιβλίου ότι η τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούνταν από διάφορα έθνη, μεταξύ των οποίων ήταν και «το Ελληνικόν έθνος, το Αλβανικόν κτλ.: «Οι Αλβανοί είναι συγγενείς και της αυτής εθνικότητος με τους Έλληνας». Επιτίμησε δε τον συγγραφέα επειδή ανέφερε πως «εκ των κατοίκων της Ελλάδος διακόσιαι χιλιάδες είναι Αλβανικής καταγωγής» ως εξής: «Οι εν Ελλάδι Αλβανοί ουδαμώς πρέπει να διακρίνωνται των Ελλήνων».
Σε φυλλάδιο, τέλος, του 1907 αναφέρεται ότι οι Αλβανοί «ην λαός αναντιρρήτως ομογενής, εκ της αυτής προελθών εθνολογικής ρίζης, των παναρχαίων Πελασγών», και ότι «επινεύσει της Θείας Προνοίας εκ της εθνολογικής ταύτης των Ελλήνων και των Αλβανών συγκράσεως προήλθεν η Νεωτέρα Ελληνική γενεά» [15].
Πλέον είχε καθιερωθεί η «καταγωγή» ως κριτήριο εθνικής ταυτότητας. Η γλώσσα, το θρήσκευμα, τα ήθη και τα έθιμα ήταν όλα στοιχεία της ταυτότητας απαραίτητα, αλλά όχι απολύτως αναγκαία-αναγκαία ήταν η καταγωγή. Αναγκαίο και αναντίρρητο στοιχείο ήταν και το φρόνημα, η συνείδηση[16].
Τη μεγάλη αυτή αντίφαση του ανακαινιζόμενου ελληνικού έθνους, δηλαδή την άρνηση να δεχτεί τη γλώσσα ως κριτήριο για τον καθορισμό της «επικράτειας» του έθνους και την ταυτόχρονη και εντυπωσιακή επιχείρηση για την προαγωγή της ελληνομάθειας στην εκ των προτέρων καθορισμένη «επικράτεια», φανέρωσε το ακόλουθο και ελάχιστα πλέον γνωστό επεισόδιο: τον Αύγουστο του 1913, η Πρεσβευτική Διάσκεψη του Λονδίνου αποφάσισε, προκειμένου για τη χάραξη των ελληνο-αλβανικών συνόρων, να γίνει η οριοθέτηση με εθνογραφικά και γεωγραφικά κριτήρια, ως εθνογραφικό κριτήριο δε έκρινε πως έπρεπε να θεωρηθεί η μητρική γλώσσα των κατοίκων.
Η αρμόδια επιτροπή έπρεπε να αγνοήσει δημοψηφίσματα ή άλλες πολιτικές εκδηλώσεις.
Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, και ενώ η επιτροπή περιόδευε στην Ήπειρο για να χαράξει τα ελληνο-αλβανικά σύνορα με κριτήριο τη μητρική γλώσσα των κατοίκων, όπως είχε εντολή, η ελληνική κυβέρνηση απευθύνθηκε στις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης και υποστήριξε πως η γλώσσα δεν είναι αξιόπιστο στοιχείο εθνικής ταυτότητας , και πως, αντί της γλώσσας, έπρεπε να θεωρηθεί η εθνική συνείδηση των κατοίκων.
Η ελληνική πρόταση απορρίφθηκε βέβαια, αλλά η κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή εξέπληξε όλους τους εμπλεκόμενους στο ζήτημα: τα μέλη της διεθνούς επιτροπής που επισκέφθηκαν πλήθος χωριών της περιοχής αντιλήφθηκαν πως τα γηραιότερα μέλη των οικογενειών ομιλούσαν την αλβανική, ενώ τα νεώτερα την ελληνική, παρ’ότι η μητρική γλώσσα όλων ήταν η αλβανική.
Η λειτουργία των ελληνικών σχολείων είχε προφανώς συμβάλει στην «ανάκτηση» εδαφών της «επικράτειας» του ελληνικού έθνους που είχαν αλλοφωνήσει στο παρελθόν [17].




Με βάση τα προεκτεθέντα ιστορικά στιγμιότυπα βλέπουμε ότι οι εκάστοτε αυτοπροσδιοριστικές τάσεις υπόκεινται στην ροή του χρόνου, στην αναπόφευκτη μεταβολή και στον αναπροσδιορισμό και αποτελεί παραβίαση «ανοιχτής θύρας» η αυταπόδεικτη αναίρεση του δόγματος περί της «αναλλοιώτου εθνικής ουσίας» καθώς και της στείρας αντίληψης ότι εδώ και χιλιάδες χρόνια η ίδια κοινωνία, σε πλήρη αντίθεση με το παγκόσμιο κοινωνικό γίγνεσθαι, αυτοπροσδιορίζεται με τους όρους της νεωτερικότητας, ως συνειδητοποιημένο έθνος.
Έτσι, για τον Σαράντο Καργάκο (που ανήκει στους εθνοκεντρικούς ιστοριοδίφες) οι Αρβανίτες είναι Αλβανοί που εμπλούτισαν την ελληνική φυλή [18] (δηλαδή εξελληνισθέντες Αλβανοί).
Ο δε κ.Βερέμης (που θεωρείται φιλελεύθερος καθηγητής πολιτικής ιστορίας), ενώ σε όλο το βιβλίο του («Ελλάς η σύγχρονη συνέχεια») αναλύει έξοχα το προφανές, ότι δηλαδή η γλώσσα από μόνη της δεν αποτελεί το απόλυτο εθνοπροσδιοριστικό στοιχείο, γράφει τους Αρβανίτες ως Αλβανούς (και όχι αλβανόφωνους) που κατοικούσαν στην κεντρική Ελλάδα [19].
Ο Παπαρηγόπουλος, ο οποίος τοποθέτησε την ελληνική γλώσσα στον πυρήνα της νεοελληνικής ταυτότητας, διατρέχοντας αναδρομικά την ιστορία , θεώρησε τους Σουλιώτες ένα κράμα ελλήνων και αλβανών (σήμερα έλληνες και αλβανοί ερίζουν περί της εθνικότητας των Σουλιωτών, μόνο που οι τελευταίοι ήταν μια ιδιάζουσα περίπτωση και κάθε συζήτηση περί εθνικότητος των Σουλιωτών είναι μάταιη ) [20].
Τέλος, ο Eric Hobsbawm, είναι ο μόνος που έχει το ελαφρυντικό ότι δεν έχει εντρυφήσει στην δαιδαλώδη και λαβυρινθώδη βαλκανική ιστορία και έτσι εθνικοποιεί τους Σουλιώτες και τους θεωρεί Αλβανούς που βοήθησαν τους Έλληνες στον αγώνα τους [21]. Εδώ ο Hobsbawm πέφτει θύμα της ίδιας του της συλλογιστικής που συνοψίζεται στο ότι δεν είναι δυνατόν η γλώσσα από μόνη της να προσδιορίζει εθνικά αυτόν που την ομιλεί (ακόμη κι έτσι όμως δεν στέκει διότι οι Σουλιώτες ήταν δίγλωσσοι).
Η αλβανική εθνογένεση άργησε να έρθει και ο αλβανικός εθνικισμός ήρθε περισσότερο ως αποτέλεσμα ξένων επιρροών και παραινέσεων (με κύριο εκφραστή τον ιταλικό ιμπεριαλισμό που ήθελε ένα προτεκτοράτο στα Βαλκάνια) παρά ως –με την χερντερική ρομαντική έννοια- εθναφυπνιστική διαδικασία.
Έτσι, η πίστη των σημερινών Αλβανών ότι αποτελούν απογόνους των Ιλλυριών ή των Πελασγών, είναι τόσο αυθαίρετη όσο αυτών που εθνικοποιούν αναδρομικά τους (αλβανόφωνους) Αρβανίτες, αποδίδοντάς τους εθνικότητα σε εποχές που οι ίδιοι δεν αυτοπροσδιορίζονταν (ούτε και ποτέ αυτοπροσδιορίστηκαν) ως εθνικά Αλβανοί [22].
Κλείνω με την παράθεση κάποιων χαρακτηριστικών αποσπασμάτων του γράμματος του Αλέξανδρου Πάλλη [23] που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Σκιπερία» το 1907, με παραλήπτη τον Αποστολόπουλο:


«[…] Είναι χρόνια τώρα που έχω την ιδέα –κι ένα ταξίδι που έκανα πέρσι ως τα Γιάννενα μου τη στερέωσε- πως οι Τούρκοι, οι Αρβανίτες κι οι Έλληνες είναι αδέρφια κι ένα έθνος. Ατυχίες ιστορικές μας χώρισαν μα είναι καιρός πια να το καταλάβουμε πως είμαστε ένα αίμα. Τα περασμένα ξεχασμένα. Αν δεν το καταλάβουμε, μας είναι γραμμένο κι οι τρεις μας εθνικώς να χαθούμε. Θα μας ρουφήξουν οι Σλάβοι και θα μας ρουφήξουνε γλήγορα.
[…] Τις ιδέες μου αυτές τις είπα και τις λέω όπου μπόρεσα κι όπου μπορώ. Είναι τώρα τρία τέσσερα χρόνια, έγραψα ένα γράμμα στον «Πύρρο» όπου πρότεινα ως πρώτη αρχή πως η αρβανίτικη πρέπει να κηρυχτεί ως άλλη εθνική μας γλώσσα στην Ελλάδα και πως του Διαδόχου τα παιδιά, τα μικρά βασιλόπουλά μας, πρέπει να μάθουν αρβανίτικα. Σε πολλούς φίλους είπα και πως το Δομπόλειο το κληροδότημα έπρεπε να χρησιμευτεί στο να γίνει Αρβανίτικο Πανεπιστήμιο ή στους Κορφούς ή όπου αλλού είναι καταλληλότερο κέντρο. Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν έγινε τίποτα ως τώρα.
[…] Όσοι είμαστε Ρωμιοί, χρέος μας είναι με τα σκολιά μας, τα νοσοκομεία μας, τους προξένους μας, τους παπάδες μας, να βοηθήσουμε κάθε εθνική απαίτηση κι ανάγκη του Αρβανίτη. Α θέλει μάθημα στη γλώσσα του, μάθημα στη γλώσσα του πρέπει να του δώσουμε. Α θέλει εκκλησιές και παπάδες στη γλώσσα του, πρέπει να τόνε βοηθήσουμε ν’αποχτήσει. Ό,τι είναι δικό μας, ας είναι και δικό του.
[…] Εγώ είμαι Αρβανίτικης καταγωγής. ΠΑΛ φαίνεται θα πει κόπανος (δυστυχώς δεν ξέρω αρβανίτικα), είμαι ας πούμε Λέκας Κοπανάς. Όντας Αρβανίτης από αίμα μου, θεωρώ πως είμαι και Αρβανίτης και Ρωμιός και Τούρκος, το κακό καθενός τους κακό και δικό μου και το καλό καθενός τους και καλό δικό μου» [24].

doctor
_________________________
[1] Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην «Εφημερίδα» και το αναδημοσίευσε στο βιβλίο του, το 1879 ο Θ.Α. Πασχίδης με τίτλο: «Οι Αλβανοί και το μέλλον αυτών εν τω Ελληνισμώ μετά παραρτήματος περί των Ελληνοβλάχων και Βουλγάρων»,σ.8.
[2] «Οι Βαλκάνιοι Εθνικιστές […] προσπάθησαν να προικίσουν τα κράτη τους με μακρά ιστορία εθνικότητας και αισθητής εθνικής παρουσίας πριν από την επίτευξη κρατικής υπόστασης. Εξύμνησαν κατά κανόνα το μεσαιωνικό τους παρελθόν και επιδίωξαν να αποκαταστήσουν αδιάσπαστες συνέχειες εθνικής ύπαρξης από την πιο μακρινή αρχαιότητα» (Π.Μ.Κιτρομηλίδης, «Νοερές κοινότητες και οι απαρχές του εθνικού ζητήματος στα Βαλκάνια» , περιέχεται στο Εθνική Ταυτότητα και Εθνικισμός στη Νεότερη Ελλάδα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας,2003).
«Τα έθνη βασίζονται με τον δικό τους τρόπο στην μνήμη: την συντηρούν, την ανασκαλεύουν και, ενίοτε, την εφευρίσκουν. Πρόκειται ωστόσο για μνήμη αναγκαστικά επιλεκτική, μερική, δικανική, ιδεολογική –για μνήμη που δεν παρακινείται από ουδέτερες γνωστικές περιέργειες, αλλά από υποκειμενικές αντιλήψεις περί αναγκών, περί συμφερόντων (υλικών και ιδεατών), περί σκοπιμοτήτων. Τα έθνη «έχουν ανάγκη» ένα παρελθόν εθνικοποιημένο» (Π.Λέκκας, «το παιχνίδι με τον χρόνο, Εθνικισμός και νεωτερικότητα», Αθήνα 2001, σ.20).
[3]
«[…]Η σημαία μας, από το ένα μέρος το φεγγάρι και από το άλλο το Σταυρό[…]» (Θ.Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα, σ.91). Το σχέδιο του Θ.Κολοκοτρώνη δεν πραγματοποιήθηκε διότι οι Άγγλοι κατέλαβαν την Ζάκυνθο, έδιωξαν τους Γάλλους, συνέλαβαν 400 έλληνες και άρχισαν να στρατολογούν άλλους για να υπηρετήσουν τον δικό τους τον στρατό. Ο Κολοκοτρώνης γράφει: «το σχέδιο εχάλασε με την παρρησία (εννοεί παρουσία) των Άγγλων» (Σ.Καργάκος, Αλβανοί-Αρβανίτες-Έλληνες, σσ.56-7).
Σχετικά με την ανεξαρτησία της Αλβανίας: «Στις 28.11.1913 η προσωρινή κυβέρνηση ανακήρυξε στον Αυλώνα την ανεξαρτησία. Διεθνής διάσκεψη, που έγινε στο Λονδίνο το Δεκέμβριο του 1912, αναγνώρισε (Ιούλιος 1913) την αλβανική ανεξαρτησία υπό την προστασία των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Αργότερα ανακηρύχθηκε η ηγεμονία, που δόθηκε στον Γουλιέλμο του Βιντ (Απρίλιος 1914). Το εύθραυστο οικοδόμημα του Λονδίνου καταστράφηκε με την έκρηξη του Α’Παγκοσμίου Πολέμου. Με τη διακήρυξη του Αργυροκάστρου (1917), η Ιταλία φάνηκε να ενθαρρύνει τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους. Με τη συμφωνία των Τιράνων (Αύγουστος 1920), η Ρώμη αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Αλβανίας και απέσυρε τα στρατεύματά της από τον Αυλώνα, διατηρώντας το νησί Σάσων, και στις 17 Δεκεμβρίου 1920 η διάσκεψη των πρεσβευτών στο Παρίσι επικύρωσε και πάλι την ανεξαρτησία της χώρας» (Νέος Παγκόσμιος Άτλας,εκδ.Δομή, λήμμα «Αλβανία», σ.23).

[4]

Αριθ.1387.
Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος
Ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού

«Επειδή η Αλβανία είναι μέγα και ουσιώδες μέρος και η ένωσίς της με την Επικράτειαν της Ελλάδος ειμπορεί να φέρη τα πλέον καλά αποτελέσματα.
Επειδή το Κοινόν του Σουλίου και διά την πλησιότητα και διά τας σχέσεις τας οποίας έχει μετά των Αλβανών, είναι το αρμοδιώτερον μέσον διά να συνδεθώσι συμφωνίαι μετά των Αλβανών.
Κατά την από ιβ’ Μαΐου υπ’αρ.107 έγγραφον συγκατάθεσιν του Βουλευτικού Σώματος.
Διέταξε και διατάσσει τα ακόλουθα:
α’) Το Κοινόν του Σουλίου έχει την άδειαν να πραγματευθή συμφωνίας, όσον είναι δυνατόν ωφελιμωτέρας, μετά των Αλβανών Χριστιανών τε και Τούρκων.
β’) Αι συμφωνίαι αύται δεν θέλουν διαλαμβάνει περισσότερα προνόμια, αλλ’όσα έχουν οι ίδιοι Σουλιώται.
γ’) Το Κοινόν του Σουλίου έχει την άδειαν να διορίση ένα ή και περισσοτέρους Επιτρόπους διά την πραγματείαν αυτών των συμφωνιών.
δ’) Ο Χιλίαρχος Γεώργιος Πλεισιοβίτσας έχει ομοίως την άδειαν με την γνώμην και την συγκατάθεσιν του Κοινού του Σουλίου να πραγματευθή με τους Τσάμηδες, Χριστιανούς και Τούρκους, κατά τας αυτάς συμφωνίας.
ε’) Ο Εκλαμπρότατος Χουσεΐν-Πασάς και ο Μούρτο Τσάλης, επειδή εφάνησαν αχώριστοι και πιστά ενωμένοι με τους Σουλιώτας, και επειδή έχουν το μέσον του να συντελέσουν εις τας συμφωνίας όπου θέλουν γενή με τους Τούρκους, έχουν την άδειαν να πραγματευθούν κατά τον αυτόν τρόπον με την γνώμην και την συγκατάθεσιν του Κοινού του Σουλίου.
ς’ ) Όλαι αι μετά των ανωτέρω ρηθέντων γενόμεναι συμφωνίαι θέλουν επικυρωθή από την Διοίκησιν.

Εν Κορίνθω τη ιβ’ Μαΐου, αωκβ’.
Α.Μαυροκορδάτος, Πρόεδρος Αθανάσιος Κανακάρης
Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος Ιωάννης Λογοθέτης
Ο Αρχιγραμματεύς της Επικρατείας
Μινίστρος των Εξωτερικών Υποθέσεων
(Τ.Σ.) Θ.Νέγρης

Πηγή: Λαμπρυνίδης Μιχαήλ Γ., Οι Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησον. Ύδρα - Σπέτσαι, εν Αθήναις 1907, σ.85.
[5] Κ.Γ.Κωνσταντινίδου, Ανέκδοτος αναφορά Τούρκου φιλέλληνος, περιοδ. «Νέα Εστία», 15 Μαρτίου 1939, αριθ.294.
[6] Κ.Μπίρης, Αρβανίτες, οι Δωριείς του νεώτερου ελληνισμού, Ε’έκδοση (2005),σ.350.
[7] "Yπάρχει έντονη διαφοροποίηση ανάμεσα στους Γκέγκηδες και τους Τόσκηδες από φυλετικής και πολιτισμικής άποψης, ενώ η τόσκικη και η γκέγκικη διάλεκτος παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές, έτσι ώστε οι Γκέγκηδες να θεωρούνται οι πραγματικοί απόγονοι των Ιλλυριών, ενώ οι Τόσκηδες να θεωρούνται απόγονοι εξαλβανισμένων ελληνικών φύλων της Ηπείρου, δηλαδή Ελλήνων οι οποίοι ζώντας ανάμεσα σε αλβανικά φύλα υιοθέτησαν και προσάρμοσαν στις ανάγκες τους την αλβανική γλώσσα, αναμειγνύοντας και στοιχεία από την ελληνική, δημιουργώντας έτσι την αρβανίτικη διάλεκτο" (Πηγή: Livepedia).
[8] Κ.Μπίρης, ό.π., σσ.355-6.
[9]Ολόκληρη η αναφορά του Σπυρομίλιου:

Εκλαμπρότατε στρατάρχα,

Ο πατήρ μου με γράφει από Χειμάρα κατά την κ’Απριλίου ότι πενηνταέξ αγάδες της Λιαπουριάς συνηνώθησαν σφικτά και ενόρκως αναμεταξύ των και τον εκοινοποίησαν τα ακόλουθα:
α’) Ότι είναι έτοιμοι να στήσουν την Ελλ.σημαίαν εις τας επαρχίας με 4.000 στράτευμα.
β’) Να παραδώσουν το φρούριον της Αυλώνος εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν.
γ’) Να καθυποτάξουν εις το Ελλ.Κράτος όλην την επαρχίαν της Αυλώνος και αυτοί να διοικούνται με τους Ελληνικούς νόμους, ζητούν δε,
α’) Θρησκευτικήν ελευθερίαν.
β’) Την διαφύλαξιν της τιμής των χαρεμίων των.
γ’) 200.000 γρ.ανά χείρας προς εξοικονόμησίν των.
Αν η Σεβαστή Κυβέρνησις εγκρίνη τας προτάσεις ταύτας των αγάδων, επιθυμούν να λάβωσιν έγγραφον επικύρωσιν από τον εξοχώτατον Κυβερνήτη και τότε δίδουν ενέχυρα τα τέκνα των και μερικούς από τους εγκρίτους αγάδες. Επειδή δε έχουν πίστην πολλήν εις εμένα ζητούν να πηγαίνω εκεί εφωδιασμένος με γράμματα της Κυβερνήσεως προς τον Ιλιάς αγάν Λέκα, Καδή-Λέκα και λοιπούς αγάδες. Ευρισκόμενος υπό την οδηγίαν σας, εκλαμπρότατε, κρίνω χρέος μου ν’αναφερθώ κατ’ευθείαν προς την εκλαμπρότητά σας, ώστε να διευθύνετε την αναφορά μου όπου ανήκει.
Δεν ηξεύρω αν η πολιτική συγχωρήσει εις την σεβαστήν Κυβέρνησιν να δεχθή τ’ανωτέρω. Δεν λανθάνει όμως εις την φρόνησίν σας, ποία και πόσα καλά μέλλουν να είναι τα επακόλουθα ενός τοιούτου αντιπερισπασμού μέσα εις το κέντρον της Αλβανίας και , μάλιστα, ενώ μετά την επανάστασιν αυτών των αγάδων, θα ευκολυνθή η Χειμάρα και όλα τα λοιπά χριστιανικά χωρία να δράξωσι τα όπλα.
Προσμένω την έγγραφον απόκρισηιν της υμετέρας υψηλότητος και μένω με όλον το σέβας.

Τη 2 Ιουνίου 1829, Τεκέ των Θηβών

Ο ευπειθής Αρχηγός της Φρουράς

Σ.Μήλιος

(Η σχετική αναφορά σώζεται στο αρχείο του Βλαχογιάννη. Ανακοίνωσις Αγγ.Ν.Παπακώστα, εφημ.Καθημερινή 26 Φεβρ.1947, όπως την παραθέτει ο Μπίρης, ό.π.σ.356).
[10] Κ.Μπίρης, ό.π. σσ.356-7.
[11] Οι Λιάπηδες είναι οι κάτοικοι της Λιαπουριάς (της ορεινής περιοχής που ορίζεται από τη Χιμάρα, τον Αυλώνα, το Αργυρόκαστρο και το Δέλβινο). Ζούσαν χωρισμένοι σε φάρες και τις μεταξύ τους διαφορές έλυναν σε συνάξεις που λέγονταν «πλεκεσίες» (από την αλβανική λέξη πλιάκ=γέρος), δηλαδή γερουσίες. Στις κοινωνικές τους συνήθειες ίσχυε ο νόμος της αυτοδικίας, η δε κλοπή, μια και ζούσαν σε χώρα ορεινή και φτωχή, δεν ήταν κάτι-τουλάχιστον παλιά- ατιμωτικό. Γι’αυτό και διακρίθηκαν στη ληστεία, ακόμη και στην πειρατεία (οι φοβεροί Δουκατίνοι πειρατές ήταν Λιάπηδες). Επειδή ήταν σκληραγωγημένοι, χρησιμοποιήθηκαν συχνά ως μισθοφόροι. Ο στρατός του Αλή Πασά, κατά το αλβανικό μέρος του, απαρτιζόταν από Λιάπηδες. Πολλοί Λιάπηδες διακρίθηκαν στον τουρκικό στρατό και στην τουρκική διοίκηση. Ο Αλή Πασάς και ο Μεγάλος Βεζύρης του σουλτάνου Χαμίτ Β’, ο περίφημος Φερήτ Πασάς Βλιώρας, ήταν Λιάπηδες (Σ.Καργάκος, Αλβανοί-Αρβανίτες-Έλληνες,σσ.283-5).
[12] «Ο αριθμός των σπιτιών των επαναστατημένων περιοχών, που παρέχει στο τέλος της η αναφορά, αν λογαριασθή προς έξι ως επτά άτομα κάθε σπίτι, σημαίνει πληθυσμόν περίπου 140.000 κατοίκων. Πρόκειται βέβαια μόνον περί των μωαμεθανών Τόσκηδων, γιατί αυτοί μόνον δεν είχαν την ελληνική εθνικότητα και ζητούσαν να τους αναγνωρισθή» (Κ.Μπίρης, ό.π.σ.363). Ο Μπίρης αποδίδει την ατυχή κατάληξη αυτής της ικεσίας των μωαμεθανών Τόσκηδων προς την ελληνική πολιτεία στον αιφνίδιο και αναπάντεχο θάνατο του πρωθυπουργού Ιωάννη Κωλέττη, στις 1.9.1847, ο οποίος και θα βοηθούσε σίγουρα-κατά τον Κ.Μπίρη- ως ηπειρώτης τους Τόσκηδες, βλ. Κ.Μπίρης, ό.π. σ.363).
[13] Το κείμενο έχει ως εξής:

Εκλαμπρότατοι Πρόεδροι και πρόκριτοι εις τας Αθήνας των χωμάτων Ελλάδος, ο του Μεγαλειοτάτου Όθων ο Βασιλεύς της Ελλάδος, αδελφικώς ασπαζόμεθα και σας ειδοποιούμεν.
Οι προφερόμενοι τον ασπασμόν φέρνομεν τον παράπονόν μας εδαφιαίως, επειδή και εμείναμεν παν πτωχός λαός οι κάτωθεν καζιάδες (σ.σ.επαρχίες) επικράτειαι στον ξυρόν και πετρώδην τόπον, χωρίς καμμίαν επιστήμην, αλλά οπλοφόροι, αφού η Κωνσταντινούπολι εξουσιάστη από τους προτετηρινούς Σουλτάνους έως σήμερον εφερθήκαμεν υποταγμένοι εις τας προσταγάς το αφεντοτόπων Βεζιράδων, Πασάδων, Καϊμεκάμιδων έως Μουσελιμάδων. 33 Σουλτάνους σχεδόν 400 χρόνους εχήσαμεν το αίμα μας εις κάθε αιχμαλωσίαν, όπου τους είχον σταθεί, όμως όποιος δεν αγαπάγει Βασιλεία, αλλ’ούτε θέοτι αγαπάγει’ τα προτετηρινά ουσούλια (σ.σ. συστήματα διοικήσεως) μας έλειψαν και μας έβαλαν νέα όπου δεν υποφέρονται στους τόπους μας’ μας έβαλαν δωδεκάδα εις κάθε καζάν μας και έκριναν χατηρικώς και αδίκως όιχι διά ριζιάν (σ.σ. επιθυμία) Θεού και του προφύτου μας αλλά ζιώρλεν (σ.σ. με το ζόρι) και δυναστικώς ως εντόπιοι και όχι να κρένουν ως όλοι οι Βασιλείς του Ευρώπ. Δια τούτο εγείναμεν αποστάται εις τον Βασιλέα μας όπου τον είχαμεν Βεκύλην (σ.σ. επίτροπο) και Πατέραν των όλων ημάς Μουσουλμάνων και επαραπονεύθημεν τόσες και τόσες φοραίς με αμάν και με δάκρυά μας και δεν μας έδειναν διάστημα, αλλ’ούτε χαρτσουάλι ήγουν αναφοράν, μην ευσπαχνίζωνταν η Βασιλεία διά εμάς τους φακήρ φουκαράδες (σ.σ. η φτωχολογιά), διά τούτο στέλνομεν τον επίτηδες άνθρωπόν μας να μιλήση δια ζώσης φωνής με την εκλαμπρότητάς σας τα δέοντα, αν η Μεγαλειότης της Βασιλείας μας καμπολιέβη ήγον μας δέχεται να γινώμεθα σιούδιτοι (σ.σ.Υπήκοοι) οι κάτωθεν 5 Καζάϊδες με καπιτουλατσιόνη Νόμους (σ.σ.Capitulations, διομολογήσεις), όπου να μας δώση και να του δόσωμεν διά ησυχίαν μας’ διά ριζάν Θεού να σας κακοφανή και διά εμάς ως πλάσι Θεού όπου εγεννήθημεν γυμνοί και θα πεθάνωμεν. Εκ μέρους μεγαλοδυνάμου και αν ελπίδα σωτηρία δεν είναι διά εμάς ας πεθάνωμεν και από σπαθί ανθρώπων’ αν ήπεν ο Θεός, έτσι ας γίνη’ ικητευόμεθα οι κάτωθεν καζάϊδες Αυλώνος, Δέλβινο, Μεναχιέ, Κουρβελιέσσι, Μαλακάστρα, η άνω και η κάτω του Μπερατιού και Τεπελένι και Ντιονίστα όλα 5 καζάϊδες πρακαλούμεν να ευσπλαχνισθή η Βασιλεία σας όχι και δεν μας αγαπάγει έχε ειπεί ο Θεός να αποθάνωμεν’ δεν πλέον αγαπάμαι να ζήσωμεν απάνω εις την γην, και αν η Βασιλεία μας αγαπάγει μας ειδοποιήται να κάμωμεν και άλλες επικράτειες με την ευχαρίστησίν μας και εγγύισιν διά εμπιστοσύνην με όπως η Βασιλεία αγαπάγει.
Ο επιφερόμενος σας λέγη διά ζώσης και να μας απολογηθεήτε ταύτα και του Θεού να γείνη. Οι αγαπητοί σας Πρόεδροι σαϊμπίδες (σ.σ. γαιοκτήμονες) των 5 καζάδων επιφαινόμενοι με τα σφραγιστήρια όλα.
Έχομεν και τα έγγραφα του πρώην Μερχούμ Σανδραζεμέτα (σ.σ. του πρώην βεζύρη Ατά) προς εμάς και ποίος μας κρένη, αλλά εν ημέρα κρίσεως να απολογηθώμεν. Όχι άλλο.
(ακολουθούν 47 σφραγίδες μπέηδων και αγάδων)
Ιδού όπου τα ανωτέρω σφραγιστήρια ως σαϊμπίδες του τόπου μας να τα παρατηρήσετε καλώς και να σας αποκριθώμεν με εγγύϊσιν διά σιγουριτά σας και διά ασφάλειαν.

1847, τη 15 Αυγούστου.- Καζάϊ Κουβρελιέσι.

(Εφημ. «Αιών» 14 Ιουλίου 1880, όπως παρατίθεται από τον Κ.Μπίρη, ό.π. σσ.361-2).

[14] Θ.Α.Πασχίδης, ό.π. σ.14. Βλ.επίσης Αντ.Γεωργίου, Πολιτικόν κάτοπτρον των πολιτικών της Ελλάδος κατά τον εν έτει 1877 ρωσσοτουρκικόν πόλεμον. Οι ελεύθεροι και μη Έλληνες, οι εθνικώς συγγενείς αυτών Αλβανοί μωαμεθανοί και καθολικοί Μιρδίται εξεταζόμενοι υπό εθνικήν συγγενικήν έποψιν και υπό την έποψιν της ελληνικής επαναστάσεως του 1821, και επίκλησιν των πρώτων προς τους δευτέρους εις κοινήν σύμπραξιν προς απόσεισιν του κοινού μετ’αμφοτέρων ασιατικού ζυγού των Χαλντούπιδων, Αθήνα 1880.
[15] Χριστίνα Κουλούρη, Ιστορία και γεωγραφία στα ελληνικά σχολεία (1834-1914), Αθήνα 1988, σ.463. Πρβλ. τη σφοδρή επίθεση εναντίον του «αλβανισμού» σε εγκύκλιο του μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Ανθίμου, του 1879, με αφορμή προσπάθεια να εισαχθεί στα ελληνικά σχολεία της Βορείου Ηπείρου η διδασκαλία της αλβανικής, «αμορφώτου και ακατασκευάστου» γλώσσας (στο Βασίλειος Μπαράς, Το Δέλβινο της Βορείου Ηπείρου και οι γειτονικές περιοχές, σσ.339-40).
[16] Θ.Βερέμης-Γ.Κολιόπουλος, Ελλάς η σύγχρονη συνέχεια, Αθήνα, 2006, β’έκδοση, σ.108. Βλ.επίσης: Ιωάννης Κολιόπουλος, Ιστορία της Ελλάδος από το 1800, τομ.Α’, σσ.73-4.
[17] Βερέμης-Κολιόπουλος, ό.π. σ.96. Για την επιτόπια έρευνα των μελών της διεθνούς επιτροπής βλ.Βασίλειος Κόντης, «Το Ηπειρώτικο ζήτημα και η διευθέτηση των συνόρων», στο «Η συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα», Θεσσαλονίκη 1990, σσ.58-63,64.
[18] «Δεν πρέπει να μας ενοχλεί η ιδέα των επιμιξιών, διότι χάρη σε αυτές δημιουργείται το κράμα των ισχυρών λαών. Σημασία έχει η αφομοίωση των ξένων πληθυσμιακών στοιχείων, η δημιουργική ένταξη μέσα στον κύριο ελληνικό σώμα. Οι Αλβανοί, όπως έγραψε ο εθνικός μας ιστορικός Κων/νος Παπαρηγόπουλος, σε μια περίοδο κάμψης του ελληνικού κόσμου, εκράτυναν το μάχιμον της ελληνικής φυλής και της έδωσαν νέα αλκή» (Σ.Καργάκος, ό.π.σ.326).
[19] «Οι Αλβανοί, ακόμα και οι μουσουλμάνοι, πολύ δε περισσότερο οι χριστιανοί φυσικά, εξαιτίας της μακράς συμβίωσης με τους Έλληνες, δεν ήταν ακριβώς «ξένοι», ή όχι τόσο «ξένοι» όσο οι «άλλοι» Έλληνες των βορείων ιστορικών χωρών.Τα νησιά Άνδρος, Ύδρα, Σπέτσες και Πόρος, η Αργολίδα, η Κορινθία, η Αχαΐα, η Αρκαδία, η Μεγαρίδα, η Αττική, η Σαλαμίνα, η Βοιωτία, η Σπερχειάδα και η νότια Εύβοια ήταν τόποι όπου οι Αλβανοί κατοικούσαν σε πυκνές συστάδες χωριών και έκαναν την παρουσία τους αισθητή» (Βερέμης-Κολιόπουλος, ό.π. σ.107).
Το παραπάνω έρχεται σε καταφανή αντίθεση με το όλο πνεύμα του βιβλίου. Σε άλλο σημείο του βιβλίου αναφέρεται ότι «οι γλωσσικές κοινότητες […] δεν αποτελούσαν εθνικές κοινότητες με τη σημερινή σημασία του όρου. Δεν θα μπορούσαν επίσης να χαρακτηριστούν «εθνοτικές» κοινότητες, για τον λόγο ότι η χρήση αυτού του όρου θα περιέπλεκε, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, ένα ζήτημα που δεν επιδέχεται ερμηνείες άλλες από τη διαπίστωση την οποία επιτρέπουν οι μαρτυρίες της εποχής, δηλαδή την κατανομή των ομιλούμενων γλωσσών της περιοχής, πριν από τις αλλαγές που προκάλεσε η διείσδυση των εθνικών σχολείων των λαών που διεκδικούσαν τμήματά της. […] Με τους όρους λοιπόν «Έλληνες», «Αλβανοί», «Βούλγαροι» και «Βλάχοι», εννοούνται εδώ εκείνοι που είχαν ως μητρική τους γλώσσα την ελληνική, την αλβανική, τη βουλγαρική ή τη βλαχική, ασχέτως της πιθανής καταγωγής αυτών που ομιλούσαν τις εν λόγω γλώσσες» (σσ.74-5). Έτσι, οι Βερέμης-Κολιόπουλος χαρακτηρίζοντας τους Αρβανίτες ως Αλβανούς, δημιουργούν παρανοήσεις διότι ο όρος «Αλβανός» σήμερα σημαίνει τον Αλβανό στο έθνος. Νομίζω ότι ο όρος «αλβανόφωνος» θα ήταν πιο δόκιμος και δεν θα δημιουργούσε παρανοήσεις.
[20] «Ήσαν δε οι Σουλιώται κράμα Ελλήνων και εξελληνισθέντων Αλβανών. Η αλβανική εκράτυνε το μάχιμον της ελληνικής πνεύμα, η δε ελληνική ενεφύσησεν εις την αλβανικήν τα ευγενέστατα αισθήματα της φιλοπατρίας, της φιλομαθείας και της ευνομίας. Τα δύο κάλλιστα προϊόντα του συνδυασμού τούτου υπήρξαν οι Σουλιώται επί της Στερεάς, οι Υδραίοι και οι Σπετσιώται, κατά θάλασσαν» (Κ.Παπαρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ.5β’, σελ.146). Για τους Σουλιώτες γράφει ο Β.Ραφαηλίδης: «Το Σούλι σε όλη την ιστορία του λειτουργούσε σαν κράτος εν κράτει, που αρνιόταν να υποταχτεί στον οποιοδήποτε, Τούρκο,Έλληνα ή εκτός Σουλίου Αρβανίτη. Οι περήφανοι και ανυπόταχτοι Σουλιώτες ήταν τέτοιοι όχι γιατί ήταν Έλληνες ή Αρβανίτες, αλλά διότι ήταν Σουλιώτες, έτσι απλά και καθαρά» (Βασίλης Ραφαηλίδης, «Οι λαοί των Βαλκανίων», σ.232).
[21] «Ο ελβετικός εθνικισμός είναι, όπως γνωρίζουμε, πολυεθνικός. Σχετικά με αυτό το θέμα, αν υποθέταμε ότι οι Έλληνες κάτοικοι των ορεινών, οι κλέφτες, που ξεσηκώθηκαν εναντίον των Τούρκων τον καιρό του Μπάϋρον ήταν εθνικιστές, πράγμα το οποίο είναι ομολογουμένως απίθανο, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι μερικοί από τους πιο αξιοθαύμαστους αγωνιστές τους δεν ήταν Έλληνες αλλά Αλβανοί (Σουλιώτες)» (Eric Hobsbawm, Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα, Αθήνα, 1994, σ.95). Στην σελίδα 150 γράφει κάτι το οποίο έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το προαναφερθέν απόσπασμα: «Πάντως, ακόμα κι αν περιοριστούμε στην Ευρώπη και τις γειτονικές της περιοχές, συναντούμε το 1914 πολλά κινήματα τα οποία μετά βίας υπήρχαν ή δεν υπήρχαν καθόλου το 1870: μεταξύ των Αρμενίων, των Γεωργιανών, των Λιθουανών και άλλων Βαλτικών λαών και Εβραίων (και με σιωνιστικές και με μη-σιωνιστικές απόψεις), μεταξύ των Μακεδόνων και των Αλβανών στα Βαλκάνια […]».
[22] Είναι αξιοσημείωτοι οι επαμφοτερισμοί της αλβανικής εθνικιστικής ιδεολογίας, όταν στα τέλη του 19ου αιώνα, του αιώνα των «γλωσσικών εθνικισμών», αναζητούσε ερείσματα από την μία γλωσσολογική θεωρία στην άλλη –άλλοτε υιοθετώντας την άποψη ότι τα αλβανικά είναι μια διάλεκτος της αρχαίας Ιλλυρικής κι άλλοτε ανακαλύπτοντας ακόμη αρχαιότερες Πελασγικές καταβολές στα γλωσσικά ιδιώματα των πληθυσμών που διεκδικούσε. Βλ.S.Skendi, The Albanian Awakening, σσ.114-5.
Η ιλλυρική θεωρία για την καταγωγή της αλβανικής γλώσσας στηριζόταν στις έρευνες του Αυστριακού γλωσσολόγου G.Meyer (1850-1900). Η μετέπειτα υιοθέτηση της (προγενέστερης γλωσσολογικά) Πελασγικής θεωρίας του A.Schleicher (1821-1868), που τοποθετούσε ακόμη μακρύτερα τις καταβολές των αλβανικών, άφηνε βεβαίως τους διεκδικούμενους πληθυσμούς έκθετους και σε ομόλογες αξιώσεις του ελληνικού εθνικισμού. Η έμφαση στη γλώσσα δεν είναι φυσικά άσχετη από την κυριαρχία του ρομαντισμού στον 19ο αιώνα, που οδήγησε σε αυτό που ο Arnold Toynbee αποκαλεί «δαίμονα του γλωσσικού εθνικισμού» (A.J.Toynbee, A study of History, τόμος VII, σσ.536-7).
[23] Αλέξανδρος Πάλλης,1851-1935. Ποιητής και λόγιος. Γεννήθηκε στον Πειραιά. Τελείωσε το γυμνάσιο στον Πειραιά και φοίτησε για ένα χρόνο στη Φιλοσοφική Σχολή του πανεπιστημίου Αθήνας. Σε ηλικία 18 χρονών εφυγε στην Αγγλία, όπου υπηρέτησε στον οίκο Ράλλη και στη συνέχεια για μερικά χρόνια στην Ινδία. Η κύρια διαμονή του όμως ήταν στο Λίβερπουλ της Αγγλίας. Ανέπτυξε σημαντική εμπορική και κοινωνική δράση, αλλά εκεί που υπερέχει σημαντικά είναι η φιλολογική - κριτική, μεταφραστική και πρωτότυπη δράση του. Το 1885 έκανε κριτική έκδοση της Αντιγόνης του Σοφοκλή. Υπήρξε υποστηρικτής της καθαρεύουσας. Από τη στιγμή όμως που εκδόθηκε το Ταξίδι του Ψυχάρη, τον κέρδισε η δημοτική, της οποίας αναδείχτηκε θερμός υποστηρικτής. Το 1889 εξέδωσε τα Τραγουδάκια για παιδιά που φέρουν και τον τίτλο Ταμπουράς και κόπανος. Το 1894 μετέφρασε τον Έμπορο της Βενετίας του Σαίξπηρ και το 1906 διασκεύασε τον Κύκλωπα του Ευριπίδη. Το 1910 μετέφρασε τα Ευαγγέλια, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση των εχθρών της δημοτικής γλώσσας. Μετέφρασε την Ιλιάδα, βραβεύτηκε από την Εταιρεία των Ελληνικών Σπουδών στο Παρίσι και γνώρισε μεγάλη κυκλοφορία. Δημοσίευσε πολλά άρθρα και μελέτες κυρίως στο περιοδικό Νουμάς καθώς και σε άλλα. Ο Σπύρος Μελάς τον αποκαλεί πρωτοπαλίκαρο του δημοτικού αγώνα (Πηγή: livepedia).
[24] Στο Γεράσιμος Κακλαμάνης, «Η Ελλάς ως κράτος δικαίου» , όπως παρατίθεται από τον Β.Ραφαηλίδη στο «οι λαοί των Βαλκανίων», σσ.233-4.
http://dimitrisdoctor2.blogspot.com/2009/03/blog-post.html


(Απο ιστοσελιδα)
Περι της κοινης καταγωγης Αλβανων,Ελληνων και Τουρκων ειναι πραγματικα μια ολοκληρη συζητηση που ως προς το τελευταιο δεν κραταει ομως και πολυ.Την εποχη που γραφει ο Παλης,στην περιοχη κατα μηκος των Μικρασιατικων παραλιων πραγματικα επικρατει το Ευρωπαικο στοιχειο.Εχουμε τους Ποντιους,τους Ελληνες της Κων/πολης,της Σμυρνης και τοσων αλλων Ελληνικων πολεων.Οι Ελληνικες κοινοτητες εφταναν μεχρι Καππαδοκια,Αντιοχεια και αλλου(αλλωστε η εθνικη συνειδηση και γλωσσα-οπως πολυ σωστα αναφερεται-οπως και η θρησκεια,δεν αποτελουν τεκμηρια Ελληνισμου για τους Ελληνες της Τουρκιας -αλλο ενα θεμα για μεγαλη κουβεντα) .Απο πολλες καταγραφες και μελετες εκεινη την εποχη,οι τουρκοφωνοι και μουσουλμανοι κατοικοι της Μ.Ασιας,πραγματικα θα μπορουσαν να καταταχθουν στο Ευρωπαικο στοιχειο.Σημερα ομως;Οι μετακινησεις τεραστιων πληθυσμων,απο το εσωτερικο της Τουρκιας-αλλα και οχι μονον-μετα και την τελευταια πραξη του δραματος του Ελληνισμου το '22 στα Μικρασιατικα παραλια,μας κανει να μη μπορουμε να ισχυριστουμε την «καθαρη» υπαρξη ευρωπαικου στοιχειου,τουλαχιστον ευρειας εκτασεως.Δηλ.-γενικως Ευρωπαιοειδεις,αποφευγω να ονομασω Ελληνικους τους αλλους πληθυσμους ,τουλαχιστον εως και περα της Ελληνικης συνειδησης-δεν μπορουμε να ισχυριστουμε περι Ευρωπαιοειδους παρουσιας στον χωρο της Μ.Ασιας και μαλιστα συγγενικης με τον Ελληνικο λαο.Εκτος φυσικα αν εννοουμε την επιμικτη κατασταση και την διαπαντος-κατα την αποψη μου-απωλειας των πραγματικων Ευρωπαικης προελευσης στο παρελθον κατοικων.Δεν μπορουμε φυσικα να αρνηθουμε την υπαρξη εστιων και κοινοτητων καθαρα Ευρωπαικης καταγωγης και προελευσης-με την ευρυτερη εννοια του ορου-στην περιοχη αυτη.Παραδειγμα των περιφημων Τουρκοκρητικων,των εξισλαμισμενων δηλ. Κρητων,που φυσικα παρα τον εξισλαμισμο τους δεν εχουν καμμια σχεση με τους καθ'αυτω Τουρκους.Οπως για παραδειγμα των Γιουρουκων αλλα και αλλων εστιων.Ειναι ενα θεμα που πραγματικα απαιτει σοβαρη ερευνα.Ολα αυτα ομως δεν σημαινουν οτι μπορουμε να μιλαμε για κοινη καταγωγη Ελληνων και Τουρκων.Πραγματικα οι εκατονταδες λαοι που απαρτιζουν την Τουρκια ειναι ενας παραγων που ειναι αδυνατον σημερα να ισχυριστουμε κατι τετοιο(Τι ειναι πραγματικα Τουρκος;Πως μπορει να προσδιοριστει;) .Και φυσικα δεν αναφερομαστε στην Ανατολια και την μεσα Τουρκια,που αποτελει μια τεραστια φυλετικη χοανη.Μια ματια σε μερικα στιγμιοτυπα στην τηλεοραση αρκει να το διαπιστωσει κανεις,την Ανατολια που αποτελει τον πηγαιο τροφοδοτη της Τουρκιας.Αυτο λοιπον που λεει ο Παλης,αλλα και αλλοι εκεινη την εποχη για την καταγωγη των ανωτερω τριων Λαων,προφανως αυτη την εικονα ειχαν στο νου τους:Τον φυσιογνωμικο χαρακτηρα της Μικρασιατικης ακτογραμμης και ενδοχωρας.Ειναι χαρακτηριστικο το παραδειγμα της κατεχομενης Κυπρου:Η τουρκοκυπριακη πλευρα πραγματικα -πριν εννοειται απο την εισβολη-και οι τουρκοκυπριακες κοινοτητες, ειχαν Ευρωπαικη καταγωγη και χαρακτηριστικα.Δηλ. μιλαμε για τον εξισλαμισμο ντοπιων κατοικων της νησου.Αυτο ομως,δηλ. μετα την εισβολη μπορουμε να το ισχυριστουμε;Φυσικα και οχι.Οι εποικισμοι εξ Ανατολων-Κουρδογενων και αλλων εθνοτητων-αλλοιωσε τον εθνολογικο χαρτη της λεγομενης «Βορειας Κυπρου».Αποτελεσμα ολων αυτων,ειναι οι γνωστες αγανακτησεις και διαμαρτυριες των πραγματικα γηγενων μουσουλμανων κατοικων του νησιου,ωστε να σταματησουν επιτελους αυτες οι περιφημες εποικισεις στο τουρκοκρατουμενο τμημα.Δεν ειναι πολλα χρονια που διωκοταν ο εκδοτης εφημεριδας και δημοσιογραφος ονοματι ΛΕΒΕΝΤ στην κατεχομενη πλευρα του νησιου,δηλ.ενος «τουρκοκυπριου»,που φωναζε για αυτην ακριβως την κατασταση που περιγραφεται.
Τωρα για το αν οι Αλβανοι εχουν σχεση με τους Πελασγους,πραγματικα θελει αρκετη συζητηση και φυσικα γνωσεις-για να μην πω αρκετες.Το προβλημα ειναι το αντιθετο:Δηλ. να αποδειχτει η μη ταυτιση των Αλβανων και Ελληνων με τους Πελασγους.Και εννοειται πως δεν μπορουν να συγκριθουν οι τελευταιοι ως προς τα παραδειγματα πραγματικα πολυεθνικων κρατων και ξενων λαων μεταξυ τους.Εκτος εαν εννοουμε αοριστως και γενικως περι Ευρωπαικης καταγωγης η Λευκης καταγωγης,βασει της Ανθρωπολογιας.Και φυσικα βασει και της Βιολογιας ολα τα πλασματα της γης ειναι «παιδια του Θεου».Ως προς τον προσδιορισμο της Εθνικης διαστασης λαων βασει της γλωσσας τους,δεν νομιζω να ισχυει τοσο ευκολα ως προς τους Αρβανιτες.Αυτα ισχυουν για λαους που μελημα τους ηταν ο θρησκευτικος προσδιορισμος τους.Οι Αρβανιτες,ενας λαος πολεμικος και σκληρος και φυσικα φυσει ΑΘΡΗΣΚΟΣ ΚΑΙ ΑΝΕΞΙΘΡΗΣΚΟΣ,δεν ειχε τετοια προβληματα.Οχι φυσικα με την εννοια την σημερινη της Εθνικης συνειδησης,αλλα της φυλετικης, του ομοιου,του ατιθασου και ανυποτακτου χαρακτηρα του,αλλα και τοσο αλλων χαρακτηριστικων του που για εναν γνωστη αποτελει εναν μεγαλουργο θαυμασμο και δεος.
Εκεινες τις εποχες δεν ηταν ευκολο πραγμα να υποδυθεις τον Αρβανιτη επειδη μιλουσες την γλωσσα του και μονο.Οι κατα Φαρες δομημενη κοινωνια τους δεν το επετρεπε κατι τετοιο.Περναγες απο ατσαλι και σιδερο απο την αδυσωπητη και σκληρη ζωη τους.Οι Αλβανοι-Αρβανιτες,ερχομενοι στον Ελλαδικο χωρο,δεν ηρθαν σε ενα ξενο λαο.Αλλα ακολουθησαν εκεινη την παναρχαια και μεγαλειωδη οδο των συνεχων μεταναστευσεων και εθνοπλασεως του μετεπειτα μεγαλειωδους Ελληνικου λαου.Μεχρι φυσικα και της συστασεως του νεωτερου Ελληνισμου.Δεν προκειται δηλ.περι δυο ανομοιων πραγματων,αλλα διαφορετικων εκφανσεων ,λογω εξελιξεως ,του ιδιου οργανισμου.