Λεξικό Κ.Χριστοφορίδη σελ.23
ε αμυδρά
Βέσης επώνυμο
Κοροβέσης επώνυμο
από κόρρ=θερίζω,αυτός πού κόβει αυτιά,παλιά αρβανίτικη συνήθεια σε ανταπόδοση «ελαφριάς» προσβολής όπου κόβονταν αυτιά καί μύτη(συνήθεια καί επί τουρκοκρατίας όπου έκοβαν αυτιά στούς σκοτωμένους καί αιχμαλώτους ως απόδειξη θανάτου ή ταπείνωσης καί υπάρχει το πορτραίτο τούΔ.Καλέργη με κομμένο αυτί).Το ίδιο έγινε στο γάμο τού Πηλέα καί της Θέτιδας όπου στο γλέντι τού γάμου κάποιος Κένταυρος έβαλε χέρι στη νύφη με αποτέλεσμα οί Λαπίθες(Λάπηδες ή Λιάπηδες) να ορμήσουν πάνω του καί να τού κόψουν αυτιά καί μύτη(βλέπε μασχαλισμός).