Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Σοκόλης

Λεξικό Κ.Χριστοφορίδη σελ.376
ε αμυδρά
Σοκόλης επώνυμο
Σοκλάς επώνυμο
Σόκολης επώνυμο
Βλέπε:«τη σακουλεύτηκα»,την «άκουσα»,φοβήθηκα δηλ.
Βλέπε σόκ
καί σαχλός