Κυριακή 22 Απριλίου 2012

«σακουλεύτηκα»

Λεξικό Κ.Χριστοφορίδη σελ.383
ε αμυδρά
Σάκκουλας επώνυμο
Στην αργκό,τα μάγκικα,την «σακουλεύτηκα»,την άκουσα,χέστηκα καί φοβήθηκα.
Λόγω τού αιφνιδίου γεγονότος,βίαιο γεγονός με ορμή.Όποιος έχει ζήσει ανεμοστρόβιλο αντιλαμβάνεται το γεγονός,το ξαφνικό καί βίαιο ξέσπασμα πού σού κόβει την ανάσα.
Μα καί η ομοιότητα τού ανεμοστρόβιλου με τεράστιο σακί-σακούλα.
  Απαντάται καί ως επώνυμο.
σελ.376
ε αμυδρά
Σοκόλης επώνυμο
Βλέπε σόκ