Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Τι ήταν το Σούλι και η «Σουλιώτικη Συμπολιτεία»

Γύρω στο 1550(α) πολλοί χριστιανοί που ήθελαν να αποφύγουν την κατάπίε-ση και τον αναγκαστικό εξισλαμισμό των Τούρκων, ανέβηκαν στα Κασσιώπια όρη (σε μια τοποθεσία, η οποία βρίσκεται περίπου 100 χμ. Νοτιοανατολικά από τα Γιάννενα) και ίδρυσαν εκεί το χωριό Σούλι. Το Σούλι βρίσκεται σε μια μικρή πεδιάδα, στην κορυφή ενός απότομου υψώματος, 600 μέτρα πάνω από την κοίτη του ποταμού Αχέρoντα. Ένα απότομο και πολύ επικίνδυνο μονοπάτι κατεβαίνει στο ποτάμι, ενώ πίσω του υψώνεται μια επιβλητική αλυσίδα βουνών, που ήταν η φυσική άμυνα του Σουλίου.
Με την προσέλευση πολλών κυνηγημένων από τους Τούρκους Xριστιανών,
-οι οποίοι εύρισκαν στο Σούλι καταφύγιο-, δημιουργήθηκαν άλλα τρία χωριά πάνω στους ίδιους βράχους, (που ήταν ένα είδος φυσικών Κάστρων), κιέτσι σχηματίστηκε το «τετραχώρι», που το αποτελούσαν τα χωριά : Σούλι, Σαμονίβα, Κιάφα, και Αβαρίκος.
Όταν το τετραχώρι δεν μπορούσε να χωρέσει τους καινούργιους χριστιανούς, που συνεχώς ερχότανε για να ξεφύγουν την τουρκική καταπίεση, επειδή «Κατέφυγον εις Σούλιον άπαντες οι λίθον ξηρόν αντί δούλου θανάτου ασμένως προαιρούμενοι» (β), σχηματίστηκαν άλλα εφτά χωριά στις πλαγιές και στους πρόποδες των Κασσιώπιων βουνών. Τα χωριά αυτά ήταν :
το Τσεκουράτι, το Περεχάτι, τα Βίλια, το Αλποχώρι, η Κοντάτες, η Γκιονάλα, και η Ρουσιάτσα.
Συνολικά τα έντεκα αυτά χωριά, που αποτελούσαν την «Σουλιώτικη Συμπολιτεία», είχαν πληθυσμό έξι χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους οι 2000 ήταν πολεμιστές. Από την ίδρυσή της (1550) μέχρι την εγκατάλειψη του Σουλίου (1803) η Σουλιώτικη Συμπολιτεία ήταν πάντα αυτόνομη, ανεξάρτητη και ελεύθερη.
Οι Σουλιώτες δεν ήταν μόνο ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, εν μέσω καταπιεστικής Τουρκοκρα-τίας, αλλά είχαν καταφέρει «δια των όπλων να κυριεύσουν εκ των Αγάδων Μαργαριτίου και εκ του Ισλάμ Πρόνιου της Παραμυθίας εξήκοντα έξ χωρία»(γ), τα οποία πλήρωναν σ’αυτούς φόρο υποτέλειας. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών ονομάζονταν «παρασουλιώτες».(Κάντε εδώ Κλίκ για να δείτε τον Χάρτη της περιοχής με τα 11 κυρίως Σουλιτοχώρια και τα 66 χωριά, τα οποία πλήρωναν στο Σούλι φόρο). (Να βάλουμε εδώ τον σχετικό χάρτη)
Η αρχή του Δημοσίου Δικαίου, που σκέφθηκαν μόνοι τους και εφάρμοζαν οι Σουλιώτες ήταν η παρακάτω :
«Οι τόποι τους οποίους κατέχουν οι Τούρκοι, δεν ανήκουν εις τους Τούρκους. Είναι οι τόποι των πατέρων μας. Οι πατέρες μας εστερήθησαν αυτούς δια της βίας και ημείς τα τέκνα των και οι κληρονόμοι των, έχομεν δικαίωμα να ανακτήσωμεν, δια να ζήσωμεν, ο,τι δυνάμεθα δια της δυνάμεως να ανακτήσωμεν. Ως προς τους Έλληνας και τους λοιπούς Χριστιανούς, οι οποίοι μοχθούν χάριν των Τούρκων, άς λάβουν τα όπλα μαζί με ημάς δια να ανακτήσουν την κοινήν χώρα, ή ας υποταχθούν, ώστε ημείς να μεταχειρισθώμεν αυτούς, όπως εκείνοι, οι οποίοι μας είχον αρπάσει την χώραν».
Με άλλα λόγια έδιναν οι Σουλιώτες στους εαυτούς τους το δικαίωμα να «ανακτήσουν δια της δυνάμεως» (δηλαδή με πόλεμο) όσους τόπους μπορούσαν, και ακόμα μεταχειριζόταν τους λοιπούς Έλληνες και Χριστιανούς, αυτούς που δεν έπαιρναν τα όπλα για να πολεμήσουν μαζί τους, και οι οποίοι «μοχθούσαν χάριν των Τούρκων», όπως οι Τούρκοι τους ραγιάδες τους. Τους ανάγκαζαν δηλαδή να πληρώνουν στη Σουλιώτικη Συμπολιτεία φόρους υποτέλειας. Αυτά ήταν τα έσοδα τους.
Υποσημειώσεις :
(α) Ο Χριστόφορος Περραιβός στο Βιβλίο του «Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας» που εκδόθηκε το 1803 στο Παρίσι γράφει : «. . . όθεν καθ’ όλας αυτάς τας διηγήσεις , η χρονολογία του Σουλλίου πιθανόν να μην υπερβαίνει τα δια-κόσια πεντήκοντα έτη.» (1803 - 250 = 1553). Πρέπει επομένως το Σούλι να πρωτοκατοικήθηκε γύρω στα 1550
(β) I. Λαμπρινίδης, «Ηπειρωτικά Μελετήματα».
(γ) I. Λαμπρινίδης , «Ηπειρωτικά Μελετήματα», 1880,

Προέλευση του ονόματος Σούλι και φυλετική καταγωγή των Σουλιωτών.
Για την προέλευση του ονόματος «Σούλι» υπάρχουν πολλές και αντικρουόμενες απόψεις. Σύμφωνα με τον Χριστόφορο Περραιβό, το όνομα οφείλεται σε κάποιον Τούρκαλβανό Σούλην ή Σούλιον, ο οποίος σκοτώθηκε στην τοποθεσία που βρίσκεται το Σούλι και από αυτόν πήρε το όνομα. ΄Αλλοι θέλησαν να ταυτίσουν το Σούλι με τους Σελλούς της Δωδώνης που αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα. ΄Άλλοι θεωρούν ότι η λέξη προέρχεται από τους Συλίονες που αναφέ-ρει ο Στέφανος Βυζάντιος και άλλοι από την πόλη Σόλλιον την οποία αναφέρει ο Θουκιδίδης. 
Ο Πέτρος Φουρίκης(δ) θεωρεί την ονομασία αλβανική, εκ του Σούλ, που σημαίνει σκοπιά, βίγλα, την οποία έδωσαν στον τόπο οι πρώτοι αλβανόφωνοι κάτοικοί του.
Περισσότερο πειστικός και σαφής είναι ο Ι. Λαμπρίδης ο οποίος θεωρεί το τοπωνύμιο σαν προσωπωνύμιο που αντιστοιχεί σε όνομα αρχηγού εποικιστικού γένους, «. .ηγέτου επηλύδων
ομωνύμου. Στρατιώτης και φυλάρχης πατριάς εκ της φυλής των Τσιάμιδων ήν ο Σούλης, ός σκηνώσας εν τη νυν ομωνύμω περιοχή δέδωκε κατά το σύνηθες και το όνομα αυτού εις ταύτην» (ε). Τέλος η κα.Β. Ψιμούλη γράφει στο βιβλίο της «Σούλι και Σουλιώτες» : «Θεωρώντας, συνεπώς, δομικό στοιχείο της λειτουργίας του γένους την ονομασία του ίδιου και της περιοχής εγκατάστασής του από το όνομα του ιδρυτή του, καταλήγουμε στην άποψη η οποία απόδέχεται ότι το όνομα Σούλι προέρχεται από πρόσωπο, αρχηγό γένους.
Με την επικράτηση του ονόματος του αρχηγού και του γένους του στην περιοχή, οριοθετείται ο χώρος υπέρ αυτών, εξασφαλίζοντας έτσι τις σχέσεις κατοχής και νομής της περιοχής».
Σχετικά με την φυλετική προέλευση των Σουλιωτών υπάρχουν πάλι τελείως διαφορετικές απόψεις. Κατά την γνώμη του Άγγλου Λόρδου Βύρωνα οι Σουλιώτες ήταν γνήσιοι Ελληνες, απόγονοι των αρχαίων Ηρακλειδών. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο «. .οι Σουλιώτες ήσαν κράμα Ελλήνων και εξελληνισθέντων Αλβανών». Ο Μ. Μπενέκος στο Βιβλίο του «Οι αληθινοί Σουλιώτες» (σελ. 2 - 4) αναφέρει ότι οι Σουλιώτες ήταν καθαροί αρβανίτες, οι οποίοι ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι. 
Ο Πέτρος Φουρίκης γράφει επίσης ότι « . .ακολουθούντες την γραπτήν παράδοσιν και μαρτυρίας ξένων τινών περιηγητών, πιστεύουμε ότι οι πρώτοι καταφυγόντες εις
τας κορυφάς των βουνων του Σουλίου ησαν Αλβανοί, Χριστιανοί Ορθόδοξοι, κατά πάσαν πιθανότητα Τσάμηδες. Εις την αντίληψιν ταύτην συνεπικουρεί και το γεγονός ότι όλα συλ-λήβδην τα παλαιά τοπονύμια της περιοχής, μηδ’ αυτού του Σουλίου εξαιρουμένου είναι αλβανικά. Συντρέχει επίσης εις την άποψιν ταύτην και το γεγονός ότι οι Σουλιώται εγνώριζον και μεταχειρίζοντο την αλβανικήν γλώσσαν».
Τέλος ο Ι. Λαμπρινίδης θεωρεί τον σουλιώτικο πληθυσμό κράμα μιας αρχικής ποιμενικής αλβανικής πατριάς, ήδη εγκατεστημένης στην περιοχή, στην οποία είχε δώσει και το όνομά της, και περιοίκων, αλβανοφώνων και ελληνοφώνων χριστιανών, που κατέφυγαν στο Σούλι στις αρχές του 17ου αιώνα προκειμένου να αποφύγουν οθωμανικές αυθαιρεσίες και συγγε-νικές αντεκδικήσεις(στ’).
Υποσημειώσεις :
(δ) Π. Φουρίκης. «Πόθεν το όνομα Σούλι». Ημερολόγιον Μεγάλης Ελλάδος ετ. 1922, σελ 404
(ε) Ι.Λαμπρίδης, 1971, τχ. 3 σελ. 22
(στ’) « Προς τους κατοίκους του Σούλη, πολλαχού της περιοχής αυτού κατά πατριάς εις 84 οικογεν. σκηνούντας, εχθρούς δε των εξισλαμισθέντων περιοίκων από του 1635 επισήμως κεκηρυγμένους και εκ φύσεως καλώς οχυρομένους, προσέτρεχον προς αποφυγήν βιαιοπραγιών, ή και ματαίωσιν αντιποίνων συγγενικών τιμωριών (γιάκ) και Έλληνες αλλαχόθεν. Μεταξύ δε των διαφόρων πατριών, αίτινες εκεί μετηνάστευσαν από της 4ης ιδίως δεκαετηρίδος του ΙΖ’ αιώνος μέχρι των αρχών του ΙΗ’ μνημονεύονται «η του Ζέρβα» εξ ομωνύμου της Λάκκας Λελόβου χωρίου Ζερβό, η του Δράκου εκ του παρα την Καμαρίναν χωρίου Μαρτινών, ένθα μόνη ανέκαθεν η ελληνική γλώσσα ομιλείται. Η του Τζαβέλα εκ Δραγάνης, η του Μπούσμπου εκ Κορίστιανης, η των Πασσάτων εκ Βασταβέζ, η του Δαγκλή εκ Φαναρίου κ.λ.π.».

Η Οργανωτική δομή της Σουλιώτικης Συμπολιτείας.
Η μονάδα μέτρησης του πληθυσμού στους Σουλιώτες ήταν η Οικογένεια. Όλες οι συγγενικές οικογένειες αποτελούσαν μία Φάρα, ή γένος (ζ) στα ελληνικά.
«Εκάστη φάρα πείθεται εις τον διακεκριμμένον, και σημαντικώτερον φύλαρχό της(η). Εις το Σούλλι κατώκουν τετρακόσιαι πεντήκοντα οικογένειαι, φυλαί δε αι εξής : Τζαβελλάται, Βοτζαράται, Δρακάται, Δαγκλιάται, Κουτζομικάται, Μπουτζάται, Σιάται, Καλογεράται,
Καραμπινάται, Βελιάται, Θανασάται(θ), Κασκαράται, Τοράται, Μαντζάται, Παππαγιαννάται, Βασιάται, Τοντάται, Παλαμάται, Ματάται, Μπουζμπάται.
Εις την Κιάφαν, οικογένειαι ενενήκοντα, φυλαί δε τέσσερεις : Ζερβάται, Νικάται,Φωτάται, Πανταζάται.
Εις τον Αβαρίκον οικογένειαι εξήκοντα πέντε, φυλαί τρείς : Σαλαράται, Μπουφάται, Τζιορίται.
Εις την Σαμωνίβαν, οικογένειαι πεντήκοντα φυλαί τρείς : Μπεκάται, Δαγκλιανάται, Ηράται.»
Όλες οι φάρες από το Τετραχώρι και το Εφταχώρι ήταν 45.
Την Σουλιώτικη Συμπολιτεία, που ιδρύθηκε γύρω στα 1500, την αποτελούσαν τα κύρια Σουλιτοχώρια, δηλαδή το Τετραχώρι και το Επταχώρι. Γύρω από αυτά, και κάτω από αυτά, υπήρχαν τα 66 χωριά των παρασουλιωτών περιοίκων. Το πολίτευμα της Σουλιώτικης Συμπολιτείας λειτουργούσε σύμφωνα με μια σειρά από άγραφους νόμους.
Θεμελιώδεις θεσμοί(ι) ήταν :
Η Εκκλησία του Δήμου.
Η Γερουσία.

Οι πολέμαρχοι με το πολεμικό Συμβούλιο.

Η εκκλησία του Δήμου συνεδρίαζε στον Αη-Δονάτο σε κρίσιμες περιστάσεις, όταν επρόκειτο να ληφθεί σοβαρή απόφαση για πόλεμο ή για ειρήνη.
Η Γερουσία είχε νομοθετικές δικαστικές, πολιτικές και ποινικές αρμοδιότητες, την συγκροτού-σαν οι αρχηγοί από τις 45 Φάρες.
Ο Χρ. Περραιβός γράφει σχετικά : « ουδένα νόμον γραπτόν, ούτε δικαστήριον τακτικό είχον οι Σουλλιώται, αλλά, δια την εσωτερικήν ευταξίαν, και πειθαρχίαν, όταν τις των πολιτών ήθελε πράξη τι αμάρτημα συνήρχοντο οι προεστώτες των φυλών, εξέταζον την υπόθεσιν και εξέ-διδον την απόφασιν προφορικώς, εις την οποίαν άνευ προφασιολογίας ώφειλεν ο καταδι-κασθείς να υπακούση, τουναντίον, υποχρεούτο η φυλή του να εκτελέση την απόφασιν δια της βίας.»
Δεκαμελές πολεμικό Συμβούλιο με τους αρχηγούς από τις 10 κυριότερες φάρες περιστοίχιζε τον Πολέμαρχο ο οποίος ήταν ο αρχηγός της μεγαλύτερης φάρας. Συνήθως κάποιος Τζαβέ-λας, ή κάποιος Μπότσαρης.
Οι Σουλιώτες δεν ασκούσαν κανένα επάγγελμα, εκτός από την κτηνοτροφία και τον πόλεμο, με τον οποίον προστάτευαν την ελευθερία τους και λεηλατούσαν του Αγάδες και τους Μπέϊδες της ευρύτερης περιοχής. Ο Περραιβός γράφει σχετικά. :
«. . ούτε τέχνην, ούτ’ εμπόριον μετεχειρίζετό τις εξ αυτών, το μόνον και κύριον επάγγελμά των είναι η κτηνοτροφία. Όλη η σπουδή και αφοσίωσίς των παιδιόθεν περιστρέφεται εν τοις όπλοις, τα οποία περιπατούντες, καθήμενοι, τρώγοντες και κοιμώμενοι δεν αμελούσι.»
Υποσημειώσεις :
(ζ) Σαν γένος (Clan) ορίζεται σήμερα η οργανωμένη συγγενική ομάδα της οποίας τα μέλη συνδέονται με γενεαλο-γικούς δεσμούς και εντάσσονται σ’αυτήν μονογραμμικά είτε με βάση την καταγωγή από τον πατέρα, οπότε χαρακτηρίζονται ως πατρογονικά ή αρρενογονικά, είτε με βάση την καταγωγή από την μητέρα, οπότε θεωρούνται ως μητρογραμμικά. Τα μέλη όμως μιας συγγενικής ομάδας συνιστούν γένος όταν εκτός από τους παραπάνω δύο όρους εκδηλώνουν και έναν ορισμένο βαθμό συνοχής, αλληλεγγύης και κοινής δράσης στον οικονομικό, πολιτικό ή τελετουργικό τομέα. 
Οι σουλιώτικοι συγγενικοί σχηματισμοί εμφανίζουν όλα τα χαρακτηριστικά των οργανωμένων αιματοσυγγενικών ομάδων του τύπου του γένους. Τα μέλη του σουλιωτικού γένους συνδέονται μεταξύ τους με γενεαλογικούς δεσμούς. Η ένταξυ των μελών στα γένη γίνεται με βάση την καταγωγή από τον πατέρα. Καταγωγή και διαδοχή είναι πατρογραμμικές. Με δεδομένη την αρρενογονική καταγωγή της ομάδας, πολύ ενδεικτική είναι η σημασία του αλβανικού όρου με τον οποίο αποδίδει ο Μάρκος Μπότσαρης την ελληνική λέξη προπαππους ¨= γκής(gjish) = το γένος, το σόϊ. Τα ονόματα των απογόνων επαναλαμβάνουν το όνομα του παππού, ή πατέρα, το οποίο επέχει συχνά τη θέση επωνύνου. Η συνηθεια των Σουλιωτών να χρησιμοποιούν το βαπτιστικό όνομα του πατέρα ως επίθετο γίνεται εμφανής στη Δηλοποίηση της 20ης Απριλίου 1820 της Τελεσιουργού Αστυνομίας της Κέρκυρας, όπου καταχωρούνται τα ονόματα ορισμένων καταδικασμένων σε εξορία Σουλιωτών. Τα ονόματα αυτά είναι :Γεώργιος Κιεράσσος του Κιεράσσου από το Σούλι. Χρήστος Γεώργιος του Γεωργίου από το Σούλι. κ.λ.π.
(η) Χριστόφορος Περραιβός «Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας» Αθήνα 1857.
(θ) Στη Φάρα των Θανασάτων ανήκουν οι οικογένειες των Σούλων, ή Σουλαίων.. Το όνομα της φάρας προήλθε από τον πρώτο Σούλο που τον λέγαν Θανάση κιέτσι έγιναν Θανασάτοι.
(ι) Γ.Αθανασιάδης-Νόβας στην Ομιλία του της 10.04.1957 για την 131 επέτειο της Εξόδου του
Μεσολογγίου.


http://www.souli.8m.com/history.html#Προέλευση του ονόματος Σούλι και φυλετική καταγωγή
history