Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
«Μύθοι» και πραγματικότητα...
Την άμεση αντίδραση του Πατριαρχείου προκάλεσαν τα γραπτά και η δράση του Ρήγα Φεραίου
Πολλά έχουν γραφτεί - και περισσότερα έχουν λεχθεί από τους άμβωνες - για το ρόλο του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης και της ηγεσίας του κλήρου όχι μόνο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αλλά και κατά την ίδια την Επανάσταση του 1821. Διάφοροι είναι οι «μύθοι» που έχουν καλλιεργηθεί στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οι οποίοι και έχουν συντηρηθεί μέχρι τις μέρες μας, αλλά και - ακόμη χειρότερα - έχουν γίνει και επίσημη Ιστορία της χώρας μας με τη μεταφορά τους στα σχολικά βιβλία. «Μύθοι» που αποσκοπούν στην απόκρυψη του πραγματικού ρόλου της ηγεσίας του κλήρου εκείνης της εποχής, αλλά - κυριότερα - στην απόκρυψη του λαϊκού παράγοντα και της ταξικής φύσης της ίδιας της Επανάστασης του 1821.

Ο «Ρ» σήμερα ασχολείται ακριβώς με αυτά τα γεγονότα και, όπως αποδεικνύει η ιστορική έρευνα, το Πατριαρχείο, όχι μόνο δεν ...«ευλόγησε» την Επανάσταση, αλλά αντιθέτως προχώρησε ακόμη και στον αφορισμό των ηγετών της. Ο ανώτερος κλήρος, όχι μόνο δεν ύψωσε το λάβαρο, αλλά αντιθέτως με επιστολές του ίδιου του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, φρόντισε να καταδικάσει ως... διαβολική πράξη την όποια προσπάθεια ξεσηκωμού του λαού και να αφορίσει τους ηγέτες της. Και στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η ηγεσία του κλήρου το μόνο που κοίταξε να υπηρετήσει ήταν τα δικά του συμφέροντα.

Μακριά από το λαό...

Ο ανώτερος κλήρος στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχε τεράστια εξουσία, κοσμική και πνευματική, χάρη στις ίδιες τις διατάξεις των Σουλτάνων. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα μας πληροφορεί ο Γ. Κορδάτος στο έργο του «Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821»: «Κατά το καθιερωθέν νέον καθεστώς εις την εσκλαβωθείσαν Βαλκανικήν ο Πατριάρχης ήτο ο ανώτατος άρχων των ραγιάδων, ο απόλυτος ρυθμιστής των εκκλησιαστικών και θρησκευτικών ζητημάτων, με δικαιώματα μάλιστα δικαστικά εις περιπτώσεις αφορώσας το ιδιωτικόν δίκαιον. Ετσι - συνεχίζει ο Γ. Κορδάτος - ο ανώτερος κλήρος απέκτησεν εξουσίαν μεγαλυτέραν από εκείνην που είχε πρωτήτερα εις τον καιρόν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας».

Στον αφορισμό του Αλ. Υψηλάντη προχώρησε η ηγεσία του Πατριαρχείου διότι επαναστάτησε στις «...από το θεό δοσμένες επί γης εξουσίες»
Ο Π. Πιπινέλης, πρώην πρεσβευτής και «υπουργός» Εξωτερικών της χούντας, γράφει στο έργο του «Πολιτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» (Παρίσι 1928) ότι «το τμήμα τούτο του κλήρου (σ.σ.: αναφέρεται στον αρχιερατικό κλήρο και το Πατριαρχείο) έζη υπό συνθήκας πολιτικά τοιαύτας, ώστε να μη δύναται να ακολουθήση την ζωήν του Εθνους» και παρακάτω εκτιμά ότι έγινε «ξένος προς το πενθούν και πάσχον έθνος», ενώ ήταν «πολιτικώς ραδιούργος και διπλωματικός εις την Κωνσταντινούπολιν διά να παρακολουθή τας απαιτήσεις της διεθνούς πολιτικής, ήτις επαίζετο γύρω από το Πατριαρχείον»!

Ετσι, δεν είναι τυχαίο ότι «η άνοδος στον Πατριαρχικό θρόνο είναι ζήτημα συναλλαγής και ανηθίκων μέσων», όπως μας πληροφορεί ο Γ. Καρανικόλας στο έργο του «Ρασοφόροι - Συμμορία του Εθνους». Στο ίδιο έργο αναφέρει: «Η δράση του Πατριαρχείου και των δεσποτάδων στον 16ον και 17ον αιώνα αποτελεί στίγμα και μεγίστη εθνική συμφορά. Ετσι από το 1453 έως το 1821, σε 368 χρόνια, έχουμε 136 Πατριάρχες, δηλαδή λιγώτερο από 3 χρόνια για τον καθένα...»!

Κλείνοντας τη σύντομη αναφορά μας στο ρόλο του Πατριαρχείου και του ανώτερου κλήρου τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, θα αναφέρουμε ένα ενδεικτικό απόσπασμα από το έργο του Γ. Κορδάτου «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» (τόμος 9): «Τόσο οι καλόγεροι που τότε είχαν μεγάλη δύναμη, όσο και η μεγάλη πλειοψηφία από τους Μητροπολίτες, είχαν συμφέρο να είναι τυφλά όργανα του Σουλτάνου, αφού τους άφηνε, όπως και πρώτα, να έχουν προνομιακή θέση μέσα σε κάθε πόλη και χωριό, να νέμουνται τις εκκλησιαστικές μοναστηριακές περιουσίες και να έχουν και δικαιώματα που δεν τα είχαν πρώτα».


Ο ρόλος του Πατριαρχείου στην Επανάσταση
Το σπίτι της Φιλικής Εταιρίας στην Κωνσταντινούπολη
«Εχουν γραφεί πάρα πολλά για να μας πείσουν ότι στον Ιερό Αγώνα του Εικοσιένα οι ραγιάδες ξεσηκώθηκαν με την προτροπή και τις ευλογίες των πατριαρχών και των δεσποτάδων. Μεγαλύτερο ψέμα και ιστορική διαστρέβλωση απ' αυτό δεν υπάρχει και δεν μπορούσε να γίνει». Τα παραπάνω τα γράφει ο Γ. Καρανικόλας στο έργο του «Ρασοφόροι - Συμμορία του Εθνους», όπου μας πληροφορεί ότι η ηγεσία του κλήρου και το Πατριαρχείο και ο ίδιος ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄, όχι μόνον δε βοήθησαν στην υπόθεση της Επανάστασης, αλλά έφτασαν στο ακριβώς αντίθετο σημείο: Να αφορίσουν τους Επαναστάτες.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά: Αμέσως μετά τη σύλληψη και την εκτέλεση του Ρήγα Φερραίου, το Πατριαρχείο, κατόπιν εντολής του ίδιου του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, εκδίδει ένα φυλλάδιο με τίτλο «Πατρική Διδασκαλία», το οποίο αρχικά κυκλοφορεί στην Πόλη, αλλά στη συνέχεια σε όλη τη Βαλκανική και το εξωτερικό. Σαν πρόλογο του φυλλαδίου, η έκδοση έχει ποίημα που το συνέταξε ο Πρωτοψάλτης Ιακωβάκης και ήταν κάτι σαν «απάντηση» στο «Θούριο» του Ρήγα. Ανάμεσα στα άλλα αναφέρει: «Από την πρώτην του αρχήν ο κόσμος υπετάχθη / εις ένα πρώτον αρχηγόν, και έτζι εβαστάχθη. / Το κάθε γένος έλαβε τον εξουσιαστήν του, / και υπεκλίθη εις αυτόν μ' άκραν υποταγήν του, / διά να φύγη τα πολλά εκ της μοναρχίας / συμβαίνοντα ολέθρια ή και πολυαρχίας» (!) και παρακάτω λέει: «Οι ναύται υποτάσσονται σ' ένα καραβοκύρην, / και όλοι οι οικιακοί εις ένα οικοκύρην»! Με αυτό τον τρόπο η ηγεσία του κλήρου κάνει σαφές ότι είναι αντίθετη σε κάθε ενέργεια διατάραξης της καθεστηκυΐας τάξης.

Και έτσι έγινε. Με την κήρυξη της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία στις αρχές Μάρτη του 1821 από τον Υψηλάντη, ο Σουλτάνος αντέδρασε έντονα και κάλεσε τους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Αυστρία και Ρωσία) στο παλάτι. Μόλις αντιλήφθηκε ότι καμιά από τις Δυνάμεις δεν είχαν ανάμειξη στο κίνημα, «πήρε απόφαση να δώσει αμνηστία στους επαναστάτες της Μολδοβλαχίας αν δήλωναν υποταγή εξαιρώντας μόνο τον Υψηλάντη και τον Μ. Σούτσο» (Γ. Κορδάτος, στο ίδιο). Απόφαση που δέχθηκαν με ιδιαίτερη χαρά οι μεγάλοι Φαναριώτες και ο Πατριάρχης Γρηγόριος, ο οποίος κάλεσε σε κοινή σύσκεψη για το θέμα τους Φαναριώτες δραγουμάνους της Πύλης και του στόλου, του παρεπιδημούντες Πατριάρχες και αρχιερείς, την Ιερά Σύνοδο, καθώς και τους Ελληνες μεγαλέμπορους, μεγαλοβιοτέχνες και προϊσταμένους των συντεχνιών για να πάρουν αποφάσεις. Στη σύσκεψη ήταν παρών και αντιπρόσωπος της Πύλης, ο οποίος και διάβασε το φιρμάνι του Σουλτάνου (Γ. Κορδάτος, στο ίδιο).

Οι αποφάσεις της σύσκεψης ήταν ενδεικτικές. Δήλωσαν στο Σουλτάνο ότι: α) Το γένος δεν έχει γνώση για την ύπαρξη επαναστατικής Εταιρίας, β) αποδοκιμάζουν το κίνημα του Υψηλάντη και γ) είναι πρόθυμοι να συντρέξουν και ενισχύσουν την κραταιά βασιλεία για την καταστολή τέτοιων ολέθριων κινημάτων. Επίσης πήραν την απόφαση να αφορίσουν τον Υψηλάντη και τον Μ. Σούτσο και όχι μόνο να διαβαστεί ο αφορισμός στις εκκλησίες, αλλά και να ειδοποιηθούν με χωριστή πατριαρχική εγκύκλιο οι Δεσποτάδες στις επαρχίες ότι το κίνημα του Υψηλάντη είναι ολέθριο και αντιχριστιανικό (Γ. Κορδάτος).

Αλλά ο Γρηγόριος και οι υπόλοιποι δεσποτάδες δε σταμάτησαν εκεί. Εβγαλαν τρεις επιστολές, στις οποίες όχι μόνο καταδικάζουν τους δύο ηγέτες της Φιλικής Εταιρίας, αλλά ισχυρίστηκε ότι οι επί γης εξουσίες είναι θεόπεμπτες, σταλμένες από το θεό, κατά συνέπεια όποιος οργανώνει ανταρσία εναντίον τους διαπράττει μέγιστο αμάρτημα και είναι σα να κινείται εναντίον του θεού!

Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος να πει ότι ο Πατριάρχης ήταν «στο στόμα του λύκου» και γι' αυτό το λόγο έβγαλαν αυτές τις εγκυκλίους. Η απάντηση σε αυτό το «επιχείρημα» έρχεται από τον Γ. Κορδάτο: «Οι πραγματικοί πατριώτες που έχουν μεγάλα ηγετικά πόστα, θυσιάζονται σε τέτοιες στιγμές».

Τότε, για ποιο λόγο στις 10 Απρίλη του 1821 (Πάσχα) απαγχονίστηκε με διαταγή του Σουλτάνου ο Γρηγόριος Ε΄; Οπως μας πληροφορεί ο Γ. Κορδάτος, η ενέργεια αυτή ήταν ενταγμένη στο πλαίσιο των υπόγειων μαχών που δίνονταν μεταξύ Δεσποτάδων και Μητροπολιτών, που επωφθαλμιούσαν τον Πατριαρχικό θρόνο. Γράφει ο Γ. Κορδάτος: «Αν και ο Πατριάρχης Γρηγόριος αφόρισε τον Υψηλάντη και τους επαναστάτες και έστειλε εξάρχους στις επαρχίες με τους αφορισμούς και πανταχούσες σ' όλους τους Μητροπολίτες, προστάζοντας να διαβαστούν οι αφορισμοί, έπαψε να έχει την εμπιστοσύνη της τουρκικής κυβέρνησης γιατί βρέθηκαν Δεσποτάδες να τον συκοφαντήσουν ότι ήταν αρχηγός της Φιλικής Εταιρίας, άρα αρχισυνωμότης. Εκείνος που κατηγόρησε και συκοφάντησε τον Γρηγόριο ήταν ο Μητροπολίτης Πισίδας Ευγένιος».

Ο τελευταίος αγορεύτηκε ως νέος Πατριάρχης καθ' υπόδειξη του Σουλτάνου...


Ποιος ύψωσε το λάβαρο;
Ο Π. Π. Γερμανός, όχι μόνο δεν ήταν αυτός που ύψωσε το λάβαρο της Επανάστασης, αλλά, όπως εκτιμούν ιστορικοί αναλυτές, «σύρθηκεσε αυτή, γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς»
Ενας από τους μεγαλύτερους «μύθους», που έχει μείνει «ανεξίτηλος» στο πέρασμα των χρόνων είναι ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός «ύψωσε το λάβαρο της Επανάστασης». Ωστόσο, όλοι οι ιστορικοί μελετητές και αναλυτές - ακόμη και οι αστοί - συνηγορούν πως κάτι τέτοιο είναι απόλυτα ανακριβές. Και όλοι καταμαρτυρούν πως ο Π. Π. Γερμανός όχι μόνο δεν κήρυξε την Επανάσταση, αλλά, αντιθέτως, «σύρθηκε σε αυτή», κάτω από την πίεση του ίδιου του λαού, αλλά και των ίδιων των γεγονότων.

Οι ηγέτες της Φιλικής Εταιρίας έστειλαν στο Μοριά, για να κάνει τον εκεί λαό κοινωνό της Επανάστασης, τον Παπαφλέσσα, ένα από τα πλέον ενεργητικά μέλη της ίδιας της Εταιρίας και ιερωμένο. Η επιλογή του, όπως μας πληροφορεί ο Γ. Κορδάτος στην «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» (τόμος 10), έγινε για δύο λόγους: «Πρώτα ήταν κληρικός και το ράσο έκρυβε εκείνον τον καιρό πολλά, άνοιγε τις πόρτες των φτωχών και πλουσίων και δεν έδινε υποψίες στους Τούρκους. Δεύτερο ο Παπαφλέσσας είχε πολλά προσόντα. Είχε καλή μόρφωση, δεν ήταν Ιησουίτης, η γλώσσα του έκοβε και ήταν ατρόμητος».

Από την άλλη, ο Δεσπότης Π. Π. Γερμανός δεν ήταν καν έμπιστος της Εταιρίας, αν και μέλος της, αφού σύμφωνα πάλι με τον Κορδάτο (στο ίδιο) «ο Γερμανός μυήθηκε από τον απόστολο της Φιλικής Εταιρίας Αν. Πελοπίδα. Αν και ο Πελοπίδας είχε αυστηρή διαταγή να μην πλησιάσει τον Γερμανό γιατί θεωρούντανε ύποπτος, αυτός παράκουσε, πήγε και τον αντάμωσε και λέγοντάς του πολλά ψέματα, πως τάχα ήταν ο τσάρος, ο Καποδίστριας και άλλοι πίσω από την Εταιρία, τον κατάφερε να γίνει μέλος. Ο Πελοπίδας παράκουσε γιατί ο Γερμανός είχε μεγάλο κύρος όχι μόνο στην Αχαΐα, αλλά και σ' όλη την Πελοπόννησο».

Το Γενάρη του '21 ο Παπαφλέσσας φτάνει στην Πελοπόννησο. «Οι τρανοί προεστοί και ο Δεσπότης Παλαιών Πατρών Γερμανός, που ήταν από καιρό μυημένος στην Εταιρία, άμα έμαθαν τον ερχομό του Παπαφλέσσα δεν ήξεραν τι να κάνουν. Επεσαν λοιπόν του πεθαμού» (Γ. Κορδάτος, στο ίδιο). Λίγες μέρες αργότερα στη Βοστίτζα (Αίγιο) έγινε μια συνάντηση μεταξύ των προυχόντων, του Π. Π. Γερμανού και του Παπαφλέσσα, όπου για μια ακόμη φορά φαίνεται ο αντιδραστικός ρόλος του Δεσπότη. Εκεί ο Φλέσσας τους ενημερώνει πως όλα είναι έτοιμα για να αρχίσει η Επανάσταση. Προύχοντες και Γερμανός αντιδρούν. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής («Απομνημονεύματα Φωτάκου», «Απομνημονεύματα Γερμανού», Φραντζή «Επίτομ. Ιστορία Αναγεν. Ελλάδος» κλπ.), εκτυλίχτηκε διάλογος στον οποίο ο Γερμανός αποκαλεί τον Παπαφλέσσα απατεώνα, εξωλέστατο και μιαρό.

Και ο Γ. Καρανικόλας στο έργο «Ρασοφόροι», αφού παίρνει υπόψη τα παραπάνω ιστορικά γεγονότα, καταλήγει: «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν κήρυξε την Επανάσταση. Σύρθηκε στην Επανάσταση, γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, φοβούμενος μη χάσει το κεφάλι του».

Αντίστοιχη είναι και η θέση που διατυπώνει ο Β. Κρεμμυδάς, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντής των «Αρχείων Πρωθυπουργού», ο οποίος με άρθρο στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (22.3.2005) σημειώνει: «Η σημερινή ηγεσία της Εκκλησίας δεν επιμένει να αναδείξει πρωτεύοντα ρόλο τής πριν από σχεδόν διακόσια χρόνια προκατόχου της, πολύ περισσότερο που ο μόνος με πρωταγωνιστικό ρόλο ιερωμένος παραήταν επαναστάτης». Και συνεχίζει: «Επρεπε λοιπόν να εξαφανιστεί από την κατά την Εκκλησία εθνική Ιστορία ο Παπαφλέσσας και να εφευρεθεί ρόλος που τη βόλευε. Προκειμένου να συνδεθεί η Εκκλησία με το Εθνος κατασκευάστηκε ένας από τους πιο ανθεκτικούς ιστορικούς μύθους: Ο επίσκοπος Π. Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο-σημαία της Επανάστασης στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, κήρυξε δηλαδή την ελευθερία του Εθνους, την κήρυξε η Εκκλησία».

Ο ίδιος φέρνει στο φως της δημοσιότητας «ένα άγνωστο έως τώρα τεκμήριο», το οποίο «δείχνει καθαρά πώς κατασκευάστηκαν οι ιστορικοί μύθοι από την Εκκλησία». Και συνεχίζει: «Τον Μάιο του 1889 ένας πρωτοσύγκελος βεβαίωσε ότι ο Π. Π. Γερμανών ευλόγησε τα όπλα, ύψωσε τη σημαία και "ανεκήρυξε την ανεξαρτησίαν της πατρίδος". Ο εν λόγω πρωτοσύγκελος - αναφέρει παρακάτω - είχε γεννηθεί το 1797, ήταν δηλαδή το 1821 24 ετών, το 1889 όμως ήταν 92 ετών. Εχουμε λοιπόν, κάποιον, ο οποίος σε ηλικία 92 ετών θυμόταν με απίστευτες λεπτομέρειες - και βεβαίωνε επισήμως - γεγονότα που απείχαν 68 χρόνια!».

Αν σε όλα αυτά, προσθέσουμε και το πλέον αδιάσειστο στοιχείο ότι η Επανάσταση ξεκίνησε πολύ νωρίτερα - ήδη στις 23 Μαρτίου η Καλαμάτα ήταν ελεύθερη «από τα ένοπλα τμήματα των Μανιατών με τον Πετρόμπεη, Αναγνωσταρά, Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα» (Γ. Καρανικόλα, στο ίδιο) - αντιλαμβανόμαστε πως το λάβαρο της Επανάστασης είχε υψωθεί πολύ νωρίτερα και όχι, φυσικά, από τον Π. Π. Γερμανό...

Εφημερίδα "Ριζοσπάστης" - "Rizospastis" newspaper : ΙΣΤΟΡΙΑ