Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

BYZANTIO:Ο ΝΕΟΣ ΙΣΡΑΗΛ

TO BYZANTIO
ΩΣ Ο ΝΕΟΣ ΙΣΡΑΗΛ
  
   [To παρακάτω κείμενο είναι επιλογή εκτεταμένων αποσπασμάτων από διάλεξη τουDr Paul Magdalino στη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη με θέμα: «Το Βυζάντιο ως o νέος Ισραήλ» (31.03.09). Η εικονογράφηση έγινε από τη Σύνταξη της «Ελεύθερης Έρευνας».]

     Η αντίληψη, που ταύτιζε το Βυζάντιο με το Νέο Ισραήλ δεν είναι άγνωστη στους βυζαντινολόγους. Ευελπιστώ να δείξω, ότι η αντίληψη αυτή ήταν κάθε άλλο παρά επουσιώδης και ότι οι συμβολισμοί του εκλεκτού λαού του Θεού και του Νέου Ισραήλ είχαν ουσιαστική σημασία για το Βυζάντιο.

     Η προσδοκία της δημιουργίας ενός Νέου Ισραήλ έχει σαν προϋπόθεσή της την ύπαρξη του Παλαιού Ισραήλ. Κάτι τέτοιο είναι εμφανές στην Παλαιά Διαθήκη, στις προφητείες, που προσβλέπουν σε μία παλινόρθωση του βασιλείου και του Ναού της Ιερουσαλήμ από τον Μεσσία. Η προσδοκία αυτή είναι, επίσης, θεμελιώδης σε όλη τη σύλληψη και το περιεχόμενο της Καινής Διαθήκης.


O Paul Magdalino είναι καθηγητής ιστορικός βυζαντινολόγος του Πανεπιστημίου St Adrews της Σκωτίας. Τα ενδιαφέροντά του εστιάζονται κυρίως στη μελέτη της κοινωνίας, του πολιτισμού και της οικονομίας του βυζαντινού κόσμου από τον στ΄ έως τον ιγ΄ αιώνα, καθώς και οι σχέσεις του Βυζαντίου με τη Δυτική Ευρώπη.
 

     

     Απαραίτητη προϋπόθεση, ώστε οι κοινότητες των χριστιανών να θεωρήσουν τους εαυτούς τους ως Νέους Ισραηλίτες και εκλεκτούς του θεού ήταν να αποκτήσει η πρώιμη χριστιανική εκκλησία την Ισραηλιτική ταυτότητα. Το Νέο Ισραήλ των μεσαιωνικών και σύγχρονων χρόνων είχε βρει την πηγή έμπνευσής του στην πολιτική αποκλειστικότητα του ιστορικού Ισραήλ, στην ανωτερότητα του περιούσιου λαού της Βίβλου.

     Εντούτοις, προκειμένου η χριστιανική εκκλησία - ή ένα τμήμα της - να δει τον εαυτό της ως Νέο Ισραήλ έπρεπε να αποκτήσει ορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Παλαιού Ισραήλ και να βιώσει εκ νέου την εμπειρία της Παλαιάς Διαθήκης. Οι χριστιανοί θα έπρεπε να αποκτήσουν μία πολιτική ταυτότητα και μία πολιτική ιστορία. Θα έπρεπε επομένως να υπάρχει μία Γη της Επαγγελίας και μία Ιερή Πόλη. Οι προϋποθέσεις αυτές είχαν όλες εκπληρωθεί στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που σήμερα αποκαλούμε Βυζάντιο.


Κωνσταντινούπολη: Η Νέα Ιερουσαλήμ, πρωτεύουσα του Νέου Ισραήλ
    Υπάρχουν στοιχεία, που να υπαινίσσονται, ότι ο Κωνσταντίνος και οι άμεσοι διάδοχοι του συνέλαβαν την ιδέα της νέας χριστιανικής τους πρωτεύουσας, της Κωνσταντινούπολης - Νέας Ρώμης, ως μία Νέα Ιερουσαλήμ για το Νέο Ισραήλ. Ενώ όμως η Παλαιστίνη μετατρεπόταν ολοένα και περισσότερο σε Άγιο Τόπο για τους χριστιανούς χάρη στα οικοδομήματα που ανεγέρθηκαν από τον Κωνσταντίνο, η Κωνσταντινούπολη κατάφερε να γίνει κι εκείνη μία άγια πόλη με τη γοργή αύξηση των εκκλησιών, τη συσσώρευση λειψάνων αγίων και την ίδρυση αναρίθμητων μοναστηριών.


   Σύγκριση εσωτερικών χώρων μιας τυπικής συναγωγής («Μοναστηριωτών» Θεσσαλονίκης αριστερά) κι ενός ορθόδοξου ναού (δεξιά). Η ομοιότητα είναι πασιφανής.


     Γύρω στο 500 μ.Χ., ο βιογράφος του διασημότερου στυλίτη της πόλης, του Δανιήλ, περιγράφει την Κωνσταντινούπολη ως δεύτερη χριστιανική Ιερουσαλήμ. Αλλά είναι, εξίσου, προφανές, ότι σε ορισμένους υψηλά ιστάμενους κύκλους η ιερότητα της αυτοκρατορικής πόλης συσχετίζονταν με τη βιβλική πόλη της Ιερουσαλήμ. Λίγο μετά την περίοδο κατά την οποία γράφτηκε ο βίος του Δανιήλ του Στυλίτη, μία Ρωμαία αριστοκράτισσα με αυτοκρατορική καταγωγή και αμύθητα πλούτη, η Αnicia Juliana, ανέγειρε μία εκκλησία, που μιμούταν όσο καμία άλλη χριστιανική εκκλησία το Ναό του Σολομώντα (σύμφωνα με τις βιβλικές περιγραφές και ένα όραμα του Ιεζεκιήλ).


Ιουστινιανός: Ο νέος Σολομών
    Η εκκλησία αυτή έθεσε μία διττή πρόκληση στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό όταν επρόκειτο να επισκευάσει το ναό της Αγίας Σοφίας μετά την καταστροφή του το 532: τον προκαλούσε όχι μόνο να ξεπεράσει το πρόσφατο οικοδόμημα, που είχε σαφώς αυτοκρατορικές αξιώσεις, αλλά επίσης να αποδείξει ότι ο ίδιος ήταν ο αληθινός νέος Σολομών με το να δώσει στη Νέα Ιερουσαλήμ του Νέου Ισραήλ ένα Ναό, που θα υποσκελίζει όλους τους άλλους.

Ο Ιουστινιανός έπρεπε να αποδείξει, ότι ο ίδιος ήταν ο αληθινός νέος Σολομών με το να δώσει στη Νέα Ιερουσαλήμ (Κωνσταντινούπολη)
του Νέου Ισραήλ (Βυζάντιο) ένα ναό, που θα υποσκελίζει όλους τους άλλους.


 
Έμπλεως ενθουσιασμού ο νέος Σολομών, ο Ιουστινιανός, κατά την τελετή των εγκαινίων της Αγίας Σοφίας ανέκραξε: «Νενίκηκάς σε, Σολομών» κι όχι βέβαια «νενίκηκάς σε, Ικτίνε και Καλλικράτη», που θα αναφωνούσε, εάν είχε κατασκευάσει κάτι Ελληνικό. (Στο ψηφιδωτό από το νάρθηκα της Αγίας Σοφίας εικονίζεται ο Ιουστινιανός, ενώ προσφέρει το ναό στην Παναγία.)



     Η ιδέα της Κωνσταντινούπολης ως Νέας Ιερουσαλήμ αναπτύχθηκε κυρίως στη γενιά μετά τον Ιουστινιανό. Αλλά χρειάστηκε η κρίση του 7ου αιώνα για να επισπευθεί η ιδέα του Βυζαντίου ως Νέο Ισραήλ. Το ότι οι αναφορές στον περιούσιο λαό του Θεού είχαν πολιτικό περιεχόμενο για τον Ιουστινιανό Β' υπονοείται, από το ότι ονόμασε τα στρατεύματα, που στάλθηκαν ενάντια στο ισλαμικό Χαλιφάτο στα 692 «περιούσιο λαό». Την ίδια χρονιά, ο Αυτοκράτορας και οι Πατέρες, που συμμετείχαν στην Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο χρησιμοποιούσαν την έκφραση «περιούσιος λαός» σε ένα γενικό πλαίσιο ανάγνωσης της ιστορίας του Ισραήλ στην Παλαιά Διαθήκη μέσα από τη σύγχρονη εμπειρία της πολιορκημένης χριστιανικής αυτοκρατορίας.

     Αν και οι αποτυχίες του Ιουστινιανού Β', που οδήγησαν στην πτώση του από τον αυτοκρατορικό θρόνο δύο φορές, κηλίδωσαν το ιδιαίτερό του ύφος ιερής διακυβέρνησης, δεν ανέτρεψαν εντούτοις τη βασική ιδεολογία της Παλαιάς Διαθήκης, που είχε διαποτίσει την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο. Πέρα από κάθε τι άλλο, επέτειναν την πίστη ότι ο εκλεκτός λαός θα έπρεπε να ανακτήσει τη χάρη του θεού μέσω μιας αυστηρότερης προσήλωσης και υπακοής στο θείο νόμο.


Ο Μωσαϊκός Νόμος του Βυζαντίου
     Τα γεγονότα του 8ου αιώνα παρέχουν το γενικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα πρέπει να εξετάσουμε τη δυναμική μεταρρύθμιση του νόμου και της θρησκείας, που εισηγήθηκαν οι αυτοκράτορες Λέων Γ' και Κωνσταντίνος Ε'. Τότε εκδόθηκε ένα νέο εγχειρίδιο του Ρωμαϊκού Νόμου, ηΕκλογή Νόμων και, πιθανότατα, ο επονομαζόμενοςΝόμος Μωσαϊκός. Εκείνο που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι, το ότι η έννοια του νόμου στο Βυζάντιο κατά τους πρώιμους μεσαιωνικούς χρόνους όφειλε πολλά στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία επηρέασε έντονα τον αγροτικό νόμο που είναι γνωστός ως Νόμος Γεωργικός (συνήθως τοποθετείται χρονολογικά μεταξύ του 7ου και 9ουαιώνα) και του οποίου απόηχοι απαντώνται στην εισαγωγή των νομικών εγχειριδίων των αυτοκρατόρων της Μακεδόνικης δυναστείας,Εισαγωγή και Πρόχειρος Νόμος.

 Η έννοια του νόμου στο Βυζάντιο κατά τους πρώιμους μεσαιωνικούς χρόνους όφειλε πολλά στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία επηρέασε έντονα τον αγροτικό νόμο που είναι γνωστός ως Νόμος Γεωργικός (συνήθως τοποθετείται χρονολογικά μεταξύ του 7ου και 9ου αιώνα) και του οποίου απόηχοι απαντώνται στην εισαγωγή των νομικών εγχειριδίων των αυτοκρατόρων της Μακεδόνικης δυναστείας, Εισαγωγήκαι Πρόχειρος Νόμος.


 
Σύγκριση τυπικής Ελληνικής και Βυζαντινής Αρχιτεκτονικής.
Aριστερά  φαίνονται χαρακτηριστικά της Ελληνικής αρχιτεκτονικής: τρίγωνα, ευθείες γραμμές κι αετώματα (όχι καμπύλες και τρούλλοι) στην αναπαράσταση του ΒΔ τμήματος της Αγοράς των Αθηνών.
Δεξιά φαίνονται καμπύλες και τρούλλοι (κι όχι τρίγωνα κι αετώματα) σ’ ένα τυπικό χριστιανικό ναό (Παντάνασσα Μυστρά).
Ο τρούλλος –σύμβολο υποταγής στο Θεό– έχει άμεση σχέση με το Εβραϊκό καπελάκι «κιπά» (=θόλος), το οποίο φορούν όλοι οι συμμετέχοντες στην Εβραϊκή λειτουργία σε ένδειξη υποταγής στο Θεό. Την κιπά δεν χρειάζεται να την φοράει ο κάθε χριστιανός, όταν προσέρχεται στο χριστιανικό ναό, γιατί ήδη βρίσκεται κάτω από μία μεγάλη κιπά (τον τρούλλο), ο οποίος έχει ζωγραφισμένο τον υπερφυσικό παντοκράτορα. [Στην Καθολική Εκκλησία, που οι ναοί δεν έχουν τρούλους, κιπά φέρουν οι ιερείς κι ο Πάπας. (Βλ. Η Θαμμένη Ελλάδα).]


     Είναι επίσης σαφές, ότι η Εικονομαχία ήταν, αρχικά, μία πράξη συμμόρφωσης προς το Μωσαϊκό Νόμο, βασιζόμενη στην πεποίθηση, ότι οι χριστιανικές εικόνες παραβίαζαν τη δεύτερη εντολή. Η Εικονομαχία αποτελεί το όριο, μέχρι το οποίο το Βυζάντιο επιχείρησε να ταυτιστεί με το βιβλικό Ισραήλ, μέσω της μίμησης και της ανανέωσης ή της διαιώνισης του βιβλικού προτύπου. Αν και η επικράτηση των εικόνων απέρριψε την, κατά γράμμα, εφαρμογή του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης στην πραγματικότητα της χριστιανικής ζωής, δεν σταμάτησε την ιδιοποίηση των μοντέλων της Παλαιάς Διαθήκης.


Βασίλειος Α΄ο Μακεδών: Ο νέος Δαβίδ
  Η ταυτότητα και η πολιτιστική συμπεριφορά της μακεδονικής δυναστείας, που ανέλαβε την εξουσία στα 867, εμπνεύστηκαν βαθιά από την Παλαιά Διαθήκη. Ο ιδρυτής της δυναστείας, Βασίλειος Α', αν και τυχάρπαστος, κατάφερε να ανέβει στο θρόνο, αφού δολοφόνησε τον προκάτοχο και πάτρονά του, Μιχαήλ Γ'. Ο Βασίλειος και οι συνεργάτες του κατάλαβαν, ότι ο παραλληλισμός με τον Δαβίδ και τον Σαούλ πρόσφερε μια έξοχη βάση πάνω στην οποία μπορούσε να στηθεί η προπαγάνδα υπέρ του νέου αυτοκράτορα. Δικαιολόγησαν λοιπόν το σφετερισμό του θρόνου ως μία θεόσταλτη εξύψωση του Δαβίδ από την κατάσταση της πενίας, για να αντικατασταθεί ένας ηγέτης που είχε παραστρατήσει και απομακρυνθεί από το δρόμο του θεού.

     Επιπλέον, ως νέος Δαβίδ, ο Βασίλειος, προετοίμασε το γιο και διάδοχό του, Λέοντα ΣΤ', να γίνει ο νέος Σολομώντας. Ο βιβλικός ναός είχε ήδη ανεγερθεί από τον Βασίλειο Α' με τη μορφή της μεγαλοπρεπούς νέας εκκλησίας, που είχε οικοδομήσει στην άκρη του αυτοκρατορικού παλατιού. Ήταν σαφές, ότι τα λείψανα των αγίων, που γέμισε η εκκλησία, η αφιέρωση και το όνομά της υπαινίσσονταν μια στενή σχέση με την Παλαιά Διαθήκη. Και πιθανώς ο γενικότερος σκοπός της ήταν η εκπλήρωση της επιθυμίας του αυτοκράτορα να δημιουργήσει μια εκκλησία όπου οι νέο-προσυλητισθέντες Εβραίοι θα ένιωθαν σα στο σπίτι τους.




Η ταυτότητα
και η
πολιτιστική συμπεριφορά
της μακεδονικής δυναστείας,
που ανέλαβε
την εξουσία
στα 867, εμπνεύστηκαν
βαθιά
από την
Παλαιά Διαθήκη.


 
Το εξώφυλλο και η πρώτη σελίδα του επίσημου λειτουργικού βιβλίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας «Ψαλτηρίου», στο οποίο υμνείται ο Δαβίδ και τα άλλα βιβλικά πρόσωπα και υβρίζονται οι Έλληνες. (Βλ. Τα υβριστικά κατά των Ελλήνων επίσημα κείμενα της Ορθοδοξίας.)


Δαβίδ και Ιησούς του Ναυή:
Αξεπέραστα πρότυπα για τους βυζαντινούς αυτοκράτορες
  Ο Παρισινός κώδικας 510 (Ομιλίες του Γρηγορίου Ναζιανζηνού) είναι ένα από πολλά εικονογραφημένα χειρόγραφα, που φιλοτεχνήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 9ο  και 10ο  αιώνα και τα οποία είναι ως επί το πλείστον - ή εξ ολοκλήρου - αφιερωμένα σε θέματα της Παλαιάς Διαθήκης. Δύο άλλοι κώδικες, αντιπροσωπευτικά δείγματα της «Μακεδόνικης Αναγέννησης», ξεχωρίζουν για τη στενή σχέση τους με την αυτοκρατορική αυλή: το Ψαλτήρι των Παρισίων και το Ειλητάριο του Ιησού του Ναυή στο Βατικανό. Τα δύο αυτά χειρόγραφα δείχνουν ξεκάθαρα, ότι ο σημαντικός παραγγελιοδόχος τους, κατά πάσα πιθανότητα ο Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος, είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους ηγέτες του Ισραήλ, που απεικονίζονταν σ' αυτά, τον Δαβίδ και τον Ιησού του Ναυή. Ο Δαβίδ ήταν παράδειγμα σεπτής βασιλείας, καθώς επίσης και το πρότυπο του Βασιλείου Α', παππού του Κωνσταντίνου, ενώ ο Ιησούς του Ναυή αποτελούσε παράδειγμα επιτυχημένης ηγεσίας στον ιερό αγώνα για την επιστροφή των «παίδων του Ισραήλ» στη Γη της Επαγγελίας. Δεν είναι τυχαίο, το ότι όλο αυτό το ενδιαφέρον για τον Ιησού του Ναυή συμπίπτει με τον ιερό πόλεμο των Βυζαντινών για την ανάκτηση της Ανατολής.
   

Η Βυζαντινή μουσική προέρχεται κυρίως από την Εβραϊκή –και όχι την Ελληνική- μουσική. Πολλοί ύμνοι της, ιδιαίτερα των πρώτων αιώνων, είναι αμιγώς Εβραϊκής προέλευσης, διατηρή-θηκαν ατόφυοι ως τις μέρες μας και ψέλ-νονται ακόμη και σήμερα στους χριστια-νικούς ναούς. Στην εικόνα φαίνεται ένα μικρό δείγμα ύμνων –που ψέλνονται βυζαν-τινότροπα (εβραιό-τροπα) από τους ορθόδοξους ιερείς στους ναούς της Ελλάδας- από το λειτουργικό βιβλίο της Εκκλησίας της Ελ-λάδος «Ιερατικόν». (Βλ.:"...Ως νέος Ισραήλ διεσώθημεν", τελευταία γραμμή.) 
 



Η Κωνσταντινούπολη παρέμεινε Νέα Ιερουσαλήμ
ως και τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου
  Η θρησκευτική ιδεολογία, όπως και η εδαφική επέκταση, του βυζαντινού κράτους κατά το Μεσαίωνα έφτασε στο απόγειο της την εποχή της Μακεδόνικης δυναστείας, αλλά εξακολούθησε να βελτιώνεται και να αυτοπροσδιορίζεται στη διάρκεια των επόμενων αιώνων, καθώς η επίσημη ρητορική έγινε πιο περίτεχνη και πιο υπερβολική, και η βυζαντινή κοινωνία γνώρισε μία διαρκώς αυξανόμενη πρόκληση σε όλα τα επίπεδα, εξαιτίας του επεκτατισμού της λατινικής Δύσης. Η ρητορική αντιπαράθεση «τύπων» και «τόπων» της Παλαιάς Διαθήκης σε εκκλησιαστικές και δημόσιες τελετές έφτασε στο πιο μπαρόκ της σημείο κατά τον 12ο και 13ο αιώνα. Την ίδια περίοδο παρατηρούμε μιαν απερίφραστη και παρατεταμένη εξύμνηση της πόλης της Κωνσταντινούπολης ως Νέα Ιερουσαλήμ. Η αποτυχία των σταυροφόρων να καταλάβουν τους Αγίους Τόπους των χριστιανών υποχρέωσε τους Βυζαντινούς να δημιουργήσουν ένα υποκατάστατο της Ιερουσαλήμ. Αλλά ήταν η Ιερουσαλήμ των Εβραίων, η Ιερουσαλήμ της Παλαιάς Διαθήκης, που ήρθε στο νου όταν οι σταυροφόροι της τέταρτης σταυροφορίας κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη στα 1204, και την οποία έκαναν πρωτεύουσα της Λατινικής Αυτοκρατορίας. Στις διάφορες εκφράσεις αυτού του μοτίβου τιμωρίας και εξορίας, η Νέα Ιερουσαλήμ, η Γη της Επαγγελίας που εποφθαλμιούσαν οι χριστιανοί, δεν υπάρχει καμμία υπόνοια, ότι είναι η Κωνσταντινούπολη.

* * *
     Όταν η Νέα Ιερουσαλήμ-Κωνσταντινούπολη κατακτήθηκε στα 1204, και -πιο μακροχρόνια- στα 1453, αυτό έδωσε αφορμή να δημιουργηθεί μια κουλτούρα της εξορίας, η οποία δεν έχει ακόμα πλήρως εξαληφθεί.

                                                                                        Dr Paul Magdalino
                                                                                                                Bυζαντινολόγος ιστορικός
 StAndrews UniversityΣκωτία