Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

Ντερμίρης

Λεξικό Κ.Χριστοφορίδη σελ.96
ε αμυδρά
ντερ=πόρτα(βλέπε θύρα,door=πόρτα,ντρού=ξύλο το δέντρο,δρύς) καί κατ'επέκταση το σπίτι η οικία
Βλέπε ντερμπεντέρης,ο γλεντοκόπος,αυτός πού γυρνάει από σπίτι σε σπίτι βλέπε εδώ