Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

THEDE KAHL, Γιά την ταυτότητα των Βλάχων

Του ΛΑΜΠΡΟΥ ΜΠΑΛΤΣΙΩΤΗ

THEDE KAHL, Για την ταυτότητα των Βλάχων. Εθνοπολιτισμικές προσεγγίσεις μιας βαλκανικής πραγματικότητας, μετάφραση Στέφανος Μπουλασίκης, Σειρά Μελετών ΚΕΜΟ, εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 371 και έγχρωμος χάρτης.

Μάλλον όλοι οι αναγνώστες αυτού του κειμένου έχουν με κάποιο τρόπο συναντήσει τους «Βλάχους». Είτε γιατί κάποιος ανακάλυψε ότι μια γιαγιά του μιλούσε βλάχικα, είτε γιατί άκουσε ότι στην περιοχή καταγωγής του «οι Βλάχοι τα έκαναν πλακάκια με τους Ιταλούς», είτε γιατί ως τουρίστας επισκέφθηκε το Μέτσοβο. Από τους υποθετικούς αυτούς τρεις αναγνώστες θα μπορούσαμε να ακούσουμε ακόμη περισσότερες απόψεις σχετικά με το τι είναι οι Βλάχοι. Ο πρώτος πιθανόν θα έλεγε ότι πρόκειται για γνήσιους Έλληνες που έχασαν τη γλώσσα τους.

Θα προσέθετε ότι η γλώσσα τους είναι λατινική αλλά δεν έχει καμία σχέση με τα ρουμάνικα. Ο δεύτερος θα απαντούσε ότι οι Βλάχοι που συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς κι έκαναν πλιάτσικο στο χωριό του είναι γνωστοί ως «Ρουμανόβλαχοι», αλλά κι αυτοί που δεν πήγαν με τους Ιταλούς, έχουν τέτοια αλληλεγγύη μεταξύ τους που κρατάνε στα χέρια τους την οικονομία της γειτονικής κωμόπολης. Ο τρίτος θα έλεγε ότι στο Μέτσοβο πληροφορήθηκε ότι οι Βλάχοι ήταν και τσοπάνοι αλλά και τραπεζίτες, ότι αυτοί έχτισαν την Ελλάδα, ότι οι πιο σπουδαίοι Έλληνες ήταν Βλάχοι και ότι μπορεί και να είναι απόγονοι Ρωμαίων στρατιωτών.

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για την πιο ευδιάκριτη γλωσσοπολιτισμική ομάδα στο δημόσιο χώρο. Σε αντίθεση με τους Αρβανίτες και τους Σλαβόφωνους, ή ακόμη τους Μικρασιάτες τουρκόφωνους, οι Βλάχοι σπάνια αποκρύπτουν την εθνοτική τους διαφορά, ασχέτως μάλιστα αν αυτή εξακολουθεί να υπάρχει ως τέτοια. Όπως είχαμε παλαιότερα αναφέρει με τον Λεωνίδα Εμπειρίκο στην Αυγή της Κυριακής, «διακρίνονται από ένα ιδιότυπο ethnic pride”.

Αν όμως κάποιος ήθελε να ελέγξει αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα αυτά που του είπαν οι τρεις υποθετικοί συνομιλητές του, τι μας λένε όσοι ασχολήθηκαν με τη γλώσσα την κοινωνία και την ταυτότητα των Βλάχων, την ιστορική τους διαδρομή τον 19ο και 20ο αιώνα, δύσκολα θα μπορούσε να εντοπίσει μια βιβλιογραφία δέκα τίτλων, έστω και άρθρων, στα ελληνικά, που να τηρούν μια στοιχειώδη επιστημονική μεθοδολογία και δεοντολογία.

Γυρνώντας στο υποθετικό μας παράδειγμα, ο πρώτος συνομιλητής μας θα μπορούσε να κλονιστεί στην πεποίθησή του για γνήσιους Έλληνες, όταν μάθαινε ότι ο αδελφός της γιαγιάς του πήγε στη Ρουμανία και ο γιος του είναι συνιδρυτής ενός εθνικιστικού ρουμάνικου κόμματος. Θα απορούσε επίσης αν άκουγε τη γιαγιά του να συνομιλεί κουτσά στραβά με έναν Ρουμάνο. Ο δεύτερος θα κλονιζόταν όταν συναντούσε κάποιον που θα του απαριθμούσε τόσο τους σημαντικούς Βλάχους ηγέτες του ΕΛΑΣ, όσο και τους φτωχούς Βλάχους που είχαν παλιά στο σωματείο οικοδόμων.

Ο τρίτος θα κλονιζόταν όταν συναντούσε κάποιον αλβανό μετανάστη, Βλάχο, ο οποίος θα περιέγραφε διεξοδικά, πόσοι σπουδαίοι Αλβανοί είναι Βλάχοι και «τεκμηρίωνε» την κοινή αρχαία καταγωγή Αλβανών και Βλάχων. Ελπίζουμε βέβαια τη συζήτηση αυτή να μην την άκουγε κανένας Βλάχος της Σερβίας ή της π.γ. Δημοκρατίας της Μακεδονίας, γιατί θα κατακεραύνωνε τον Αλβανό Βλάχο με όλους τους σπουδαίους Βλάχους Σέρβους και Μακεδόνες που έχτισαν τις δύο χώρες.

Το ατελείωτο αυτό γαϊτανάκι έρχεται να λύσει το βιβλίο του Thede Kahl. Δυστυχώς, για την ελληνική εκδοτική πραγματικότητα ένα τέτοιο βιβλίο άργησε να εκδοθεί και αποτελεί τη μοναδική γενικότερη επιστημονική μελέτη για το ζήτημα των Βλάχων στα ελληνικά. Ελάχιστα έργα ξένων έχουν μεταφραστεί, ενώ οι λίγοι Έλληνες είτε δημοσιεύουν σε άλλες γλώσσες είτε σε επιστημονικά περιοδικά δυσπρόσιτα εκτός των ειδικών ακαδημαϊκών κύκλων. Όλα τα ζητήματα ετερότητας στην Ελλάδα, ειδικά δε αυτά των γλωσσικών ομάδων, έχουν λίγο πολύ μια κοινή πορεία δημοσιεύσεων: Ο παπάς, ο δάσκαλος ή ο δικηγόρος απ' το χωριό αναλαμβάνει να «αποκαταστήσει» την ελληνικότητα και ειδικά την «αρχαιοελληνικότητα» του χώρου και των ανθρώπων σε τοπικό επίπεδο, είτε πρόκειται για ένα αρβανιτοχώρι της Κορινθίας, είτε για την τουρκόφωνη Πάφρα του Πόντου.

Στη συνέχεια, τη σκυτάλη παίρνουν διάφοροι οργανικοί διανοούμενοι ή αυτόκλητοι εθνικοί υπερασπιστές, οι οποίοι αναλαμβάνουν να αποκαταστήσουν συνολικότερα τα πράγματα, στο ίδιο πάντα μοτίβο: Πόσο Έλληνες (καταγωγικά και γονιδιακά) είναι οι Αρβανίτες και πόσο η γλώσσα τους δεν έχει σχέση με τα αλβανικά, πόσο λίγοι και παραστρατημένοι ήταν οι Βλάχοι που «παρασύρθηκαν» από τη ρουμανική προπαγάνδα, πόσο αρχαίοι Μακεδόνες είναι οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας και πόσο η γλώσσα που μιλάνε δεν είναι γλώσσα αλλά «ιδίωμα» και κράμα γλωσσών, όπως τα πομάκικα άλλωστε. Οι απόψεις αυτές μπορεί να μην έχουν καμία σχέση με την ιστορία, την γλωσσολογία ή οποία άλλη επιστήμη∙ άλλωστε τέτοιους τίτλους αρχαιοελληνικής καταγωγικής ευγένειας και ελληνικής «ιδιοπροσωπίας» πρέπει να φέρει ο καθένας για να αξίζει να είναι Έλληνας. Είναι όμως κυρίαρχες στην Ελλάδα, ως έχουσες, υποτίθεται, επιστημονικό έρεισμα.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο συγγραφέας ήρθε αντιμέτωπος με αυτή τη βαλκανική εκδοχή «εθνικής επιστήμης», δηλαδή εκείνη την επιδοτούμενη με κάθε τρόπο παραγωγή απόψεων «εθνικά ορθών» με επισημονικοφανή επικάλυψη, που εντοπίζεται ακόμη και στο ακαδημαϊκό περιβάλλον. Έτσι, η μεταφορά στο βιβλίο της περιπέτειας του συγγραφέα, όταν ανέλαβε την μετάφραση του περίφημου έργου του Gustav Weigand για τους Βλάχους, και τελικώς του «επιβλήθηκε» ο σχολιασμός του Αχιλλέα Λαζάρου, ξεπερνά το βλάχικο ζήτημα στην Ελλάδα και συνιστά την καλύτερη περιγραφή του τρόπου λειτουργίας της «εθνικής επιστήμης» (4ο κεφάλαιο του βιβλίου).

Το βιβλίο άλλωστε έχει διπλό ενδιαφέρον. Δεν μιλά μόνο για τους Βλάχους, αλλά ουσιαστικά μιλά και για τις περιπέτειες της εθνογένεσης στα Βαλκάνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά το 8ο κεφάλαιο του βιβλίου, για έναν εξισλαμισμένο οικισμό της Αλμωπίας, τη Νότια, αφού η μελέτη του Thede Kahl δεν αφορά μόνο τους Μεγλενίτες Βλάχους, αλλά και την ανταλλαγή των πληθυσμών, τις ετερόγλωσσες προσφυγικές κοινότητες στην Τουρκία, τον ρόλο της γλώσσας και του τόπου καταγωγής στη χώρα εγκατάστασης.

Το βιβλίο αποτελείται από δέκα κεφάλαια κι ένα παράρτημα. Τα εννιά κεφάλαια αποτελούν μετάφραση ξενόγλωσσων άρθρων, ενώ ένα είναι αναθεωρημένη αδημοσίευτη ανακοίνωση. Ξεκινώντας από το παράρτημα, έναν κατάλογο όλων των βλάχικων οικισμών στα Βαλκάνια, και τον σχετικό εξαιρετικό χάρτη που συνοδεύει ως ένθετο το βιβλίο, πρέπει να ομολογήσουμε ότι πρόκειται για την πληρέστερη σχετική συλλογή δεδομένων.1 Οι 53 σελίδες του παρατήματος περιέχουν χρόνια εντατικής έρευνας. Αναφέρονται οι οικισμοί με τις επίσημες και τις βλάχικες ονομασίες τους, το ποσοστό του βλάχικου πληθυσμού, η ομάδα των Βλάχων του κάθε οικισμού και μια σειρά σημαντικών πληροφοριών σχετικά με το χρόνο και το είδος των εγκαταστάσεων.

Το εισαγωγικό κεφάλαιο αναφέρεται στην ταυτότητα των Βλάχων. Περιέχει μια σύντομη αλλά ιδιαίτερα εύστοχη αναδρομή της ιστορίας των κοινοτήτων, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, ενώ ερευνάται παράλληλα και ο λόγος που αναπτύχθηκε εκ των υστέρων σχετικά με την ιστορία των κοινοτήτων. Ο συγγραφέας ανιχνεύει τις αιτίες που οδήγησαν στη σημερινή ταύτιση με τους εθνικισμούς τής κάθε χώρας όπου ζουν, τουλάχιστον ως κυρίαρχη τάση, όλων σχεδόν των κοινοτήτων των Βλάχων των Βαλκανίων. Θα ήταν ενδιαφέρουσα, πιστεύουμε, μια μεγαλύτερη ανάπτυξη των ταυτοτικών αποχρώσεων που αναφέρει ο συγγραφέας, παρόλο που η σημερινή κατάσταση των κοινοτήτων σε κάθε χώρα, όπως και της διασποράς, περιγράφεται ξεχωριστά με ιδιαίτερα εναργή τρόπο.

Το δεύτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Γλώσσα και στόχοι του πρώιμου αρμάνικου γραπτού λόγου (1731-1813)» διασκεδάζει τις κάθε λογής διαστρεβλώσεις, παρανοήσεις και ατυχείς αναπαραγωγές, σε πείσμα των πηγών και των ίδιων των κειμένων σχετικά με τη σημασία τους, τάση σχεδόν καθολική σε Ελλάδα και Ρουμανία.2 Ο συγγραφέας σημειώνει τις δύο κυρίαρχες τάσεις, που οδήγησαν στα πρώιμα αυτά κείμενα: από τη μια η καλλιέργεια της γλώσσας, από την άλλη ο εξελληνισμός των Βλάχων.

Το κεφάλαιο σχετικά με τα Ζαγοροχώρια «Εθνοτική ποικιλία-οικονομική ενότητα», αποτελεί μια παραδειγματική ανάλυση της τοπικότητας στον ύστερο οθωμανικό χώρο και του τρόπου που συγκροτείται μια κυρίαρχη ταυτότητα, υπερκεράζοντας την γλωσσοπολιτισμική. Κατανοούμε πώς η γλωσσική διαφορά αποδυναμώνεται απέναντι στην ομάδα της οποίας η γλώσσα κυριαρχεί, όχι τόσο αριθμητικά όσο ως γλώσσα της διοίκησης, της εκπαίδευσης και της οικονομικής δραστηριότητας εκτός των ορίων της κοινότητας.

Το κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Βλάχοι στην Ελλάδα: Μειονότητα ή βλαχόφωνοι Έλληνες», περιγράφει με μοναδικό τρόπο ένα τόσο σύνθετο ζήτημα, όσο η σημερινή κατάσταση των βλάχικων κοινοτήτων και η στάση τους απέναντι στη γλώσσα. Ακολουθούν δύο κεφάλαια που αναφέρονται στη δίγλωσση μουσική παράδοση των Βλάχων στην Ελλάδα και στη μουσική και χορευτική παράδοση τους σε όλη σχεδόν τη Βαλκανική. Ο συγγραφέας εξετάζει ουσιαστικά το πώς η μουσικοχορευτική παράδοση σχετίζεται και συνδιαμορφώνεται με την ταυτότητα, αλλά και τον σχετικό λόγο που αναπτύσσεται γι' αυτήν, ώστε να δικαιολογηθεί η κάθε ταυτοτική επιλογή.

Με την εθνοποιητική διαδικασία στα Βαλκάνια ασχολείται και το επόμενο κεφάλαιο, με τίτλο «Επιλογές ταυτοτήτων στους Βλάχους της Βουλγαρίας», ενώ παράλληλα μας δίνει ένα παράδειγμα εξέτασης της εξαφάνισης μιας μικρής ετερόγλωσσης κοινότητας. Τέλος, στο βιβλίο περιέχεται και το εξαιρετικά πολύτιμο κεφάλαιο «Ανοικτά ζητήματα στη μελέτη της αρμανικής [=βλαχικής] και των διαλέκτων της», το οποίο λύνει πολλές από τις ανακύπτουσες απορίες, όταν έχουμε να κάνουμε με μικρές γλώσσες που κουβαλούν πολιτική σημασία.

Αυτό που θα μπορούσε κανείς να επισημάνει ως έλλειψη του βιβλίου αφορά την πληρέστερη περιγραφή των Βλάχων της Αλβανίας, κυρίως λόγω της έντονης σημασίας που έχουν και σήμερα για την ελληνική πολιτική. Ας μην ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα ζουν περίπου 350 περίπου χιλιάδες αλβανοί υπήκοοι, που θεωρούνται από τις ελληνικές αρχές ως «ομογενείς από τη Βόρεια Ήπειρο» και απολαμβάνουν ειδικών προνομίων σε σχέση με τους άλλους μετανάστες τρίτων χωρών. Ένα σημαντικό κομμάτι τους το αποτελούν Βλάχοι, των οποίων η ελληνικότητα «αποδείχθηκε» μέσω της χρήσης της βλαχικής γλώσσας.

Μικρές επιμέρους ελλείψεις και αβλεψίες του βιβλίου οφείλονται περισσότερο στην οικονομία του χώρου. Άλλωστε αν κάτι το διακρίνει, αφορά τον τρόπο που ο συγγραφέας, κάτοχος ενός τεράστιου όγκου πληροφοριών, καταφέρνει να τις μετασχηματίζει σε γνώση, μιλώντας λίγο και απλά. Πρόκειται εν τέλει, για μια από εκείνες τις εκδόσεις που αθόρυβα προκαλούν τομή στο αντικείμενό τους.

Ο Λάμπρος Μπαλτσιώτης είναι ιστορικός

1. Ένα παρόμοιο και επίσης εξαιρετικά τεκμηριωμένο εγχείρημα, με επίκεντρο την Ελλάδα, έχει αποτολμήσει και ο Αστέριος Κουκούδης στα βιβλία του, ασχέτως των επιμέρους ενστάσεων μας για τον τρόπο που υποβαθμίζεται η σημασία των μη «ελληνόφρονων» Βλάχων στην Ελλάδα.

2. Αν εξαιρεθεί ένα άρθρο του Νικόλαου Σιώκη το 2002.

http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=463248

Βλάχοι: οι διαδρομές ενός βαλκανικού λαού, στο χώρο και το χρόνο ...-Προσωρινά αποθηκευμένη

Bλεπε και εδω:http://webcache.googleusercontent.