Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

Ράφ-ράχ

Λεξικό Κ.Χριστοφορίδη σελ.354
στο ίδιο
Βλέπε τα-ράσσω.Ράσσω η Ράττω=κτυπώ κάποιον,καταρρίπτω,ρίπτω κάτι με ορμήν,πατάσσω,ωθώ.Αόριστος στη παθητική φωνή ραχθώ(-θης -θη -θώμεν -θήτε -θώσι).
Τσιάπης επώνυμο