Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ,ο αφορισμένος

Οι περισσότεροι από εσάς γνωρίζουν τους φίλους bloggers Ροΐδη και Λασκαράτο. Πολλοί όμως αγνοούν τους πραγματικούς λογοτέχνες Εμμανουήλ Ροΐδη και Ανδρέα Λασκαράτο, οι οποίοι διώχθηκαν αμείλικτα από την ορθόδοξη Εκκλησία, όπως φυσικά πολλές άλλες μορφές του σύγχρονου Ελληνισμού. Αποφάσισα να κάνω ένα μικρό αφιέρωμα στους δυο μεγάλους λογοτέχνες μας, εστιάζοντας στην παράλογη πολεμική που δέχθηκαν από το ιερατείο, αλλά και στο σπουδαίο έργο τους. Θα ξεκινήσω από το Ροΐδη και στο επόμενο άρθρο θα αναφερθώ στο Λασκαράτο.

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε την 28η Ιουλίου του 1836, στην Ερμούπολη της Σύρου, από εύπορους και αριστοκρατικής καταγωγής γονείς, τον Δημήτριο Ροΐδη και την Κορνηλία Ροδοκανάκη. Σπούδασε εσωτερικός στο φημισμένο ελληνοαμερικανικό λύκειο του Χ. Ευαγγελίδη στην Ερμούπολη. Συμμαθητής του ήταν ο λόγιος, συγγραφέας και έμπορος Δημήτριος Βικέλας, με τον οποίο μαζί εξέδιδαν μια εβδομαδιαία χειρόγραφη εφημερίδα με τον τίτλο «Μέλισσα». Το 1855 αποφοιτώντας εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, για θεραπεία του προβλήματος της βαρηκοΐας, η οποία είχε εμφανιστεί από τα μαθητικά χρόνια και συνέχισε να τον ταλαιπωρεί σε όλη του τη ζωή. Ασχολήθηκε με τη μετάφραση του «Οδοιπορικού» του Σατωβριάνδου, που ολοκλήρωσε και εξέδωσε το 1860. Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του το 1862 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου αφοσιώθηκε στην ενασχόληση με τα γράμματα.

Το 1866 ολοκλήρωσε την συγγραφή του πρώτου του μυθιστορήματος «Η Πάπισσα Ιωάννα», έργο μέσα από το οποίο σατιρίζει τη Δυτική Εκκλησία κατά την περίοδο του μεσαίωνα. Το βιβλίο αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο, συγκεκριμένα χαρακτηρίστηκε «αισχρόν και βλάσφημον, γέμον πάσης ακαθαρσίας, κακοδοξίας και ασέβειας, βορβορώδες, ατιμωτικόν...» και πολλά ακόμα “κοσμητικά” επίθετα, με τα οποία συνήθιζε να αποκαλεί τους επικριτές του ο υπερφίαλος κλήρος της εποχής. Ο ίδιος ο Ροΐδης κέρδισε τους τίτλους «όργανο του σατανά, έχιδνα, κακούργος, μισαρός, ανατροπεύς καθεστώτων...». Η Σύνοδος δεν περιορίστηκε στον αφορισμό, αλλά ζήτησε τη δικαστική δίωξη και παραδειγματική τιμωρία του. Όπως όμως σατίρισε εύστοχα ο ίδιος: «ο κύριος εισαγγελεύς ουδ' απάντησιν έδωκεν, και οι δικασταί απεκρίθησαν γελώντες οτι αφού το βιβλίον είναι αφορισμένον, δεν δύνανται να το αναγνώσουσιν δια να το δικάσωσιν...».

Τον Ιανουάριο του 1875 ξεκίνησε να εκδίδει μαζί με το Θέμο Άννινο το εβδομαδιαίο, χιουμοριστικό και σατιρικό περιοδικό «Ασμοδαίος». Μέσα από τις σελίδες του σχολίαζε την δημόσια και πολιτική ζωή της Ελλάδας, με το γνωστό καυστικό του ύφος. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός οτι υπέγραφε τα κείμενά του με διάφορα ψευδώνυμα, όπως «Θεοτούμπης», «Σκνίπας» και πολλά άλλα, που αποτελούσαν αναγραμματισμούς φράσεων από το κυρίως άρθρο. Δυστυχώς, το περιοδικό είχε ζωή μόνο 18 μηνών, μετά τους οποίους σταμάτησε να εκδίδεται. Ο Μανόλης Ροΐδης κράτησε κριτική στάση απέναντι στο ρομαντισμό που ήταν διαδεδομένος στους λογοτεχνικούς και ποιητικούς κύκλους της εποχής του, κάτι που τον οδήγησε σε διαμάχη με τον Άγγελο Βλάχο το 1877. Παράλληλα, εμφανιζόταν ως υπέρμαχος της δημοτικής με μια σειρά από γλωσσικές μελέτες, αν και ο ίδιος έγραφε τα κείμενά του στην καθαρεύουσα.

Διορίστηκε έφορος στην Εθνική Βιβλιοθήκη το 1878 και κράτησε τη θέση του κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων Τρικούπη, ενώ επί Δηλιγιάννη απολυόταν (αθάνατος ελληνικός δικομματισμός!). Απώλεσε την ήδη διαταραγμένη ακοή του το 1890. Την περίοδο 1890-1900 δημοσίευσε το μεγαλύτερο μέρος του καθαρά αφηγηματικού του έργου, που περιλαμβάνει αρκετά διηγήματα. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, στα οποία δημοσίευε διηγήματα και κριτικά άρθρα. Πέθανε στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 1904.

Η «Πάπισσα Ιωάννα» θεωρήθηκε σχεδόν από όλους ως το κορυφαίο έργο του, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Η υπόθεσή του εκτυλίσσεται τη μεσαιωνική Ευρώπη, βασισμένη σε ένα θρύλο του 9ου αιώνα για μια γυναίκα που κατάφερε να ανέλθει στον παπικό θρόνο, έμεινε έγκυος και γέννησε κατά τη διάρκεια μιας λιτανείας, όπου και πέθανε. Ο Ροΐδης είχε ακούσει την ιστορία στη Γένοβα όταν ήταν παιδί και κατόπιν έκανε εκτεταμένη έρευνα σε βιβλιοθήκες της Αθήνας και της Γερμανίας, συγκεντρώνοντας πλούσιο υλικό για την περίοδο στην οποία διαδραματίζεται το έργο. Το βιβλίο εμφανώς παρουσιάζει τα αρνητικά της καθολικής Εκκλησίας, αλλά η κριτική και η απόρριψη απευθύνονται κυρίως στην ορθόδοξη, η οποία αντέδρασε με τα γνωστά όπλα του αφορισμού και της λασπολογίας.

Σας παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου, που κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις «ελληνικά γράμματα». Στο κομμάτι αυτό, η ηρωίδα Ιωάννα βρίσκεται σε δίλημμα για το ποιό μονοπάτι πρέπει να ακολουθήσει στη ζωή της, ώστε να συνδυάσει τη χριστιανική εξωτερική εμφάνιση με την καλοπέραση, την απατεωνιά και τη φαυλότητα. Ότι ακριβώς έκαναν όλοι οι αξιωματούχοι της Εκκλησίας δηλαδή... Σε όνειρο εμφανίζονται μπροστά της δυο «άγιες» της Χριστιανοσύνης, η καθεμία με τον δικό της τρόπο ανέλιξης και καταξίωσης. Το συμβάν θυμίζει έντονα τον αρχαίο μύθο του Ηρακλή, που συνάντησε μπροστά του την Αρετή και την Ευδαιμονία, όπως επίσης και μια αντίστοιχη διήγηση του φιλοσόφου και συγγραφέα Λουκιανού, που έζησε τον 2ο αιώνα μ.Χ. Ας περάσουμε όμως στο ίδιο το κείμενο:

Αγνοώ αν είχεν αναγνώσει και τον Λουκιανόν η Ιωάννα, αλλ’ άμα έκλεισε τους οφθαλμούς, είδε κακείνη όνειρον ως του Σαμοσατέως. Δύο γυναίκες εφάνησαν αυτή εξερχόμεναι του ύδατος. Η μεν τούτων είχε γυμνά τα στήθη, άνθη επί της κεφαλής και μειδίαμα επί των χειλέων, η δε μαύρον ράσον, σταυρόν επί του στήθους και κατάνυξιν επί του προσώπου. Αμφότεραι ήσαν ωραίαι, αλλά της μεν το κάλλος ενεθύμιζεν ευθύμους εορτάς, ποτηρίων συγκρούσεις και χορευτών ποδοκρουσίαν, της δε το υγρόν βλέμμα τας μυστηριώδεις των κοινοβίων απολαύσεις, αθόρυβα συμπόσια και σιγαλά φιλήματα. Ταύτης μεν ήθελέ τις επιθυμήση να εναγκαλισθή την οσφύν εις θορυβώθη αίθουσαν χορού, υπό τα βλέμματα πλήθους θεατών και την λάμψιν μυρίων λαμπάδων, εκείνης δε να λύση την ζώνην εντός σιωπηλού κελλίου εις το αμφίβολον φως λυχνίας κρεμαμένης προ της εικόνος αγίου.

Ότε επλησίασαν, προτρέξασα η πρώτη, «Ιωάννα», είπε, συμπλέκουσα θωπευτικώς τους δακτύλους εις τους ξανθούς της ηρωίδος μας πλοκάμους, «σε είδον διστάζουσαν αν ήθελες προτιμήσει του κόσμου τας απολαύσεις ή του μοναστηρίου την ησυχίαν και ευθύς έδραμον, ίνα οδηγήσω το άπειρον βήμα σου εις της αληθούς ευδαιμονίας την οδόν. Είμαι η Aγία Ίδα· ουδενός έμεινα άγευστος του κόσμου των αγαθών· απήλαυσα δύο συζύγους, τρεις εραστάς και επτά τέκνα, πολλάς εκένωσα φιάλας καλού παραρρηνίου οίνου, πολλάς διήλθον φαιδράς αΰπνους νύκτας· τους ώμους μου έδειξα εις όλον τον κόσμον, την χείρα μου έτεινα εις όλα τα χείλη, την μέσην μου έσφιγξαν όσοι ήξευρον χορόν και εν τούτοις συνδοξάζομαι και συμπροσκυνούμαι μετά των Αγίων. Απήλαυσα δε και τούτο φαγούσα καλούς ιχθύας την Tεσσαρακοστήν, ρίψασα τα ψυχία της τραπέζης μου εις τα αδηφάγα στόματα των ιερέων και τας παλαιάς μου εσθήτας δωρήσασα εις τα αγάλματα της Παναγίας...

Ούτω ωμίλησεν η αγία Ίδα· τοιαύτας φρονίμους συμβουλάς ψιθυρίζουσι και σήμερον εις το ους των θυγατέρων αι πολύπειροι μητέρες, εμπνέουσαι αυταίς σωτήριον προς τας αηδίας των μυθογράφων αποστροφήν. Αφού δε εξετύλιξεν εκείνη εις τα όμματα της κορασίδος το απαστράπτον κομβολόγιον των κοσμικών ηδονών, προσήλθεν η ρασοφόρος αυτής σύντροφος και διά φωνής ρεούσης ησυχή, ως η πηγή του Σιλωάμ, ήρξατο να λέγη·

«Εγώ δε, Ιωάννα, ειμί η αγία Λιόββα, τέκνον ως και συ της Βρεταννίας, εξαδέλφη του προστάτου της χώρας ταύτης Αγ. Βονιφατίου και φίλη του υπό το χώμα τούτο αναπαυθέντος πατρός σου...

Το αηδές θέαμα αζώστου, εγκυμονούσης ή θηλαζούσης γυναικός ώθησεν ημάς εις τα μοναστήρια, και ουχί αγγέλων οπτασίαι ή όρεξις ξηρού άρτου, ως διηγούνται οι κρονόληροι αγιογράφοι. Εκεί εύρομεν ανεξαρτησίαν και ανάπαυσιν υπό σκιερά κελλία, όπου ούτε τέκνων κραυγαί ούτε αυθέντου απαιτήσεις ούτε μέριμνα οιαδήποτε διακόπτει την ησυχίαν μας. Αλλ’ ίνα μη έρημος ο κόσμος καταντήση, ίνα μη αι γυναίκες τρέξωσιν αθρόαι εις τα κοινόβια, διεσπείραμεν αλλοκότους περί του βίου ημών φήμας, ότι διανυκτερεύομεν γονυπετείς επί ψυχρών μαρμάρων, ποτίζομεν ράβδους μέχρις ου ανθήσωσι, κοιμώμεθα επί στάκτης και μαστιγούμεν το σώμα ανηλεώς. Ούτω και οι κιβδηλοποιοί, ίνα απομακρύνωσι τους περιέργους, διαδίδουσιν ότι φάσματα φρικαλέα και βρυκόλακες κακοποιοί συχνάζουσι τα σπήλαια, όπου χαλκεύεται ο νόθος χρυσός. Μη φοβηθής ούτε το επώνυμον του αγίου Παχωμίου παξιμάδιον, το οποίον μόνον αι ανόητοι τρώγουσιν, ούτε τον νυκτερινόν κώδωνα, όστις τας ευήθεις μόνον εξυπνά, ούτε του ενδύματος ημών την πενιχρότητα· ιδέ τι υπό το τραχύ τούτο ύφασμα υποκρύπτεται».


Ταύτα λέγουσα απετίναξεν η Αγ. Λιόββα από των ώμων το ράσον και εφάνη ενδεδυμένη αράχνινον χιτώνα της Κέω, αέρα εξυφασμένον, ως ωνόμαζον αυτούς οι ποιηταί, υπό τον οποίον το σώμα αυτής έλαμπεν ως γενναίος οίνος υπό κρύσταλλον της Βοημίας.