Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

ΟΣΜΑΝ ΤΑΚΑ

ΟΣΜΑΝΤΑΚΑΣ Η ΣΑΜΑΝΤΑΚΑΣ 
Ιστορικό τραγούδι, της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου που αναφέρεται στον Αρβανίτη Οσμάν – Τάκα που καταδικασμένος σε θάνατο ζήτησε ως τελευταία χάρη πριν την εκτέλεσή του να χορέψει. Ο λεβέντικος χορός του συγκίνησε τον εκτελεστή του τον μπέη του Μαργαριτίου που του χάρισε τη ζωή.
Γεννήθηκε στην Κονίσπολη (πόλη στα ελληνοαλβανικά συνορα, λίγο πάνω από τη Σαγιάδα) το 1848 και εκτελέσθηκε από τουρκικό εκτελεστικό απόσπασμα το 1875. Αλβανικής καταγωγής πολέμησε με μίσος τους τούρκους σε αρκετές περιοχές της Αλβανίας με αποτέλεσμα να τον επικηρύξουν. Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι ήταν χριστιανός. Άλλωστε ,εκείνη την εποχή η Κονίσπολη είχε σημαντικό αριθμό Ελλήνων. Στους χάρτες της εποχής εκείνης η πόλη της Κονίσπολης περιγράφεται με ελληνικούς μεγάλους χαρακτήρες(γράμματα). Η παράδοση θέλει τον Οσμάν να ζήτησε πριν την εκτέλεση ως τελευταία επιθυμία να χορέψει. Ως γενναίος πολεμιστής και με την λεβέντικη αντιμετώπιση τόσο του αποσπάσματος όσο βέβαια του θανάτου, δεν άργησε να γίνει θρύλος για κάθε καταπιεσμένο. Εδώ έχουμε και ένα άλλο γεγονός που πάει να μπερδέψει λίγο τα πράγματα. Στην ίδια περιοχή υπήρξε και ένας άλλος Οσμάν Ντακο που εκτελέστηκε από τους Τούρκους, πολύ αργότερα, το 1918. Πρόκειται για συνωνυμία και αρκετοί τον μπερδεύουν με τον πρώτο.
Ανδρικός αργός, μεγαλόπρεπος, αυτοσχεδιαστικός χορός του Πρώτου. Ακολουθεί τον τρίτο ήχο σε ρυθμό τετράσημο. Χορεύεται σε όλη την Ήπειρο από ικανότατους χορευτές που έχουν τη δυνατότητα να αυτοσχεδιάσουν και να δημιουργήσουν με τη διάθεση της στιγμής.
ΟΣΜΑΝΤΑΚΑΣ

Aιντε! Οσμαντάκα, τη λεβεντιά σου να 'χα!
Τη λεβεντιά σου να 'χα! Γεια σου, Οσμάντάκα!
Αιντε! Σύ κοιμάσαι και γω νυστάζω
Σε συλλογιούμαι κι αναστενάζω.
Μαύρα μου μάτια και κοντυλογραμμένα,
Ως πότε θα κοιμόσαστε χώρια από μένα?
Ξύπνα, Οσμάντάκα!και βάλε τα τσαρούχια!
Στρίψε τη μουστάκα! Γεια σου Οσμαντάκα!
---