Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

«ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ» ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

Τό Εθνος πρέπει νά μάθει νά θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό.
Διονύσιος Σολωμός


Στίς 4 Νοεμβρίου 1996 εκυκλοφόρησε τό νέο χαρτονόμισμα τών 200 δραχμών, πού όπως λέγεται θά είναι ίσως τό τελευταίο εθνικό νόμισμα, πρίν από τήν νομισματική ένωσι τών κρατών τής ΕΕ πού θά γίνη στά τέλη τής χιλιετίας μας. Στήν μια όψι τού χαρτονομίσματος (ή όπως ορθότερα λέγεται: τού τραπεζογραμματίου) απεικονίζεται ο εθνεγέρτης Ρήγας Βελεστινλής καί στήν άλλη ο γνωστός πίναξ τού Νικολάου Γύζη "Τό Κρυφό Σχολειό". Μέ τήν κυκλοφορία όμως τού νέου χαρτονομίσματος επανέρχεται στό προσκήνιον τού ενδιαφέροντος τό παλαιό καί επίμαχο ζήτημα τού "Κρυφού Σχολείου".
Τί νά ήταν άρά γε αυτό τό περίφημο "Κρυφό Σχολειό", πού εγαλβάνισε γενεές Ελλήνων καί έφερε στίς ψυχές τους συγκίνησι αλλά καί επώδυνους εθνικούς διαλογισμούς; Πολλά έχουν λεχθή καί γραφή γιά τό θέμα αυτό, κυρίως μέ διάθεσι συναισθηματική-ποιητική, χωρίς πάντως κάτι τό συγκεκριμένο καί ιστορικώς τεκμηριωμένο. Καί ήταν αυτό φυσικό καί αναμενόμενο, αφού απλούστατα "Κρυφό Σχολείο" ουδέποτε υπήρξε.
Πρόκειται γιά ένα ευσεβή μύθο πού δημιουργήθηκε αμέσως μετά τήν Επανάστασιν, μαζί μέ τό "Φεγγαράκι μου, λαμπρό ...", πού ενέπνευσε τήν τέχνη (Γύζης) καί τήν λογοτεχνία (ποίημα τού Πολέμη), μέ σκοπό βέβαια νά στιγματισθή η τουρκική βαρβαρότης, αλλά κατά πολλούς νά εξαγνισθή η Εκκλησία από τά όποια ανομήματά της κατά τήν διάρκεια τής Δουλείας (αφορισμοί, σιμωνία, ποικίλες αντιδράσεις κτλ). Ο Γιάννης Βλαχογιάννης, σέ άρθρο του στήν "Νέα Εστία" (15.8.45), έγραψε πώς κατά τίς πολύχρονες μελέτες του δέν βρήκε καμμία ιστορική μαρτυρία, πού νά θεμελιώνη τήν ύπαρξιν τού "Κρυφού Σχολείου". Τό ίδιο καί ο Άλκης Αγγέλου ("Ιστορία τού Ελληνικού Εθνους"). Ο Κων. Παπαρρηγόπουλος ουδέν αναφέρει σχετικώς εις τήν ιστορίαν του. Ο Γιάννης Κορδάτος ("Ρήγας ο Φεραίος καί η Βαλκανική Ομοσπονδία") παρατηρεί ότι "η παράδοση πώς υπήρχαν τάχα "κρυφά σχολειά" από τόν φόβο τών Τούρκων, είναι ολότελα φτιαχτή καί δέν έχει καμιά σχέση μέ τήν ιστορική πραγματικότητα".
Ποίαν χρείαν όμως έχομε άλλων μαρτύρων, όταν ο ίδιος ο Κοσμάς ο Αιτωλός εβεβαίωνε σέ γράμμα του πρός τόν αδελφόν του Χρύσανθον, περί τό 1775: "Εως τριάκοντα επαρχίας περιήλθον, δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια διά κοινά γράμματα". Ακόμη ο λόγιος καί κληρικός Νεόφυτος Βάμβας, ζήσας από κοντά τά γεγονότα, ήταν ασφαλώς αρμοδιώτερος νά αποφανθή επί τού επιμάχου θέματος. Η μαρτυρία του είναι αποκαλυπτική: "Είτε από αδιαφορία, είτε ως αρχή, η Υψηλή Πύλη ποτέ δέν εναντιώθηκε στήν αναγέννηση τών γραμμάτων στήν Ελλάδα. Οι πιό πραγματικοί εχθροί σ' αυτήν τήν ευτυχισμένη αποκατάσταση βρίσκονται μέσα στούς κόλπους μας. Κι άν οι προσπάθειές μας κατορθώσουν νά δαμάσουν τίς προκαταλήψεις ή τήν αδιαφορία αυτού τού πανίσχυρου κλήρου, πού αποτελεί σήμερα τό πρώτο σώμα τού ελληνικού έθνους, πολύ λίγα θά απομένουν νά γίνουν προκειμένου γιά τούς Τούρκους" (Ιστορία Ελλ. Έθνους, "ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ" ΙΑ', σελ. 30Cool. Ο Βάμβας εννοούσε φυσικά τό Πατριαρχείο, τούς ομολόγους του από τόν ανώτερο κλήρο καί τούς λογίους τής συντηρητικής μερίδος (Αθανάσιος Πάριος κ.α.).
Πράγματι ωρισμένοι Πατριάρχαι χρεώνονται μέ πολλές καί συγκεκριμένες σκοταδιστικές ενέργειες καί κυρίως γιά τήν εχθρικότατη στάσι πρός κάθε εκπαιδευτική καί μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία. Αξίζει νά σημειώσωμε εδώ τόν πρώτο μετά τήν Άλωσιν Πατριάρχην Γεννάδιον τόν Β', πού διέταξε νά ριφθούν στήν πυρά όλα τά συγγράμματα τού Πλήθωνος, τού μεγάλου εκείνου νοσταλγού τής ελληνικής ιδέας. Ο δέ Γρηγόριος ο Ε', ο καί μάρτυς, υπερέβη κατά πολύ τόν προκάτοχόν του σέ πράξεις σκοταδισμού καί μισαλλοδοξίας -καί αυτό πρέπει δυστυχώς κάποτε νά λεχθή, χάριν τής αληθείας. Διέπραξε καί αυτός τό ανόσιον έργον τής πυρπολήσεως βιβλίων αντιφρονούντων καί γενικώς εστάθη πάντοτε σφοδρός πολέμιος τών νεωτεριστικών ιδεών, τής επιστήμης καί τής φιλοσοφίας. Ομως δέν πρέπει νά παρασυρθούμε στόν εύκολο δρόμο τής ιεροκατηγορίας καί νά σπεύσωμε νά καταδικάσωμε ακρίτως τήν συνολική προσφορά τού Πατριαρχείου κατά τήν διάρκεια τής Τουρκοκρατίας. Τό Οικουμενικό Πατριαρχείον απετέλεσε τόν πόλον γύρω από τόν οποίον τό Έθνος εκράτησε τήν ταυτότητά του (έστω καί υπό τήν αόριστον έννοιαν: "Γένος" - χωρίς άλλα προσδιοριστικά), τήν γλώσσα καί τήν θρησκεία καί αυτή η προσφορά του ιστορικώς έχει δικαιωθή καί καταξιωθή. Ακόμη, χάριν τής δικαιοσύνης, πρέπει νά αναφερθούμε καί σέ λαμπρές εξαιρέσεις Πατριαρχών, όπως ήταν ο μάρτυς Κύριλλος Λούκαρις, ο Σαμουήλ Χαντζερής, ο μάρτυς Κύριλλος ς', ο επικαλούμενος "Σοφός", ο Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς κ.α., πού συνέβαλαν τά μέγιστα εις τόν φωτισμόν τού χειμαζομένου Εθνους.
Άδικα όμως κατηγορούμε τούς Τούρκους γιά κάτι πού δέν έκαναν. Σ' αυτόν τόν απηνή καί βάρβαρον δυνάστην θά μπορούσαμε νά προσάψωμε μύρια όσα γιά τά δεινά τού Εθνους, αλλά γιά τήν απαιδευσία τού λαού μας οι ευθύνες πρέπει νά αναζητηθούν εις ημάς τούς ιδίους καί εις τήν τότε πνευματική ηγεσία. Καί κάτι άλλο: πρέπει νά μάθωμε νά αντικρύζωμε τήν αλήθεια απροκατάληπτα, μέ γενναιότητα καί χωρίς πάθος, όσον οδυνηρή καί άν είναι αυτή. Ο Διονύσιος Σολωμός είχεν ειπεί: "Τό Εθνος πρέπει νά μάθει νά θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό". Η Ελλάς δέν έχει ανάγκη από ψευδείς μύθους, γιά νά στηρίξη τήν δόξαν της. Η ιστορία της είναι αυτάρκης καί γεμάτη από σελίδες ηρωισμού καί μεγαλωσύνης, ώστε νά μή τής χρειάζωνται πλαστά ιδεολογήματα. Ερωτηματικά λοιπόν δημιουργεί η σκοπιμότης τής επιλογής τού θέματος τού "Κρυφού Σχολείου" από τό Εθνικό Νομισματοκοπείο, κάτι πού προφανώς θά διαιωνίση ένα ιστορικό μύθο. Είναι η άγνοια ή μήπως κάποια προσπάθεια αφυπνίσεως κοιμισμένων συνειδήσεων;
Επί τής ουσίας τώρα. Τό Εθνος στούς δύο πρώτους αιώνας μετά τήν τουρκική κατάκτησι ευρέθη εις κατάστασιν καταπληξίας, παράλυτο, ημιθανές. Μόλις μετά τό 1600 αρχίζει μία βραδεία προσπάθεια πνευματικής ανακάμψεως. Όμως η πραγματική αφύπνισις αρχίζει από τόν 18ον αιώνα, αυτόν πού απεκλήθη αργότερα "Αιών τού Ελληνικού Διαφωτισμού".
Γύρω στά 1600 φωτισμένοι ορθόδοξοι ιεράρχαι, (Μελέτιος Πηγάς, Μάξιμος Μαργούνιος, Γαβριήλ Σευήρος κ.α.), μέ σπουδές στό Παταύϊον (Padova) ανανεώνουν τό ανθρώπινο δυναμικό τού Πατριαρχείου.
Ανασυγκροτείται η Μεγάλη τού Γένους Σχολή, η οποία διεδέχθη τήν παλαιά Πατριαρχική Ακαδημεία. Τό 1625 ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις (1572-163Cool καλεί τόν Αθηναίο φιλόσοφον Θεόφιλον Κορυδαλλέα στήν Κωνσταντινούπολι καί τού αναθέτει τήν διεύθυνσι τής Σχολής. Ο Λούκαρις, μεγάλη προδρομική μορφή τού Νέου Ελληνισμού, δέν σταμάτησε εκεί, αλλά ιδρυσε τυπογραφείο καί παρήγγειλε τήν μετάφρασι καί τύπωσι τής Καινής Διαθήκης, ώστε τό περιεχόμενό της νά γίνεται κατανοητό από όλους.
Σιγά-σιγά επεκτείνεται η λαϊκή παιδεία καί στίς αρχές τού επομένου αιώνος γενικεύεται. Μία σύγχρονη πηγή, ο λόγιος Αλέξανδρος Ελλάδιος, αναφέρει πώς τό 1714 λειτουργούσαν σχολεία σέ όλον τόν Ελλαδικό χώρο καί εκδηλώνει τήν υπερηφάνεια γιά τούς συμπατριώτες του στόν τομέα τής παιδείας.
Επίσης στό τετράγλωσσο λεξικό πού εξέδωσε τό 1757 στήν Ενετία ο Γ. Κωνσταντίνου, δίνει ένα κατάλογο όλων τών σχολείων πού λειτουργούσαν τήν εποχή εκείνη. Μάλιστα καταδικάζει όλους εκείνους πού ονομάζουν τό "ημέτερον γένος ...πάντη βάρβαρον καί αμαθές" καί στερημένο από σχολεία, παιδεία, επιστήμες, διότι αυτοί δέν γνωρίζουν όλα αυτά τά εκπαιδευτικά ιδρύματα, πού λειτουργούν σήμερα στήν ηπειρωτική καί νησιωτική Ελλάδα.
Πολλά ελληνικά σχολεία, πρωτοποριακά γιά τήν εποχή τους, δημιουργούνται σέ όλη τήν έκτασι τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ονομαστά ήσαν τά σχολεία τών Ιωαννίνων ("Γιάννενα, πρώτα στά γράμματα ..."), Σμύρνης (Ευαγγελική Σχολή, Φιλολογικόν Γυμνάσιον), η Ακαδημεία Ιασίου, η Αθωνιάς τού Αγίου Ορους, η Σχολή Κυδωνιών, τού Βουκουρεστίου κ.α. Ακόμη καί τά μικρά χωριά έγιναν κέντρα μεγάλης εκπαιδευτικής δραστηριότητος καί ακτινοβολίας, μέ σχολεία πού παρείχον σπουδάς υψηλού επιπέδου: Ζαγορά, Αμπελάκια, Σιάτιστα, Μέτσοβον, Πάτμος, Τσαριτσάνη, Τύρναβος κτλ. Μία κοσμογονία χωρίς προηγούμενο, ενώ τό Εθνος ώδευε πρός τήν Παλιγγενεσίαν. Χαρακτηριστικό είναι τό γεγονός ότι τά Αμπελάκια ανέθεσαν τό 1804 στόν Ανθιμο Γαζή τήν σύνταξι λεξικού τής Νεοελληνικής Γλώσσης. Κάτι τέτοιο θά ήταν αδιανόητο ακόμη καί σήμερα καί αυτό αποτελεί δείγμα τής υψηλής πολιτιστικής στάθμης τής μικράς αλλά πρωτοποριακής εκείνης κοινότητος. Καί όλα αυτά, όταν μάλιστα οι ίδιοι οι κατακτηταί δέν είχαν νά παρουσιάσουν παρά μόνον μερικά σκόρπια ιεροδιδασκαλεία. Περί λαϊκών σχολείων ούτε λόγος.
Μέσα σέ δέκα χρόνια (1790-1800) γίνονται τόσα σχολεία, μεταφράζονται καί τυπώνονται στήν Ελληνική τόσα ξένα βιβλία, όσα δέν είχαν ιδεί οι ελληνικές χώρες όλα τά χρόνια ύστερα από τήν άλωσιν, παρατηρεί ο Κοραής. Ο οποίος Κοραής, σημειωτέον, επίστευε πώς πρίν από κάθε σκέψιν επαναστάσεως έπρεπε νά προηγηθή απαραιτήτως η πνευματική ανάβλεψις τού λαού. Τήν ένοπλο εξέγερσι τήν έβλεπε γύρω στό 1850. Ισως νά είχε κατά νούν μίαν εκ τών ένδον εκπόρθησιν τού οθωμανικού κράτους καί ίσως-ίσως κάποιον Χριστιανόν Σουλτάνο, κατά τό προηγούμενο τού πρώτου Χριστιανού Ρωμαίου αυτοκράτορος, τού Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αυτό τό τελευταίο αποτελούσε άλλωστε τόν κρυφό πόθο τής φαναριωτικής αριστοκρατίας, τού "Περιβλέπτου Γένους τών Ρωμαίων", αλλά εδώ φυσικά εκφεύγομε τού θέματος καί εμπίπτομε σέ ζητήματα ιστορικής εικοτολογίας.
Τούς Φαναριώτες όμως καί τόν Κοραήν επρόλαβαν τελικώς τά γεγονότα, αλλά καί έτσι όπως εξειλίχθησαν τελικώς τά πράγματα μέσα από τήν αδήριτη διαλεκτική τής ιστορίας, απεδείχθη πόσο δίκαιο είχε ο Ιων Δραγούμης, όταν έλεγε πολύ αργότερα, ότι δηλαδή "οι Ελληνες εκέρδισαν τόν πόλεμον μέ τά σχολεία ...".
Ομως αυτή η λαμπρά αναγέννησις τών γραμμάτων είχε συχνά οδυνηρά παρεπόμενα ακόμη καί θύματα. Η ραγδαία πρόοδος τής γνώσεως καί η προϊούσα αυτοσυνειδησία τού Εθνους, φαίνεται πώς ανησύχησαν τούς εκ τών ομογενών συμβιβαστικούς καί εφησυχασμένους. Πολλοί από τούς πρωτοπόρους τού Διαφωτισμού εδιώχθησαν ή εφιμώθησαν ως ύποπτοι αθεϊας, όπως ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς, ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο οποίος μάλιστα αφωρίσθη (1724), ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ, ο Ευγένιος Βούλγαρις, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος κ.α. Εμφύλιες αντιθέσεις καί μικρόψυχες συγκρούσεις, όταν μάλιστα προείχεν η ενότης, καθώς ολόκληρο τό Εθνος εστέναζε κάτω από μία απάνθρωπη καί εξουθενωτική δουλεία.
Ομως η αφύπνισις τού λαού καί η πορεία του πρός τήν εθνική αποκατάστασι είχε αρχίσει καί καμμία δύναμις δέν ήταν δυνατόν πλέον νά τήν ανακόψη.