Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

ΘΡΑΚΕΣ-ΘΡΑΚΗ ΚΑΙ ΣΛΑΥΟΙ

Η Διαχρονικότητα της Θράκης

Ιστορία και Πολιτισμός

Oι αρχαίοι Θράκες, λαός ινδοευρωπα'ϊκός και άρα συγγενικός προς τους ΄Ελληνες, αφού εξαπλώθηκαν, περί το 2.000 π.χ. από τα Πιέρια ως το Βέρμιο και από τον Δούναβη ως το Αιγαίο, ήλθαν σε επαφή με τους Έλληνες και σταδιακά εξελληνίσθησαν. Κύριοι λόγοι αυτού του εξελληνισμού ήσαν η διάσπαση των θρακικών φυλών, ο μη σχηματισμός ενιαίου κράτους και ο προς τα θρακικά παράλια αρξάμενος από του Η' αι. π.χ. ελληνικός αποικισμός, κατά τον οποίο ιδρύθηκε σειρά πόλεων (Δίκαια, Στρύμη, Μαρώνεια, Αίνος, Αφροδισία, Μάδυτος, Γάνος, Αγχίαλος, Oδησσός κ.ά.). Έτσι οι Θράκες, και μετά από αγώνες προς τους αποίκους αποτραβήχθηκαν προς τα ενδότερα της Θράκης.

Αργότερα ο Φίλιππος ο Β' πορευόμενος προς Ανατολάς, υπέταξε τους Θράκες της Ανατ Μακεδονίας, ίδρυσε τους Φιλίππους, διέβη τον Νέστο και έκτισε στο κέντρο της θρακικής ενδοχώρας την Φιλιππούπολη. Το έργο συνέχισαν ο γιός του Αλέξανδρος ο Μέγας και μετά τον θάνατό του ο Λυσίμαχος που έφθασε βόρεια ως τον άστρο απωθώντας του Θράκες προς τα ενδότερα σε ορεινές και δύσβατες περιοχές.

Προ της Ρωμαιοκρατίας η Θράκη συνιστούσε πια ένα κέντρο του Ελληνισμού γιατί εκεί συγκεντρώθηκε ένα μεγάλο τμήμα του και σε μία σύνθεση με τους Θράκες αλληλοσυμπληρώθηκε δημιουργώντας την ελληνική πνευματική παράδοση του διονυσιακού και απολλωνίου, του μυστικιστικού και αλόγου με τον λόγο και τις αρχές της ελληνικής φιλοσοφίας στην διαλεκτική μιας βαθιάς και ανεξερεύνητης ακόμη αλληλεπίδρασης. Oι διαρκείς πόλεμοι και η συνεχής στρατολογία επέφεραν σημαντική μείωση του θρακικού πληθυσμού, ενώ, αντιθέτως, ο ελληνικός αυξανόταν με την ίδρυση νέων πόλεων που επικοίσθησαν από ελληνικούς πληθυσμούς της Ανατολής σε εφαρμογή των σχεδίων των ρωμαίων αυτοκρατόρων Τρα'ϊνού, Αδριανού, Μαξιμιανού, Αρκαδίου, Διοκλητιανού, που ίδρυσαν και τις φερώνυμες πόλεις.

Oι εισβολείς Γότθοι το 376 μ.Χ. κατέστησαν την Θράκη σχεδόν ακατοίκητη.

Χρειάσθηκαν, δύο αιώνες αργότερα, τα μέτρα του Ιουστινιανού, με την κατασκευή φρουρίων, πύργων κ.λπ., για να επανέλθει η ησυχία στην Θράκη. Η Θράκη ως τον 6ο αι. μ.Χ. είχε πλέον εξελληνισθεί εννοούμε δηλ. το τμήμα της Θράκης το κάτω του Δουνάβεως. Oι συνεχείς σλαβικές εισβολές, κυρίως των Βουλγάρων, που προέρχονταν από τα βόρεια του Αίμου, ανάγκασαν το Βυζάντιο να ανακηρύξει την Θράκη σε θέμα και έτσι σιγά - σιγά ο Θρακικός χώρος κατέστη προάστειο της Βασιλεύουσας. Με βάση την ελληνική συνείδηση λειτούργησε ο Θρακικός κόσμος καθόλη την διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και είναι χαρακτηριστικές οι πληροφορίες βυζαντινού ιστορικού ότι στα χρόνια του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου (β' μισό του 13ου αι.) οι Έλληνες (Ρωμιοί) της Μεσημβρίας και της Αγχιάλου αρνούνταν να δεχθούν Βούλγαρο κυριάρχη, όπως ο Μιχαήλ είχε συμφωνήσει γιατί: “μην είναι δ' εύλογον Ρωμαίους υπό Βουλγάρων τελείν” . Σημειωτέον μάλιστα ότι παρόλες τις σλαβικές επιδρομές ούτε ένα τοπωνύμιο σλαβικό δεν βρίσκουμε στην Θράκη. παντού όλα είναι ελληνικά και τουρκικά εκ της τουρκικής κατακτήσεως. Oι βυζαντινές πηγές της περιόδου μαρτυρούν για την ελληνικότητα τwν πόλεων αυτών , όπwς εν προκειμένου, ο Νικηφόρος Γρηγοράς (13ος αι.) γράφοντας για την Σωζόπολη την χαρακτηρίζει “βαθύπλουτον και πολυάνθρωπον πόλιν Ρωμαίων”. Αυτήν την ελληνικότητα επεσήμανε και ένα πλήθος Ευρωπαίων περιηγητών, μολονότι οι κατακτητές είχαν επιβάλει αθρόους εξισλαμισμούς από το 1352 με την διείσδυση τους στα θρακικά παράλια και στον μείζονα θρακικό χώρο και την εγκατάσταση νομάδων από την Ανατολή στα τιμάρια πλούσιwν Oθωμανών Ως εκείνη την εποχή η βυζαντινή παρουσία ήταν παντού έντονη με τα κάστρα, τις μόνες, τους οικισμούς και τα κέντρα που έσφυζαν από ζωή, και που αψευδείς μάρτυρες είναι τα σωζόμενα ερείπια τους μαζί με τα ερείπια ναών στις περιοχές Έβρου, Διδυμοτείχου, τις κοντινότερες προς την Βασιλεύουσα. Θυμίζουμε μόνον εδώ την σημασία των πόλεων και των κάστρων του Διδυμοτείχου και Πυθίου για το Βυζάντιο, για τα οποία μάλιστα νεότερος βυζαντινολόγος έγραψε ότι στην Θράκη και στον Έβρο Xτυπά περισσότερο από κάθε ελληνική περιοχή, η καρδιά της Ελλάδας.

Η τουρκική εισβολή, και οι συνακόλουθες καταστροφές και λεηλασίες τwν ελληνικών πόλεwν , καθώς και η ολοκληρωτική υποταγή της Θράκης στους Τούρκους επέφερε και την διανομή της γης σε τιμάρια, ζιαμέτια, χάσια και βακούφια. Η Θράκη υπάχθηκε στο εγιαλέτι της Ρούμελης και διαιρέθηκε σε διάφορα σαντζάκια και αυτά σε καζάδες. Η αφόρητη τουρκική εξουσία συνέβαλε στην εξαφάνιση του ελληνικού στοιχείου από τα αστικά κέντρα, αλλά και στον ταυτόχρονο σχηματισμό τwν ορεινών οικισμών, φαινόμενο που παρατηρήθηκε, άλλωστε, σε όλη την υπόδουλη Ελλάδα. Κατά συνέπειαν , εξέλιπε το εμπόριο και στην θέση του εμφανίσθηκε ένα είδος ανταλλακτικού εμπορίου. Σταδιακά, όμως, άρχισε η ακμή των ελληνικών κοινοτήτων και των συμπαγών ελληνικών πληθυσμών που είχαν εκτοπισθεί από τις πατρογονικές χώρες και είχαν καταφύγει σε δασώδη και ορεινά μέρη. Εμφανίστηκαν και ορισμένα επαγγέλματα χαρακτηριστικά του Θρακικού χώρου (όπως, αλιεία, αγγειοπλαστική, σηροτροφία, ναυτιλία, υφαντική, αλωθροποιϊα, γουνοποιί'α, κτηνοτροφία, γεωργία) .

Η συρροή ελλήνων από την Ήπειρο, την Θεσσαλία, την Μακεδονία, στην Θράκη κατά την έναρξη του 17ου αι., ως αποτέλεσμα αυτό της οθωμανικής εποικιστικής πολιτικής συνέβαλε στην δημογραφική πύκνωση των έρημων περιοχών και την συνακόλουθη μετακίνηση ελληνικών πληθυσμών προς την Κωνσταντινούπολη και την Μικρά Ασία. Αρκετές, wστόσο, βυζαντινές οικογένειες εξακολούθησαν να παραμένουν στην Μεσημβρία, στην Σωζόπολη, στην Αγχίαλο και άλλαχού - μερικές, μάλιστα, και ως την μεγάλη καταστροφή του 1906 και του 1920. Τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα βυζαντινών οικογενειών ήσαν οι οικογένειες Καντακουζηνού, Δούκα, Παλαιολόγου, Λάσκαρι, Κομνηνών στις πόλεις Μήδεια, Σωζόπολις, Μεσημβρία, Αγχίαλος, Αδριανούπολις. Eνδεικτικό μάλιστα αυτής της αδιάλειπτης ελληνικής παρουσίας αποτελούν οι μονές της Σωζοπόλεως που έκρυβαν , και κρύβουν σήμερα ακόμη, ζηλοτύπως, παρά τις βουλγαρικές καταστροφές, χιλιάδες ελληνικών χειρογράφων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι μονές Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, Αγίου Νικολάου Πτωχοβοηθητού και Αγ. αναστασίας, από όπου προέρχονται πολλά χειρόγραφα ευρωπα'ϊκών βιβλιοθηκών.

Εκτός από την Βασιλεύουσα, που γνώρισε σημαντική δημογραφική ανάπτυξη το 16ο και 17ο αι., ενεφανίσθησαν και άλλα εμπορικά κέντρα: η Αδριανούπολη, η Ηράκλεια, η Ραιδεστός, η Σηλυβρία, η Αίνος, η Καλλίπολις, η Φιλιππούπολις, η Τυρολόη, η Τρίγλια, η Τσατάλτζα, η Αρκαδιούπολις, το Διδυμότειχο, η Κομοτηνή, η Γενησέα και μετά τον 18ο αι. η Ξάνθη. Παντού σε όλη την ενιαία Θράκη, οι Έλληνες ζούσαν με τις αναμνήσεις της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας, τα τραγούδια τους, τον λα'ϊκό πολιτισμό τους και προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τις άθλιες συνθήκες της δουλείας που καθημερινά γινόταν χειρότερη από τις πιέσεις των τοπικών Τούρκων αξιωματούχων και των εκμισθwτών τwν φόρων που με την μετατροπή των τιμαρίων σε τσιφλίκια είχαν ανατρέψει την όποια ισορροπία υπήρχε ως τότε μεταξύ κατακτητού και ραγιά. στην εποχή του Αλή Πασά πολλοί Ηπειρώτες αναγκάσθηκαν να αποδημήσουν προς την Ανατ. Θράκη ελπίζοντας να βρούν καλύτερες συνθήκες ζωής, αλλά φαίνεται ότι διαψεύσθηκαν οι ελπίδες τους, αφού και εδώ επικρατούσε η ληστοκρατία και οι συνεχείς επιδρομές των άτακτων Κιρτζαλήδwν του Χάσκοβο και της Ροδόπης. Oι μόνες ελπίδες που προέβαλαν για τον Ελληνισμό και φυσικά και για τους Θρακιώτες, ήσαν τα Oρλωφικά και το σχέδιο της Αικατερίνης β' για μια ελληνική εξέγερση. Η αποτυχία των ρωσικών σχεδίων ενεθάρρυνε τελικά τις ελληνικές δυνάμεις και έπεισε τους Έλληνες ότι μόνοι τους έπρεπε πλέον να αγωνισθούν με εφόδια την παράδοση, την πίστη, το σχολείο, αλλά και το παράδειγμα των νεομαρτύρων σε συνδυασμό με την καταλυτική επιρροή που είχε στις Ψυχές των υποδούλων το κήρυγμα του Κοσμά του Αιτωλού. Αυτόν τον πλούτο της θρακικής παράδοσης και τα οράματα του θρακικού λαού αποτύπωσαν στα έργα τους ο Βιζυηνός, ο Κουρτίδης, ο Αποστολίδης, ο Παπαχριστοδούλου και πολλοί άλλοι παλαιότεροι και νεότεροι Θρακιώτες λόγιοι.

Κατά τον αγώνα του 1821 στην Oδησσό σ' ένα χώρο, όπου είχαν συρρεύσει πολλοί Θρακιώτες απόδημοι, ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία, στους κόλπους της οποίας διακρίθηκαν οι Φιλιππουπολίτες αντ Κομιόπουλος και Γρηγ. Μαρασλής, οι αδελφοί Κυριάκος και Αλέξανδρος Κουμπάρη από την Μεσημβρία. Oι πιο νέοι έλαβαν μέρος στα επαναστατικά γεγονότα των ηγεμονιών , όπως λόγου χάρη στην μάχη του Δραγατσανίου ο νέος, τότε, και κατοπινός εθνικός ευεργέτης Κωνστ Ξενοκράτης, από το Σαμάκοβο, καθώς και άλλοι νέοι Θρακιώτες, πολλοί από τους οποίους ήσαν σπουδαστές των Πριγκιπικών Ακαδημιών του Βουκουρεστίου και του Ιασίου. Γνωστοί αγωνιστές στα πολεμικά πεδία ήσαν ο Αδριανουπολίτης Γ. Παπάς (Κούρτογλου) , ο Θανάσης Μπελιάς από την Κορνεοφωλιά του Έβρου, που πολέμησε αρχικά στην περιοχή του Σουφλίου και έπειτα στην Ν. Ελλάδα, όπως και ο συμπατριώτης του Γιαννακούδης και άλλοι πολλοί αγωνιστές, μερικοί από τους οποίους επέστρεψαν μετά το 1828, αφού έπραξαν το καθήκον τους προς την πατρίδα, στην γενέθλια θρακική γη.

Αλλά και μέσα στην Θράκη ταυτόχρονα σχεδόν με την Επανάσταση στον Μοριά ξέσπασαν επαναστατικά κινήματα, όπως στην Σωζόπολη, όπου οι Φιλικοί Κωνσταντινίδης και κ. Παναγιώτου βοήθησαν τους συμπατριώτες τους και τον επίσκοπό τους Παϊσιο που είχαν κηρύξει την επανάσταση στις 17 Απριλίου 1821 και που κράτησε μόνον μία εβδομάδα. Την ίδια εποχή μαρτύρησαν οι μητροπολίτες Τυρνάβου Ιωαννίκιος, ο σοφός μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Δωρόθεος Πρώιος, ο Αγχιάλου Ευγένιος Καραβίας, ο Μεσημβρίας Ιωσήφ ο πρώην Πατριάρχης Κύριλλος ΣΤ' , Αδριανουπολίτης την καταγωγή και φυσικά, οι πρόκριτοι. O ίδιος επαναστατικός αναβρασμός παρατηρήθηκε στις ελληνικές πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, στην χερσόνησο της Καλλιπόλεως, στην Αίνο, όπου κυριαρχούσε η οικογένεια του καπετάνιου Χατζή Αντωνίου Βισβίζη, στην Σαμοθράκη, όπου μάλιστα μαρτύρησαν και πέντε νέοι και προσετέθησαν, έτσι, στην χορεία των νεομαρτύρων .

Η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους συνέπεσε με την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ στην οθωμανική αυτοκρατορία που περιελάμβαναν και την προστασία των μη μουσουλμανικών μειονοτήτwν της αυτοκρατορίας.

Oι μεταρρυθμίσεις αυτές συνέβαλαν στην ανάπτυξη των αστικών κέντρων αλλά και την συνέχιση της άθλιας κατάστασης που επικρατούσε στην ύπαιθρο.

Τότε δημιουργήθηκαν και οι μεγάλες περιουσίες των Ελλήνων τσιφλικάδων που αγόραζαν τεράστιες εκτάσεις από τους Τούρκους και η παράλληλη ανάπτυξη των αστικών κέντρων με την συρροή Ελλήνων χωρικών της Θρακικής ενδοχώρας, που εξακολουθούσε να υποφέρει από τις καταπιέσεις των τοπικών αγάδων, τον κεφαλικό φόρο, την αγγαρεία, τα ληστρικά φαινόμενα τους εξισλαμισμούς και κάθε είδους βιαιοπραγίες, κατάσταση που επιδεινώθηκε κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1857).

Με την έναρξη του β' μισού του 19ου αιώνα στα προβλήματα των Θρακιωτών προσετέθη και ο βουλγαρικός εθνικισμός των βουλγάρων που ως τότε (1850) πολεμούσαν στα ορεινά του Ανατ. Ρωμυλίας και της Β. Θράκης και όσοι, λίγοι πάντως, συνοικούσαν με τους Έλληνες, συμβίωναν αρμονικά μαζί τους. Από το 1857 με τις ταραχές που δημιούργησαν οι Βούλγαροι στην Φιλιππούπολη ως την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870-1872 η κατάσταση επιδεινώθηκε σε βάρος των Θρακιωτών. Με όλες τις δυσκολίες τους όμως οι θρακιώτες δεν έλειψαν από τους εθνικούς αγώνες βοήθησαν έτσι την Κρητική Επανάσταση του 1866 με την συμμετοχή νέων πολεμιστών και με την ίδρυση μυστικών εταιρειών πράγμα που επιβάρυνε τις ήδη τεταμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις, που εκμεταλλεύθηκαν οι Βούλγαροι πετυχαίνοντας την του φιρμανίου ιδρύσεως της Εξαρχίας (10 Μαρτίου 1870). Η βουλγαρική εξέγερση του 1876 προετοίμασε το έδαφος για την προώθηση των σλαβικών συμφερόντων σε βάρος των ελληνικών και την άρνηση των ελληνικών επαρχιών της ΒΑ Θράκης στην Βουλγαρία υπό την καθοδήγηση του Ρώσου πρέσβη στην Πόλη Ιγνάτιεφ και με την ανοχή των Μ. Δυνάμεων. O ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1876-1878 με τις νίκες των ρωσικών στρατευμάτων και την κατοχή της Θράκης από τους Ρώσους υπήρξε μοιραίος για τα συμφέροντα του Θρακικού Ελληνισμού οι Ρώσοι εργάσθηκαν σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων με αποκορύφωμα την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου του 1878 και την δημιουργία της αυτόνομης επαρχίας της Ανατ. Ρωμυλίας με την συνθήκη του Βερολίνου (Ιούλ. 1878) , πού οδήγησε τελικά, με την ποικιλότροπη ρωσική βοήθεια, στην πραξικοπηματική προσάρτησή της στην Βουλγαρία τον Ιούνιο του 1886. Στο μεταξύ διάστημα είχε προηγηθεί μία χωρίς προηγούμενο καταδίωξη του Ελληνισμού της Θράκης από τους Βουλγάρους και τους Ρώσους που προωθούσαν τα δικά τους συμφέροντα για κάθοδο στο Αιγαίο και έλεγχο της Ν.Α. Ευρώπης.

Μετά το 1886 ο αφελληνισμός της Θράκης έγινε πιο συστηματικός με συλλήψεις ναών, μονών, κλείσιμο ελληνικών σχολείων και με την δημιουργία μιας δραματικής σε βάρος των Ελλήνων καταστάσεως που επιδείνωσε η ελληνοβουλγαρική διαμάχη στην Μακεδονία. Έτσι ήρθε το τραγικό έτος 1906, όταν οι Βούλγαροι επιτέθηκαν και λεηλάτησαν ελληνικά σπίτια, εκκλησίες, σχολεία, μονές στην Φιλιππούπολη, στην Βάρνα, στον Πύργο στην Αγχίαλο ο Ελληνισμός της Θράκης άντεξε ακόμη μια φορά και ήλπισε σε ένα καλύτερο αύριο. O πρώτος μεγάλος πόλεμος η ένταξη της Ελλάδος στην Εntente και της Βουλγαρίας στις Κεντρικές Αυτοκρατορίες έδωσε και το τελικό πλήγμα στον ήδη φθίνοντα ελληνισμό της Θράκης. Άλλος σταθμός στην ιστορία της Θράκης ήταν ο Θρακικός αγώνας, κατά τον οποίο Έλληνες αξιωματικοί είχαν οργανώσει τον Θρακικό Ελληνισμό ιδιαίτερα την τριετία 1903 - 1906 με εμψυχωτές τον υποπρόξενο του Δεδέαγατς 'Ιωνα Δραγούμη, τον Στυλ. Γονατά, τους μητροπολίτες και τους προκρίτους μιας εκάστης περιοχής. Η συνθήκη του Νεϊγύ έκλεισε το ιστορικό κεφάλαιο της αρχέγονης παρουσίας των Ελλήνων στην Θράκη και το 1922 υπήρξε το πιο μοιραίο έτος της νεοελληνικής ιστορίας με τον ξεριζωμό τους.

Τα δραματικά γεγονότα των τελευταίων ετών 1989-1992 άνοιξαν μια νέα ελπίδα για τον Θρακικό Ελληνισμό, που αποδείχθηκε ότι ζει και ελπίζει ακόμη στην Β. Θράκη και στην Ανατ. Ρωμυλία αφού πάνω από 200.000 Έλληνες υπολογίζεται ότι έζησαν όλα αυτά τα χρόνια των διωγμών, εκατό και πλέον χρόνια δηλαδή, στην Βουλγαρία με την σκέψη στραμμένη στην Πατρίδα που δυστυχώς, τους είχε λησμονήσει. Καιρός είναι τώρα κιόλας να βοηθήσουμε αυτά τα υπολείμματα του Ελληνισμού της Θράκης που την κατέστησαν πρώτης γραμμής πολιτισμικό και εθνολογικό κέντρο στην Αρχαιότητα, στο Βυζάντιο, στους Νεότερους Χρόνους.

Αθανάσιος κ. Καραθανάσης

Αναπληρωτής Καθηγητής Α.Π θ.