Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

Τι ζητά το ΜΑΒΗ στον Κορυδαλλό;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΑ ΚΕΛΕΥΣΜΑΤΑ
Τι ζητά το ΜΑΒΗ στον Κορυδαλλό;


ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
1. / 2.



Δυο υποθέσεις τρομοκρατίας με χρονική απόσταση μιας δεκαετίας ανέλαβε να εξιχνιάσει ο ίδιος εισαγγελέας. Η υπόθεση ΜΑΒΗ του 1994 δεν έχει βέβαια πολλά κοινά με την υπόθεση ΕΛΑ του 2004. Ομως υποτίθεται ότι οι κατηγορούμενοι ως τρομοκράτες όλων των αποχρώσεων αντιμετωπίζονται με το ίδιο νομικό οπλοστάσιο. 'Η μήπως όχι;

Καμιά φορά η πραγματικότητα παίζει παράξενα παιχνίδια. Μέσα σε μια δεκαετία έτυχε να δοκιμαστεί η «ραδαμάνθινος κρίσις» ενός εισαγγελέα σε δύο σημαντικές υποθέσεις τρομοκρατίας. Η πρώτη αφορούσε την ακροδεξιά παρακρατική οργάνωση ΜΑΒΗ, η οποία διεκδίκησε το 1994 την πράξη δολοφονικής εισβολής στην Αλβανία. Η δεύτερη, αφορά τη γνωστή υπόθεση που εκδικάζεται από το Φεβρουάριο στον Κορυδαλλό ως «δίκη του ΕΛΑ».


Ο αντιεισαγγελέας εφετών κ. Ελευθέριος Πατσής, το 1996 με πρόταση 199 σελίδων ανέτρεψε το κατηγορητήριο των φερομένων ως μελών του ΜΑΒΗ, δηλαδή της «ομάδας» Αναστασούλη-Καρβελά-Κοκαβέση, και πρότεινε την αθώωσή τους από τις κατηγορίες ανθρωποκτονιών (2 νεκροί Αλβανοί στρατιώτες), αποπειρών δολοφονιών (3 τραυματίες), ληστεία όπλων, εισαγωγή όπλων, έκθεση σε κίνδυνο διατάραξης φιλικών σχέσεων της χώρας μας και προσβολής της διεθνούς ειρήνης, και την παραπομπή τους μόνο για κατοχή και εμπορία όπλων (!), αφού είχε φροντίσει να αφεθούν ελεύθεροι μέχρι τη δίκη τους.

Τώρα ο ίδιος εισαγγελικός λειτουργός ετοιμάζεται να προτείνει στη δίκη των φερομένων ως μελών του ΕΛΑ. Και αν χρειάστηκαν τότε 199 σελίδες που να πείθουν ότι φόνοι, όπλα, στολές, αποτυπώματα, χνάρια, προκηρύξεις, μυστικές υπηρεσίες, αυτοκίνητα, συλλήψεις κοντά στον τόπο του εγκλήματος, λάκκοι με Καλάσνικοφ, κουκούλες, ασύρματοι, ζητωκραυγές εφημερίδων, συνηγόρων και μαρτύρων ήταν «ανθελληνική συνωμοσία», τώρα άραγε πόσες ώρες αγόρευσης θα χρειαστεί ο εισαγγελέας για να αξιολογήσει ένα μάρτυρα που είδε κάτι κάποτε, έναν άλλο που είναι άνθρωπος «ικανός για όλα και φανερός πράκτορας μυστικών υπηρεσιών» (κατά τον Δ. Ρίζο), έναν τρίτο που άλλα έχει πει κάποτε και άλλα λέει τώρα, ένα γάντι, ένα καδράκι, πολλά φύλλα της «Ελευθεροτυπίας» και συνηγόρους που εγκαλούνται όχι για ζητωκραυγές αλλά για απλή διατύπωση ερωτήσεων;


Ομοιότητες και διαφορές

Πολυσέλιδα βουλεύματα και στις δυο περιπτώσεις. Μεταβαλλόμενα τότε, αμετάκλητα τώρα! Κάνοντας χρήση αυτού του «αμετάκλητου» ο εισαγγελέας απέρριψε όλα τα αιτήματα των κατηγορουμένων και τόνισε τον ειδεχθή χαρακτήρα των εγκλημάτων τους. Λίγα χρόνια όμως πριν φροντίζει να τονίσει τις χάρες των τότε συλληφθέντων. Περιγράφει την προσφορά τους σε συνδέσμους και ιδρύματα βορειοηπειρωτών τονίζοντας πόσο «αφιλοκερδώς και ειρηνικά» βοηθούσαν αυτές τις ενώσεις «συνιστώντας στους ομογενείς να διεκδικούν με ειρηνικά μέσα τα καταργηθέντα υπό του αλβανικού κράτους δικαιώματά τους» (Βούλευμα σ. 20-27). Μέλι στάζει τότε ο εισαγγελέας όταν περιγράφει επί μακρόν το πορτρέτο των κατηγορουμένων ως μελών του ακροδεξιού ΜΑΒΗ και ως φυσικών αυτουργών ειδεχθών φόνων. Και ενώ τότε θυμήθηκε στο βούλευμά του το «ηρωικό ΜΑΒΗ της κατοχής» δεν μοιάζει τώρα να έχει ξανακούσει ποτέ τα ονόματα των αριστερών αντιστασιακών οργανώσεων στη διάρκεια της χούντας. Ειδικά αυτή η περίοδος της αντίστασης στη χούντα είναι για τον εισαγγελέα εντελώς άγνωστη. «Γιατί βγαίνατε στο εξωτερικό τότε;» ρωτάει τον γνωστό αντιστασιακό Μίμη Μανωλάκο. Οσο για τους δικαστές επί χούντας επιμένει ότι «ήταν έντιμοι και εφάρμοζαν το νόμο», και εκνευρίζεται όταν ο μάρτυρας του θυμίζει ότι «ήταν επίορκοι και μας δίκαζαν επειδή υπερασπιζόμασταν το Σύνταγμα» (7/6/04).

«Οικογενειάρχες με ισχυρούς εθνικούς συναισθηματικούς δεσμούς με την Βόρειο Ηπειρο» βλέπει στο βούλευμά του το 1996 ο κ. Πατσής: «Αφιλοκερδώς βοηθούσαν τους χειμαρριώτες αδελφούς», «μετά των οικείων τους διέμεναν» (σ. 20-26). Κατακεραυνώνει σήμερα τη μάρτυρα Κυριακίδου λέγοντας ότι «στη σημερινή εποχή τον σύζυγο τον κάναμε σύντροφο γι' αυτό και ο γάμος πήγε περίπατο κι έτσι οδηγούμαστε στην αναρχία» (3/5/04). Τονίζει μάλιστα πως ο μουσολινικός νόμος κάποτε ζητούσε ιατρική εξέταση των κοριτσιών εάν αργούσαν το βράδυ και πως σήμερα ο Μπερλουσκόνι επεξεργάζεται νόμο που θα απαγορεύει τη συμμετοχή σε πορείες των ανηλίκων για να προστατευτούν από τις κακές επιρροές! (11/2/04). Για τον κατηγορούμενο Αγαπίου επίμονα αναρωτιέται για την επαγγελματική του δραστηριότητα, ενώ για τους ανέργους της ομάδας Αναστασούλη το εμπόριο όπλων υπήρξε μια «αφελής» λύση.

Τα ξένα κράτη

Και στις δύο αυτές υποθέσεις εμπλέκεται ο διεθνής παράγων. Στην πρώτη, η Αλβανία κατηγορεί την Ελλάδα ότι ήταν πίσω από την εγκληματική ενέργεια. Σε κάθε αλβανικό ισχυρισμό ο εισαγγελέας γνωμοδοτεί περί του «αναπόδεικτου», του «ανυπόστατου» του «προκατειλημμένου» των αλβανικών θέσεων, καταγγέλλει πως «η Αλβανία από αυτό προωθεί τη μεγάλη της ιδέα» (σ. 103-105) και τέλος πως «οι Αλβανοί αστυνομικοί επειράθησαν να χαλκεύσουν ευθύνη από την εις την χώρα μας δράση αφανούς οργανώσεως επονομαζόμενης ΜΑΒΗ...» (σ. 106). Λές και δεν είχε στείλει το ΜΑΒΗ προκήρυξη ανάληψης ευθύνης με έγχρωμη φωτογραφία των κλοπιμαίων Καλάσνικοφ. «Υστερικές αντιδράσεις» και «ασίγαστο δυσπιστία της γείτονος» καταλογίζει στην αλβανική κυβέρνηση ο εισαγγελέας. Αγνοεί όλες τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των αλβανικών αρχών ως ελλιπείς ή και κατασκευασμένες.

Πού να αποδώσουμε αυτή την προκατάληψη του κ. Πατσή έναντι της Αλβανίας; Μήπως στο «σοσιαλιστικό» παρελθόν της; Σίγουρα όχι, μια και τώρα δέχεται ως επίσημα «έγγραφα» τα χαρτιά της πρώην «σοσιαλιστικής» μυστικής υπηρεσίας ΣΤΑΖΙ. «Οταν έχουμε επίσημη μετάφραση της υπηρεσίας του ΥΠΕΞ τι άλλο θέλουμε για την εγκυρότητα των εγγράφων;» δηλώνει στις 17/3/04. «Τι λένε οι Γερμανοί (σ.σ. η ΣΤΑΖΙ) για τον Τσιγαρίδα; Τι εκτιμούν;» ρωτά με νόημα τον μάρτυρα Ζήση (16/3/04).

Εκεί που μένει σταθερός ο εισαγγελέας είναι η άρνησή του να υποστεί έλεγχο ανεξάρτητων παρατηρητών: «Η αλβανική κυβέρνηση κατά ακατανόητον τρόπον διετύπωσε την άποψη ότι η εκτίμησις του επεισοδίου πρέπει να γίνει από αμερόληπτον επιτροπήν της ΕΕ και της ΔΑΣΕ» (Βούλευμα, σ. 78). «Με αφήνει έκπληκτο το αίτημα διακοπής της δίκης για να προσέλθει παρατηρητήριο της ΕΕ και πολύ στενοχωρημένο...» (Δίκη 22/4/04).

Οι αυτόπτες και οι άλλοι

Με έκπληξη θα διαπιστώσει κάποιος που διαβάζει το βούλευμα του '96 ότι αν και υπήρχαν Αλβανοί στρατιώτες που δέχτηκαν την επίθεση δεν λήφθηκαν υπόψη στην προανάκριση. Μοναδικοί μάρτυρες οι συγγενείς και οι ομοϊδεάτες των κατηγορουμένων. Αντίθετα, από τους άπειρους μάρτυρες της προδικασίας για τον ΕΛΑ επιλέχθηκαν κυρίως όσοι αυτόπτες δηλώνουν ότι κάποιον αναγνωρίζουν έστω και οψίμως. Το επιχείρημα της εισαγγελικής έδρας ήταν ότι οι άλλοι δεν είχαν τίποτα να συνεισφέρουν, δηλαδή δεν ενοχοποιούσαν τους κατηγορούμενους.

Και ενώ επέμεινε ο εισαγγελέας με λεπτομέρειες να ρωτάει τους αυτόπτες στην απόπειρα Ραυτόπουλου που είχαν δει κάποιο Λάντα και όχι το Σκόντα του Μιχ. Κασίμη για «να ελέγξει την αντιληπτική τους ικανότητα», αρκείται σε μαρτυρία φίλου και ομοϊδεάτη του κατηγορουμένου Αναστασούλη για να δεχτεί το άλλοθί του στη δίκη του ΜΑΒΗ (μαρτυρία Μ. Βορίδη, εκλεκτού του Παπαδόπουλου και του Λεπέν). Με ιδιαίτερη σιγουριά αξιολόγησε ως απολύτως αξιόπιστες τις αναγνωρίσεις του ενός δευτερολέπτου πριν 18 χρόνια (Τόγκα, Πομώνη, Σιώζου 12/5/04) ενώ το '96 στο βούλευμά του υιοθέτησε πλήρως τη θέση του κατηγορουμένου Κοκαβέση ότι Αλβανοί πράκτορες χάλκευσαν τα στοιχεία εναντίον του. Φτάνει δε να θεωρήσει «αναπόδεικτο» τον ισχυρισμό μαρτύρων ότι διέφυγαν οι αυτουργοί στο ελληνικό έδαφος διότι τα ίχνη σταματούσαν 20 μέτρα πριν τη μεθόριο. Και στον αντίποδα, σε ερώτησή του προς το μάρτυρα Ζήση λέει: «Στην αναφορά σας έχετε λεπτομερή αναφορά για τον Αγαπίου. Αυτά πώς τα βρήκατε; Είναι αληθή και πώς τα βεβαιώνετε;» (15/3/04). Υπενθυμίζουμε εδώ ότι αναφέρεται στα στοιχεία της αντιστασιακής δράσης του Αγαπίου επί χούντας (έγγραφο βασανιστή Καραπαναγιώτη) και στη μαρτυρία προφυλακισμένης τότε Ελβετής. Δηλώνει ανοιχτά ότι «η παρούσα υπόθεση εγεννήθη από μία κατάθεση» (18/2/04) ενώ η σύλληψη της ομάδας Αναστασούλη έγινε μετά από «επίβουλη ενέργεια Αλβανών πρακτόρων» και η σύλληψη Κοκαβέση μετά από «υποβολιμαίες πληροφορίες...». Ξεχνάει βέβαια ο εισαγγελέας ότι η σύλληψη των κατηγορουμένων για το ΜΑΒΗ έγινε από την ελληνική αστυνομία. Είπαμε όμως, μόνον οι ξένες μυστικές υπηρεσίες -εκτός φυσικά της ΣΤΑΖΙ- εξυφαίνουν σκευωρίες και ποτέ οι ελληνικές. Τι λόγο θα είχαν άλλωστε;

Ενδείξεις και πειστήρια

«Γιάφκες» αποκαλεί τα σπίτια Κανά και Κυριακίδου ο κ. Πατσής (κι ας έχει βρεθεί εκεί ένα καδράκι, ένα κόκκινο γάντι και εκ των υστέρων ένα τεύχος "Αντιπληροφόρησης") «σπίτια οικογενειαρχών» και φίλων αυτά που ανήκαν στους κατηγορούμενους του ΜΑΒΗ (κι ας βρέθηκαν εκεί πλείστα όσα όπλα, προκηρύξεις του ΜΑΒΗ, έντυπα, κομπιούτερ). Πέντε άνθρωποι φέρονται ως μέλη του ΕΛΑ, μιας οργάνωσης με εικοσαετή δράση και πάνω από 80 ενέργειες και θεωρείται λογικό, αλλά «...αδιανόητον δύναται να θεωρηθεί ότι ομάς 5-6 ατόμων με οπλισμόν κυνηγετικών όπλων κατόρθωσε... να πλήξει αποτελεσματικά...» (υπόθεση ΜΑΒΗ σ. 159).

Βαρύτητα μεγάλη στα ρωσικά ρολόγια του ΕΛΑ που είπε η Κυριακίδου ότι είχε αγοράσει με υπόδειξη του Κανά δίνει ο κ. Πατσής, θεωρώντας μάλιστα πολύ αληθοφανές το ότι δεν τα αγόρασε από κατάστημα αλλά από ενεχυροδανειστήριο. Από την άλλη, βέβαια, οι φακοί, τα μαχαίρια, οι κουκούλες, οι στολές και όλα τα πολεμικά αξεσουάρ του ΜΑΒΗ που τα είχε μπροστά του «υπάρχουν στο ελεύθερο εμπόριο και μπορεί να ανήκαν σε κυνηγούς ή ακόμα καλύτερα σε λαθρομετανάστες»... Στις 29/4/04 απορρίπτει αίτημα της υπεράσπισης για αυτοψία στο ενεχυροδανειστήριο της Ομόνοιας διότι «δεν μπορούμε να περιπλανηθούμε στην Αθήνα και να ψάχνουμε». Στο βούλευμά του όμως (σ. 123) εγκαλεί τους Αλβανούς ότι «παρά την τοιαύτην αποκάλυψη ουδεμία αυτοψία ενηργήθη ως λογικώς επεβάλλετο προς υπόδειξιν και αναγνώριση του τόπου αποκρύψεως των όπλων». Κι αυτό, ενώ ήταν ήδη στα χέρια των ελληνικών αρχών τα ίδια τα όπλα του εγκλήματος.

Οι απουσίες του Κανά (που συζούσε ήδη με άλλη γυναίκα), σε ερωτήσεις του εισαγγελέα προς την Κυριακίδου εμμέσως εκλαμβάνονται ως αποδείξεις συμμετοχής σε ενέργειες του ΕΛΑ, ενώ η διαμονή της ομάδας Αναστασούλη δίπλα στον τόπο του εγκλήματος πριν και μετά την ενέργεια στο αλβανικό φυλάκιο της Επισκοπής ήταν για τον ίδιο απλές εκδρομές για κυνήγι.

Το ότι βρέθηκαν οι λασπωμένες ελληνικές στολές στο αυτοκίνητο του Αναστασούλη δεν σήμαινε απαραίτητα ότι τους ανήκαν, καθότι ήταν περισσότερες από τους συνεπιβάτες και «υποβολιμαίοι Αλβανοί πωλητές» όπλων τους ενέπλεξαν, ενώ αντίθετα το καδράκι που σκέπαζε τις πατάτες της Κυριακίδου αποτέλεσε πειστήριο για την ύπαρξη γιάφκας και ανάμειξη της Ε. Αθανασάκη στον ΕΛΑ. Το πελματικό ίχνος που βρέθηκε κοντά στην Επισκοπή «είναι ελάχιστα αξιοποιήσιμο λόγω της ανευρέσεώς του επί προβληματικής επιφανείας...» (σ. 101-102), ενώ στον σχολιασμό του στις 3/5/04 δηλώνει ότι «οποιαδήποτε απόδειξη δεν μπορεί να θεωρηθεί χαλκευμένη εάν δεν εμφανιστεί η αντίθετη».

Για το πώς βρέθηκαν τα όπλα στα χέρια των κατηγορουμένων του ΜΑΒΗ, αποδέχεται σχεδόν εξολοκλήρου τους ισχυρισμούς των ίδιων των κατηγορουμένων ότι ...τα βρήκαν τυχαία στο δάσος (σ. 126 του πορίσματος). Ομως τα υποτιθέμενα όπλα που εισήγαγε, κατά τη ΣΤΑΖΙ, ο ΕΛΑ πολύ τον απασχόλησαν, άσχετα εάν τα όπλα αυτά δεν ανευρέθηκαν ποτέ. Το 1996 καταλήγει ότι «οι μετασχόντες εμπειρογνώμονες εις άνευ επιχειρημάτων ανταλλαγή πληροφοριών απέδωσαν και ουδέν πειστήριο, αποτυπώματα, εκμαγεία και ίχνη ή φωτογραφίαν αυτών η ετέρων απόδειξη προσήγαγαν...» (σ. 82). Τώρα όμως αρκεί ως φαίνεται ένα γάντι και αποδεικνύεται πολύ ισχυρότερο "πειστήριο" από τη φωτογραφία των κλεμμένων Καλάσνικοφ, η οποία ωστόσο δεν αποτελεί στοιχείο «διότι δεν είχε τραβηχτεί σε υπαίθριο χώρο» και σίγουρα ήταν «προγενέστερη της κλοπής στην Επισκοπή» (όπως βεβαίωσε η ΚΥΠ!). Το ίδιο προγενέστερη ήταν «κατά δήλωση κατηγορουμένου», τότε, και η απόκρυψη των όπλων, και επομένως, ο εισαγγελέας συμπέρανε ότι δεν ήταν αυτά τα ίδια όπλα με τα κλεμμένα από το αλβανικό στρατόπεδο της Επισκοπής. Οταν όμως ο Κανάς επικαλέστηκε την επίσημη λίστα των αρχών για να αποδείξει ότι δεν ήταν μεταξύ των ακροατών της δίκης Σερίφη το '78 ο κ. Πατσής την έκρινε άνευ σημασίας.

Υπαρκτοί και ανύπαρκτοι

Ακόμα και η σαφής αναφορά του χουντικού «Στόχου» στην επικείμενη εγκληματική ενέργεια στο φύλλο της 29/10/93 («Κάτω από το άγρυπνο μάτι των ελληνικών ομάδων ανταρτών, όλες οι μονάδες των Αλβανικών κατοχικών στρατευμάτων. Η στιγμή των χτυπημάτων πλησιάζει αλλά φυσικά δεν είναι δυνατόν να γράψουμε τίποτα...»), σχολιάζεται από τον εισαγγελέα ως «σιβυλλική προφητική περικοπή άνευ αποδείξεως τινός από μικράς κυκλοφορίας εφημερίδα» (σ. 30-31).

Από την άλλη μεριά, καταγγέλλει στο βούλευμα την «πολυλογούσαν δημοσιογραφικήν δημοκοπίαν» που προκάλεσε «ανεξελέγκτους και αναποδείκτους κρίσεις και γνώμας περί της σχέσεως των συλληφθέντων μετά της νεκραναστηθείσης ΜΑΒΗ» (σ. 150). Η δημοσιογραφική πολυλογία για την τρομοκρατία δεν φαίνεται αντιθέτως να τον ενοχλεί σήμερα: «Βλέπω κι εγώ προ ημερών ένα δημοσίευμα στην "Εστία"...» (18/2/04), «η "Χώρα" λέει ότι το 1993 ομάδα αστυνομικών...» (2/4/04), «διάβασα τον Θ. Αργυράκη στον "Ελεύθερο Τύπο" για συμφωνία κυβέρνησης-ΕΛΑ...» (29/3/04), «έτυχε να διαβάσω στον "Ελεύθερο Τύπο" τον κ. Κατσαντώνη που έδινε εύσημα στην πρόεδρο...» (7/5/04), «εκφράζω την εκτίμησή μου ως προς το δημοσιογραφικό σου θάρρος και τη δημοσιογραφική σου ικανότητα να καταθέσεις...» (προς τον Ζήση, 15/3/04). Βέβαια μην παίρνουμε και πολύ θάρρος: «διάβασα σε χθεσινό δημοσίευμα της "Ελευθεροτυπίας" ότι... Παρακαλώ αυτές τις καταχωρήσεις να μου τις παράσχετε για να ζητήσω την παραπομπή των συγγραφέντων (sic)» (12/5/04).

Ούτε η φωτογραφία με τα Kαλάσνικοφ ούτε και τα ίδια τα όπλα που βρέθηκαν αργότερα δεν έπεισαν τον εισαγγελέα για την πρόσφατη δράση του ΜΑΒΗ, και μάλιστα δηλώνει ότι «εφόσον το ΜΑΒΗ περιήλθεν εις αδράνεια το 1943 ουσιαστικώς διελύθη εφόσον δεν υπάρχουν δι' αυτό αρχειακά στοιχεία» (σ. 105-106). Και εφόσον -κατά την κρίση του- από την παρακολούθηση των υπόπτων ένα περίπου χρόνο πριν τη σύλληψή τους ουδέν προέκυψε κατά την αστυνομία, η όλη ιστορία του ΜΑΒΗ είναι μία προβοκάτσια των Αλβανών.

Ο ΕΛΑ, όμως, εφόσον δεν έχει πρωτόκολλο διάλυσης εξακολουθεί κατά τον εισαγγελέα να υπάρχει. Και παρόλο που, όχι για ένα χρόνο αλλά για δεκαετίες, παρακολουθούνται οι κατηγορούμενοι χωρίς να έχει προκύψει τίποτα εναντίον τους, ο εισαγγελέας προστρέχει στο αμετάκλητο επιβαρυντικό βούλευμα. Οσο για τη δράση του ΕΛΑ, που έληξε το 1995 ακόμα και για τους Αμερικανούς, η άποψη του κ. Πατσή μέχρι σήμερα μοιάζει να στηρίζεται στο καθόλου σιβυλλικό γι' αυτόν «Ο αγώνας συνεχίζεται».

Επικαλείται δε το κόκκινο αστέρι ως πλήρη απόδειξη ότι 17Ν, ΕΛΑ και 1η Μάη είναι ένα και το αυτό -«ο Γιάννης κι ο Γιαννιός» (3/6/04, 8/6/04). Βέβαια το ίδιο ακριβώς σήμα φέρουν εκατοντάδες πολιτικοί σχηματισμοί, σημαίες κρατών, ακόμα και εμπορικές επιχειρήσεις. Με την ίδια λογική, η μπίρα Χάινεκεν πρέπει να αποτελεί κι αυτή αδελφή οργάνωση και συνέχεια του ΕΛΑ.

Κατηγορούμενοι και κατηγορούμενοι

Με αξιοπρόσεχτη ευκολία πείθεται το '96 ο εισαγγελέας για τα άλλοθι των κατηγορουμένων που δίνονται από τους ίδιους και όπως αναφέρει «ναι μεν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής πλην όμως ενόψει και των αληθοφανών ισχυρισμών των κατηγορουμένων ότι δεν έχουν καμία απολύτως ανάμειξη στις πράξεις ιδίως των ανθρωποκτονιών (...) να αφεθούν ελεύθεροι» (σ. 56). Επίσης μιλάει για το λευκό ποινικό μητρώο τους, τη μόνιμη κατοικία κ.λπ. Συγκινείται από το «σιβυλλικό» παράπονο των κατηγορουμένων («μας ταλαιπωρούν στην Αλβανία μας ταλαιπωρείτε κι εσείς») ξεχνώντας ότι πιάστηκαν με ολόκληρο οπλοστάσιο κι όχι ένα χαμένο και χαλασμένο περίστροφο του μπαμπά της Κυριακίδου και ταλκ για τα πόδια που μάλλον ήταν εκρηκτική ύλη (πάλι κατά την Κυριακίδου).

«Εδήλωσαν αυθόρμητα οι κατηγορούμενοι ότι αγόρασαν τον οπλισμόν από αγνώστους Αλβανούς» σημειώνει ο εισαγγελέας για την υπόθεση του ΜΑΒΗ (σ. 123) και παρακάτω συμπληρώνει «απολογηθέντες άνευ ουδεμιάς επιτηδεύσεως υπεστήριζαν...» (σ. 152). Τη δήλωση του Κοκαβέση ότι «γίνομαι ένα πιόνι σε κάποιο παιχνίδι το οποίον είναι πέραν της δικής μου αντιλήψεως και ορίων και δεν γνωρίζω ποιες σκοπιμότητες εξυπηρετεί», ο εισαγγελέας την ονομάζει «αποκάλυψη» και εισηγείται αθώωση (σ. 164) «ελλείψει πεντακάθαρων ενδείξεων ενοχής» (σ. 166).

Πόσες φορές όμως ο Αγαπίου, ο Κανάς, ο Κασίμης, η Αθανασάκη απέδωσαν την εμπλοκή τους τεκμηριωμένα σε αντίστοιχες σκοπιμότητες για να εισπράξουν από τον εισαγγελέα την απάντηση «πρέπει εδώ οι κατηγορούμενοι να αποδείξουν την αθωότητά τους» (1/6/04). Και πόσες φορές υποχρεώθηκε ο Τσιγαρίδας να επαναλάβει ότι αποχώρησε το 1991 από τον ΕΛΑ. Αυτά βέβαια τα αγνοεί ο εισαγγελέας. Και ενώ απευθύνει στους κατηγορούμενους το ερώτημα «θα ήσασταν ικανοποιημένοι εάν μία οργάνωση η οποία διέπραττε αξιόποινες πράξεις δεν αποκαλύπτετο ποτέ;» (12/5/04), έχει ο ίδιος δώσει απάντηση με το βούλευμά του για το έγκλημα της Επισκοπής και το ΜΑΒΗ.

Το δικό μας συμπέρασμα είναι απλό: αν στη ραδαμάνθινο κρίση ενός εισαγγελέα μετρούν μόνο τα στοιχεία της δικογραφίας και της ακροαματικής διαδικασίας, τότε με τη λογική του βουλεύματος του 1996 η πρόταση του κ. Πατσή θα είναι πλήρως απαλλακτική για τους δικαζομένους του Κορυδαλλού. Ισως, μάλιστα ζητήσει και τη γενναία χρηματική αποζημίωση όσων προφυλακίστηκαν τόσο άδικα για τόσους μήνες.

Αν, όμως, στην πρότασή του για το βούλευμα του 1996 επικράτησαν «εθνικοί λόγοι σκοπιμότητας» που επέβαλαν την αθώωση, τότε είναι μαύρα τα μαντάτα για τους πέντε κατηγορουμένους. Αλλες εθνικές σκοπιμότητες -εξίσου διάφανες- επιβάλουν τώρα την καταδίκη τους. Καημένε Ραδάμανθυ...

(Ελευθεροτυπία, 27/6/2004)

Τι ζητά το ΜΑΒΗ στον Κορυδαλλό; - β

------

                                                                            Μέρος 2ο

2