Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Σάρακας

Λεξικό Κ.Χριστοφορίδη σελ.384
ε αμυδρά
σάρισα(;),με την μεταφορική έννοια της κατακερμάτισης τού εχθρού;Σαρώνω(βλέπε Σκόπια,σκούπα,σκόπι,σκοπιά)αλλά καί μεταφορικά «τούς σάρωσε» τούς κατανίκησε τούς κατέστρεψε ολοσχερώς. 
ΒΛΕΠΕ:Σάρακας
Shark,καρχαρίας
ΒΛΕΠΕ:Ν.Σάρος ή Σάρρος(Γιάνενα,17ος)
Σάρας επώνυμο

ΒΛΕΠΕ:Πέλλα