1880-1922
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Επιστημονική Σκέψη, τεύχος 48, Αύγουστος 1990. Αναδημοσιεύεται με ελάχιστες αλλαγές εδώ, σε ηλεκτρονική μορφή, το Μάιο του 2010.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Επιστημονική Σκέψη, τεύχος 48, Αύγουστος 1990. Αναδημοσιεύεται με ελάχιστες αλλαγές εδώ, σε ηλεκτρονική μορφή, το Μάιο του 2010.
I. Οι έλληνες ιστορικοί που ασχολήθηκαν στο παρελθόν με την αλβανική ιστορία, χωρίς να έχουν συνήθως σφαιρική αντίληψη των πραγμάτων, στάθηκαν κυρίως σε δυο επιμέρους ζητήματα: τη μεσαιωνική χώρα ως κοιτίδα των Αρβανιτών, που σταδιακά μετά το 14ο αιώνα εποίκισαν περιοχές της Ελλάδας και το βίο των Ρομιών της Νότιας Αλβανίας, που παρέμεναν εντός ορίων του αλβανικού κράτους τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα. Προσέγγισαν μάλιστα το θέμα τους, κατά κανόνα, από εθνικιστική ελληνοκεντρική ιδεολογική αφετηρία, με αναπόφευκτη συνέπεια την παραγωγή έργων πολιτικής προπαγανδιστικής σημασίας, αλλά αμφίβολης επιστημονικής αξίας.
Για να κατανοήσει κανείς τη νεότερη αλβανική ιστορία, πρέπει κατά τη γνώμη μου να λάβει υπόψη του: το ορεινό, δυσπρόσιτο, άγονο και εκτός των βασικών βαλκανικών οδικών αρτηριών των εδαφών της Αλβανίας. τον ορεσίβιο πολεμικό (αρματολό) χαρακτήρα του λαού. την κατά φάρες πατριαρχικά οργανωμένη κοινωνία. τις χριστιανικές επιδράσεις στην ιθαγενή παγανιστική κουλτούρα, του καθολικισμού στο βορρά και της ορθοδοξίας στο νότο. την πορεία του εξισλαμισμού και την παράλληλη ανάπτυξη μέσα στη χώρα ενός διαφορετικού πολιτισμού, που συνακόλουθα επέτρεπε την ένταξη τμήματος του πληθυσμού στην οθωμανική διοίκηση και το στρατό. τη διεθνή διπλωματία της εποχής ή τη σύγκρουση των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή, που ώθησε στην ανάπτυξη του εθνικού κινήματος.
Το κείμενο που ακολουθεί ασχολείται με μια σημαντική περίοδο της αλβανικής ιστορίας, αυτής της ανάπτυξης του εθνικού κινήματος (που η ελληνική βιβλιογραφία υποτιμά ή αποσιωπά) και της συγκρότησης του αλβανικού κράτους. Τα στοιχεία που παρέχονται για την ελληνική μειονότητα, αντλημένα από ελληνικές πηγές του περασμένου αιώνα, νομίζω πως επιτρέπουν μια πιο αντικειμενική προσέγγιση ενός ζητήματος που για δεκαετίες διατήρησε τεταμένες τις ελληνοαλβανικές σχέσεις.
ΙΙ. Το ισλάμ και η ορθοδοξία είναι οι κυρίαρχες ιδεολογίες στα Βαλκάνια ανάμεσα στο 14ο και το 18ο αιώνα. Το κράτος των Οσμανιδών επανένωσε τα πρώην βυζαντινά θέματα που είχαν διανεμηθεί μεταξύ Βουλγάρων, Σέρβων, Αλβανών, Βενετών, Γενουατών και Φράγκων.
Η έννοια του έθνους, όπως σήμερα γίνεται κατανοητή, ιστορικά είναι άγνωστη αυτό το διάστημα [1]. Στην οθωμανική αυτοκρατορία υπάρχουν κυρίως δυο θρησκευτικά μιλέτια. Το μιλέτι των σουνιτών μουσουλμάνων υπό την ηγεσία του σεϊχουλισλάμη και το χριστιανορθόδοξο μιλέτι με ποιμένα τον οικουμενικό πατριάρχη. Ο τελευταίος ως «αρχηγός του περηφανούς γένους των Ρωμαίων» διατηρεί το βυζαντινό σύμβολο του δικέφαλου αετού, τους τίτλους του “αυθέντη και δεσπότη” και όλα τα προνόμια των προκατόχων του [2].
Οι επίσκοποι απαλλάσονται κάθε φορολογίας και θεωρούνται μέλη της άρχουσας τάξης. Διαθέτουν δικαστική εξουσία σε ζητήματα γάμου, υιοθεσίας, κληρονομίας και διαζυγίου που αφορούν το ποίμνιο τους. Στα χέρια τους βρίσκεται επίσης η παιδεία των χριστιανικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας. Το ελληνορθόδοξο πνεύμα διατηρείται και αναπαράγεται μέσω ενός εκπαιδευτικού συστήματος που εξαπλώνεται σε όλη την επικράτεια και ελέγχεται από τον πατριάρχη [3].
Ο ισλαμισμός σαν θρησκεία, πολύ περισσότερο από τον χριστιανισμό, σημαδεύει το σύνολο της κοινωνικής και προσωπικής ζωής. Καθορίζει με λεπτομέρειες το δέον γενέσθαι. Για τους μουσουλμάνους το κοράνι δεν είναι μόνο η θεία αποκάλυψη. Μαζί με τη σούνα (το σώμα των παραδόσεων για τα έργα και τη διδασκαλία του προφήτη) αποτελούν τη βάση κάθε δικαίου.
Το κοράνι είναι ο ποινικός και πολιτικός κώδικας [7], ο οδηγός υγιεινής και καλής συμπεριφοράς, το δίκαιο του πολέμου και της ειρήνης. Για παράδειγμα ορίζει με λεπτομέρειες ό,τι αφορά τη διαθήκη, το γάμο, το διαζύγιο, την προίκα, την κηδεμονία, τον τόκο, την τύχη των ορφανών και της περιουσίας τους, την πορνεία, την μοιχεία, την παιδεραστία, τη συμπεριφορά των γυναικών, την ενδυμασία τους, την τιμωρία τους, την ελεημοσύνη, τη φιλαργυρία, τη σχέση κυρίου και υπηρέτη, την εκδίκηση κλπ. [4].
Ο σουλτάνος είναι ο αντιπρόσωπος του θεού επί της γης. Στο πρόσωπο του συνυπάρχει ο πολιτικός αρχηγός και ο μεγάλος αρχιερέας. Η ερμηνεία και η εφαρμογή του ιερού νόμου (του σεριάτ) είναι υπόθεση των ανθρώπων της γνώσης (των ουλεμάδων). Αυτοί σαν εκπαιδευτικοί (μυντερίς), νομοθέτες (μουφτήδες) και δικαστές (καδήδες) είναι οι θεματοφύλακες του σουνιτισμού.
Παράλληλα ωστόσο με το σουνιτισμό αναπτύχθηκε στην αυτοκρατορία μία σιίτικη αίρεση, ο μπεκτασισμός.
Από τα πρώτα του βήματα το ετερόδοξο μοναστικό τάγμα των μπεκτασήδων συνδέθηκε στενά με το στρατιωτικό σώμα των γενιτσάρων. Ο μπεκτασισμός αναπτύχθηκε στα Βαλκάνια, με ιδιαίτερη μάλιστα επιτυχία στην ύπαιθρο χώρα της Θράκης [5] και της Αλβανίας. Ο μαζικός εξισλαμισμός των ορθοδόξων αλβανών χωρικών, που συντελείται κυρίως το 18ο αιώνα, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στην αποτελεσματική αυτή προπαγάνδα των αιρετικών μουσουλμάνων, που διατηρούν ένα διάλογο με τους χριστιανικούς αγροτικούς πληθυσμούς.
III. Την εποχή της εξάπλωσης και σταδιακής κυριαρχίας των Οθωμανών στην Αλβανία (τέλη 14ου – αρχές 15ου αιώνα) η χώρα βρίσκεται χωρισμένη σε δύο πολιτισμικές – θρησκευτικές ζώνες: το λατινικό - καθολικό βορρά και το βυζαντινό – ορθόδοξο νότο.
Εκείνα τα χρόνια χιλιάδες Αλβανοί μεταναστεύουν στην Ιταλία. Ένα άλλο κύμα κατευθύνεται στο νότιο άκρο της Βαλκανικής. Πρόκειται για τον αρβανίτικο εποικισμό της μισοερημωμένης μεσαιωνικής Ελλάδας [6]. Αλβανοί (Αρβανίτες) και Ρομιοί (Ρωμιοί ή Γραικοί / Γρεκοί) θα συνυπάρξουν ειρηνικά από το Μόρια ως τη Δρόπολη για εκατοντάδες χρόνια.
Ο εξισλαμισμός της Αλβανίας προχωράει με εξαιρετικά βραδείς ρυθμούς. Γύρω στο 1530 μόνο το 5,5% των νοικοκυριών είναι μωαμεθανικά στο σαντζάκια του Ελμπασάν και το 4,5% στο σαντζάκι της Σκόδρας [7].
Οι πατριαρχικά οργανωμένοι σε φάρες ορεσίβιοι αρματολοί Αλβανοί αρχίζουν να προσχωρούν μαζικά στο ισλάμ πολύ αργότερα. Είναι το αναγκαίο βήμα για να σταδιοδρομήσουν σαν επαγγελματίες πολεμιστές στις τάξεις του αυτοκρατορικού στρατού.
Ο τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή που περνάει το 1670 από τις πόλεις Αργυρόκαστρο, Τεπελένι, Πρεμετή, Μπεράτι, Αυλώνα, Δυρράχιο και Ελμπασάν, σημειώνει ότι η προσχώρηση των χριστιανικών πληθυσμών στον μωαμεθανισμό είναι πρόσφατη. Ο εξισλαμισμός των Τόσκηδων και των Λιάπηδων στη διοίκηση Μπερατίου συνεχίζεται στα χρόνια του Αλβανού Αλή Πασά που υποστηρίζει θερμά το μπεκτασισμό.
Μια εικόνα για την πρόοδο του εξισλαμισμού στην Αλβανία δίνει ένα χειρόγραφο του έτους 1833, γραμμένο του Κοσμά Θεσπρωτού: Στις περιοχές Σκράπαρι, Δεσνίτζα, Τοσκιρία, Μαλακάστρα, Τομαρίτσα, Πεκίντι, το σύνολο του πληθυσμού είναι πιστό στο ισλάμ. Οι περισσότεροι κάτοικοι στις περιφέρειες Κολόνια, Νταγκλί, Κοριτσά, Γκόρα Μόκρα, Ελπασάν, Καβάγια, Τίρανα, είναι μουσουλμάνοι. το ήμισυ επίσης της Σκόδρας, της Μουζακιάς, του Μπερατίου και του Όπαρι [8].
IV. Τα πρώτα σπέρματα του αλβανικού εθνισμού βρίσκονται στην πνευματική κίνηση, στα μέσα του 19ου αιώνα, των Ν. Βεκιλχάρτζη, Κ. Χριστοφίδη, Β. Ντορβά, Θ. Μίτο (και άλλων) για τη δημιουργία αλβανικού αλφάβητου, την ίδρυση αλβανικών σχολείων στις αλβανόφωνες περιοχές της αυτοκρατορίας και τη διάσωση της πολιτισμικής κληρονομιάς. Η κίνηση αυτή προετοιμάζει το έδαφος για τη συγκρότηση της Λίγκας της Πρισρένης. Η τελευταία αποτελεί την αλβανική αντίδραση μπροστά στον κίνδυνο εφαρμογής των όρων της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878) που προβλέπει το διαμελισμό της Αλβανίας ανάμεσα στο Μαυροβούνιο, τη Σερβία και τη Βουλγαρία. Η Λίγκα της Πρισρένης ζητάει την ένωση των αλβανόφωνων περιοχών σε ένα βιλαέτι, σύσταση αλβανικής εθνικής συνέλευσης και παιδεία στην αλβανική γλώσσα. Η ριζοσπαστική πτέρυγα με εκπρόσωπο τον Αβδούλ Φράσερι προτείνει το σχηματισμό μιας αυτόνομης κυβέρνησης, στην οποία μόνο ο πρόεδρος θα είναι επιλογή του σουλτάνου.
Το 1880 η Λίγκα της Πρισρένης μετονομάζεται σε προσωρινή αλβανική κυβέρνηση και συγκρούεται στρατιωτικά με τις οθωμανικές δυνάμεις που καταστέλλουν το κίνημα, το Μάιο του 1881. Οκτώ χρόνια αργότερα μια νέα Λίγκα, της Πέγια, με επικεφαλής τον Χατζή Μουλά Ζέκα, υποστηρίζει ένα πρόγραμμα περιορισμένων μεταρρυθμίσεων.
Την περίοδο του «μακεδονικού αγώνα» ο καθηγητής Μπ. Τοπούλι δημιουργεί στο Μοναστήρι μια παράνομη επιτροπή για την απελευθέρωση της Αλβανίας. Εξοπλίζει μια τσέτα και βγαίνει αντάρτης στο βουνό. Ο φόνος του διοικητή χωροφυλακής Αργυρόκαστρου και η μάχη στο Μασκουλάρι, είναι οι κορυφαίες στιγμές δράσης αυτού του σώματος.
Οι Νεότουρκοι περιλαμβάνουν στις γραμμές τους αρκετούς αλβανούς αξιωματικούς και διανοουμένους, όπως ο Ι. Κεμάλ και ο Ι. Τέμο. Με την παραχώρηση του συντάγματος τον Ιούλιο του 1908 ιδρύονται σε πολλές πόλεις αλβανικές λέσχες [9]. Σε συνέδριο των αντιπροσώπων τους, το Νοέμβριο του ίδιου έτους, εγκρίνεται το αλβανικό αλφάβητο με λατινικούς χαρακτήρες και όχι αραβικούς όπως επιθυμούσε ο ισλαμικός κλήρος και η Πύλη.
Τη διετία 1910-1912 το αντιοθωμανικό κίνημα των Αλβανών να πάρει τη μορφή ένοπλων εξεγέρσεων με βασικά αιτήματα τη μείωση των φόρων, την τοποθέτηση αυτοχθόνων διοικητικών υπαλλήλων και την ελεύθερη οπλοφορία [10].
Η εξέγερση το Μάρτιο του 1910 στην Πρίστινα – Πέγια, το Μάρτιο του 1911 στη Μεγάλη Μαλεσία, τον Απρίλιο του 1912 στα βουνά της Γιάκοβα, στη συνέχεια σε όλο το Κόσοβο και τη Σκόρδα και τον Αύγουστο του 1912 η κατάληψη των Σκοπίων και η επίθεση των αλβανών επαναστατών εναντίον του Δυρραχίου, της Κρούγια, του Φιέρι και της Πρεμετής, οδηγούν τελικά στη συμφωνία των Σκοπίων, μεταξύ της κυβέρνησης και των εξεγερμένων. Με αυτή, λίγο πριν από το ξέσπασμα του πρώτου βαλκανικού πολέμου, οι Αλβανοί αποκτούν το δικαίωμα να εκλέγουν συμπατριώτες τους για υπαλλήλους της διοίκησης, να γίνεται στα αλβανικά η διδασκαλία στα σχολεία, να ιδρύουν αλβανικά λύκεια και γεωργικές σχολές, να κατέχουν όπλα όπως και στο παρελθόν, να τύχουν γενικής αμνηστίας οι επαναστάτες και να αποζημιωθούν εκείνοι που τα σπίτια τους καταστράφηκαν από το στρατό [11].
Η Αλβανία της παραμονές της μεγάλης βαλκανικής σύγκρουσης θεωρείται υποψήφια λεία από πολλούς, Η Αυστρία επιθυμεί τη δημιουργία ενός μικρού ανεξάρτητου αλβανικού κράτους, πιστού συμμάχου της και φράκτη στις σερβικές επιδιώξεις για έξοδο στην Αδριατική. Η Ιταλία θέλει την Αλβανία προτεκτοράτο της. Το Μαυροβούνιο εποφθαλμιά την περιφέρεια της Σκόδρας. η Σερβία τα σαντζάκια Μοναστηρίου, Σκοπίων, Πρισρένης, Δυρραχίου και Ελμπασάν. η Ελλάδα τα σαντζάκια Ιωαννίνων, Αργυροκάστρου και Κορυτσάς. Το νεαρό εθνικό αλβανικό κίνημα βρίσκεται αντιμέτωπο τόσο με τις επεκτατικές βλέψεις των όμορων κρατών. όσο και με τους φιλοοθωμανούς αλβανούς γαιοκτήμονες, αυτοκρατορικούς υπαλλήλους και ένστολους που αποτελούν μαζί με το ισλαμικό κλήρο τους ιθαγενείς συμμάχους της Πύλης.
Η ήττα των Οθωμανών στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο οδηγεί στην τριπλή κατοχή της Αλβανίας από τα μαυροβούνια, σερβικά και ελληνικά στρατεύματα. Η μόνη «ανεξάρτητη» αλβανική περιοχή είναι η περιφέρεια της Αυλώνας (Βλόρα), όπου «ελέγχεται» από τις 28 Νοεμβρίου 1912 από την πρώτη προσωρινή αλβανική κυβέρνηση του Ισμαήλ Κεμάλ Μπέη. Οι έξι μεγάλες δυνάμεις της εποχής (Αυστροουγγαρία, Ιταλία, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία και Ρωσία) αποφασίζουν καταρχάς στη διάσκεψη του Λονδίνου, στις 27 Δεκεμβρίου 1912, τη δημιουργία ενός αυτόνομου, υπό οθωμανική επικυριαρχία, αλβανικού κράτους και στη συνέχεια, στις 29 Ιουλίου 1913, προχωρούν με το πρωτόκολλο του Λονδίνου στη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αλβανίας, με τη μορφή ηγεμονίας κάτω από την προστασία των έξι.
Οι ελληνικές διεκδικήσεις στα νότια διαμερίσματα της Αλβανίας περιλαμβάνουν τις υπό στρατιωτική κατοχή πόλεις Κορυτσά, Λεσκοβίκι, Πρεμετή, Αργυρόκαστρο, Τεπελένι, Δελβίνο, Αγίους Σαράντα, Χειμάρα. Πρόκειται για μια ζώνη όπου πλειοψηφεί το ορθόδοξο πατριαρχικό στοιχείο έναντι του ισλαμικού. Το μεγαλύτερο μέρος ωστόσο αυτών των ορθόδοξων πληθυσμών είναι αλβανόφωνο. Οι Ρομιοί που ζουν σε αυτούς τους καζάδες βρίσκονται συγκεντρωμένοι στα χωριά νότια της Πρεμετής και του Αργυροκάστρου [12].
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1913 οι έξι επέδωσαν στην ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση περί των νοτίων και νοτιοανατολικών συνόρων της Αλβανίας. Σύμφωνα με αυτή η διεθνής επιτροπή που θα χαράξει την οροθετική γραμμή θα λάβει υπόψη τη γεωγραφία της περιοχής και τη μητρική γλώσσα του πληθυσμού. Για τους βλάχικους πληθυσμούς και τις εγγυήσεις προς αυτούς, προέβλεπε συνεννόηση μεταξύ του ρουμάνου και του έλληνα πρωθυπουργού.
Το μέλλον των Βλάχων είχε τεθεί προς συζήτηση από το ρουμάνο αντιπρόσωπο στις 26 Μαρτίου 1913. Ο τελευταίος ζητούσε την ενσωμάτωση 36 βλάχικων κοινοτήτων του Γράμμου [13] και της Κορυτσάς στην Αλβανία και την παραχώρηση καθεστώτος αυτονομίας. Στο αίτημα αυτό και για να παραμείνουν τα βλαχοχώρια στην Ελλάδα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος παρέχει στις 10 Αυγούστου 1913 με επίσημη ανακοίνωση προς το ρουμάνο πρωθυπουργό Τάκε Μαγιορέσκο διαβεβαίωση ότι «η Ελλάς συγκατατίθεται να παράσχει αυτονομίαν εις τας των Κουτσοβλάχων σχολάς και εκκλησίας τας ευρισκομένας εν ταις μελλούσαις ελληνικαίς κτήσεσι και να επιτρέψει την σύστασιν επισκοπής διά τους Κουτσοβλάχους τούτους, της ρουμανικής κυβερνήσεως δυναμένης να επιχορηγεί υπό την επίβλεψιν της ελληνικής κυβερνήσεως τα ειρημένα ενεστώτα ή μέλλοντα θρησκευτικά και εκπαιδευτικά καθιδρύματα» [14].
Στις 17 Δεκεμβρίου 1913 η επιτροπή εκδίδει την απόφαση που έμεινε γνωστή ως Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας [15]. Στο πρωτόκολλο καθορίζονται λεπτομερώς τα αλβανοελληνικά σύνορα. Στο έδαφος της Αλβανίας παραμένουν 100 περίπου ρομέικα χωριά και στην Ελλάδα οι Αλβανοί της Τσαμουριάς (Θεσπρωτίας) [16].
Στις 7 Μαρτίου 1914 αποβιβάζεται στο Δυρράχιο (Durrës) ο κατ’ επιλογή των έξι δυνάμεων ηγεμόνας της Αλβανίας γερμανός πρίγκιπας Γουλιέλμος ντε Βιντ. Σχηματίζει αμέσως την οριστική κυβέρνηση με προεξέχοντα πρόσωπα τον Τουρχάν Πασά Πρεμετή (πρόεδρο) και τον Εσάτ Πασά Τοπτάνι (υπουργό Πολέμου και Εσωτερικών). Πρώτο μέλημα της κυβέρνησης είναι η εξάπλωση της κυριαρχίας της σε όλη την Αλβανία και κυρίως στο νότο, όπου μειονοτικοί Έλληνες και ελληνικός στρατός βρίσκονται αντιμέτωποί της.
Οι πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων έχουν επιδώσει από τις 13 Φεβρουαρίου διακοίνωση στην ελληνική κυβέρνηση με την οποία εκβιάζουν ότι η οριστική απονομή των νησιών του Αιγαίου στην Ελλάδα θα πραγματοποιηθεί μετά την εκκένωση των εδαφών που παραχωρήθηκαν στην Αλβανία από τα ελληνικά στρατεύματα. Ζητούν επίσης από την κυβέρνηση Βενιζέλου να μην υποστηρίξει και ενθαρρύνει άμεσα ή έμμεσα την αντίσταση των μειονοτικών Ελλήνων στην αλβανική εξουσία. Ο Βενιζέλος αποδέχεται τους όρους και διατάζει το στρατό να αποσυρθεί στα ελληνικά σύνορα. Στις 17 Φεβρουαρίου όμως ξεσπά εξέγερση και η σημαία της Αυτονόμου Ηπείρου υψώνεται στο Αργυρόκαστρο. Η προσωρινή κυβέρνηση των αυτονομιστών αποτελείται από τον πρώην υπουργό των Εξωτερικών της Ελλάδας Γεώργιο Ζωγράφο (πρόεδρο) και τους μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, Κορυτσάς Γερμανό και Βελάς-Κόνιτσας Σπυρίδωνα.
Ο αγώνας της προσωρινής κυβέρνησης της Αυτονόμου Ηπείρου κατά των τακτικών και ατάκτων αλβανικών σωμάτων, με αίτημα την παραχώρηση αυτονομίας, θα μείνει γνωστός στην ελληνική ιστορία ως βορειοηπειρωτικός αγώνας [17]. Πρόκειται για ένα αγώνα περιορισμένου στρατιωτικά χαρακτήρα, που αποσκοπούσε να ενισχύσει κυρίως τη θέση της ελληνικής πλευράς στο διπλωματικό πεδίο. Πράγματι στις 17 Μαΐου 1914 οι αντιπρόσωποι των αυτονομιστών, της κυβέρνησης του Βιντ και της διεθνούς επιτροπής ελέγχου, υπογράφουν το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας. Σύμφωνα με αυτό, οι επαρχίες Αργυροκάστρου και Κορυτσάς αποκτούσαν καθεστώς εκκλησιαστικής, σχολικής και κοινοτικής αυτονομίας. Η συμφωνία της Κέρκυρας έμεινε ωστόσο στα χαρτιά, γιατί λίγο αργότερα ο ελληνικός στρατός ανακαταλαμβάνει τις διεκδικούμενες περιοχές, με αφορμή την αλβανική εξέγερση κατά του ηγεμόνα Βιντ.
Ο Γουλιέλμος Βιντ εγκαταλείπει την Αλβανία στις 6 Σεπτεμβρίου 1914 χωρίς να κατορθώσει, κατά το σύντομο χρονικό διάστημα που παρέμεινε στη χώρα, να την κυβερνήσει [18]. Ο Βενιζέλος επωφελείται του γεγονότος και ανακοινώνει στις 14 Οκτωβρίου την ανακατάληψη της Πρεμετής και του Αργυροκάστρου από τον ελληνικό στρατό. Στις 25 Δεκεμβρίου οι Ιταλοί αποβιβάζονται στη Βλόρα (Αυλώνα). Η Αυστροουγγαρία μετά την επίθεση της από την Ιταλία (23 Μαΐου 1915) προελαύνει στη Βόρεια Αλβανία για να ενισχύσει το διπλό μέτωπο της κατά των Σέρβων και των Ιταλών. Στις αρχές του 1916 βορειοηπειρώτες αντιπρόσωποι γίνονται δεκτοί στην ελληνική βουλή και το Μάρτιο του ίδιου χρόνου ο βασιλιάς Κωνσταντίνος υπογράφει την ενσωμάτωση της Βορείας Ηπείρου στο Ελληνικό Βασίλειο.
Η Ιταλία ωστόσο, εκμεταλλευόμενη την ελληνική ουδετερότητα στον πόλεμο, διώχνει σταδιακά τον ελληνικό στρατό από τις θέσεις που κατέχει. Οι Ιταλοί καταλαμβάνουν με τη σειρά τα χωριά: Καλαράτες, Πυλιούρι, Δρυμάδες, Βουνό, Χειμάρα, Κούτσι, Πρεμετή (Αύγουστος 1916). Κηπουριό, Δραγόνι, Άγιοι Σαράντα (Σεπτέμβριος). την πόλη Αργυρόκαστρο και τα χωριά Γεωργουσάδες, Κακαβιά, Λεσκοβίκι (Οκτώβριος). Οι Γάλλοι παράλληλα προχωρούν στην κατοχή της Κορυτσάς (22 Οκτωβρίου 1916). Η προέλαση του ιταλικού στρατού προς νότο οδηγεί στην κατάληψη των Φιλιατών (7 Απριλίου 1917) και Μετσόβου, Παραμυθιάς, Ιωαννίνων (8-9 Ιουνίου) [19].
Έτσι η Αλβανία παραμένει υπό κατοχή, μοιρασμένη μεταξύ Αυστροουγγαρίας και ιταλο-γαλλικών δυνάμεων, μέχρι το τέλος των εχθροπραξιών (11 Νοεμβρίου 1918). Ο διπλωματικός αγώνας που ακολουθεί στη συνέχεια για τη διανομή της πολεμικής λείας απειλεί την ίδια την ανεξαρτησία της Αλβανίας. Οι νικητές, Ιταλοί, Σέρβοι και Έλληνες, επιθυμούν εδαφικά οφέλη. Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και η μυστική ιταλο-ελληνική μυστική συμφωνία Βενιζέλου – Τιτόνι (29 Ιουλίου 1919), που δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Την υπεράσπιση των αλβανικών θέσεων αναλαμβάνει η αλβανική κυβέρνηση που εκλέγεται από αντιπροσώπους στη Λούσνια στις 21 Ιανουαρίου 1920. Έδρα της κυβέρνησης ορίζονται τα Τίρανα, πρόεδρος ο νεότουρκος Σουλεϊμάν Μπέη Ντελβίνα και σύμβουλοι αντιβασιλείας ο μπεκτασής Ακίφ Πασά, ο καθολικός Λ. Μπούμτσι, ο εκ Κορυτσάς ορθόδοξος Μ. Τουρτούλι και ο σουνίτης Αβδί Μπέη Τοπτάνι [20]. Στις 22 Αυγούστου υπογράφεται το ιταλο-αλβανικό Πρωτόκολλο των Τιράνων που υποχρεώνει την Ιταλία να αποσύρει το στρατό της στις 3 Σεπτεμβρίου 1920.
Στις 9 Νοεμβρίου συγκαλείται στο Παρίσι η συνδιάσκεψη των πρεσβευτών της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας που επιβεβαιώνει την ανεξαρτησία της Αλβανίας, αναγνωρίζει την αλβανική κυβέρνηση και αποφασίζει για τα σύνορα της χώρας. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, την οποία η Αλβανία αποδέχεται επίσημα στις 17 Φεβρουαρίου 1922, η Ιταλία αποκτά την κηδεμονία του κράτους, η Γιουγκοσλαβία κρατάει την αλβανική περιοχή του Κοσόβου και της βορειοδυτικής Μακεδονίας, ενώ η Ελλάδα χάνει οριστικά τα εκατό ορθόδοξα ρομέικα χωριά της Νότιας Αλβανίας, αρκούμενη στις αλβανικές διαβεβαιώσεις για το σεβασμό των γλωσσικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων των σαράντα περίπου χιλιάδων κατοίκων τους [21].
------
1. Δημήτρη Λιθοξόου, Μια άλλη προσέγγιση του μακεδονικού ζητήματος, περιοδικό ΛΕΒΙΑΘΑΝ, τεύχος 4, Αθήνα 1989.
2. Δημήτρη Κιτσίκη, Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 1280 – 1924, ΕΣΤΙΑ, Αθήνα 1989, σελ. 104-108.
3. Charles Frazee, Ορθόδοξος εκκλησία και ελληνική ανεξαρτησία 1821 – 1852, ΔΟΜΟΣ, Αθήνα 1987, σελ. 14-17.
4. Βλαδίμηρου Μιρμίρογλου, Οι δερβίσσαι, ΕΚΑΤΗ, Αθήνα 1989.
5. Ευστρατίου Ζεγκίνη, Ο μπεκτασισμός στη Δ. Θράκη – συμβολή στην ιστορία της διαδόσεως του μουσουλμανισμού στον ελλαδικό χώρο, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1988.
6. Από τα νεότερα έργα πάνω στο ζήτημα του αρβανίτικου εποικισμού βλ. κυρίως Βασίλη Παναγιωτόπουλου, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος – 18ος αιώνας, Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής τράπεζας, Αθήνα 1985, σελ. 59-85.
7. Νικολάι Τοντόροφ, Η βαλκανική πόλη 15ος – 19ος αιώνας, ΘΕΜΕΛΙΟΙ, Αθήνα 1986, σελ. 88.
8. Κοσμά Θεσπρωτού και Αθανασίου Ψαλίδα, Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου, ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ, Ιωάννινα 1964, σελ. 8-33.
9. Ελευθερίας Νικολαΐδου, Ξένες προπαγάνδες και εθνική αλβανική κίνηση στις μητροπολιτικές επαρχίες Δυρραχίου και Βελεγράδων κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, ΙΜΙΑΧ, Ιωάννινα 1978. και της ίδιας Η αλβανική κίνηση στο βιλαέτι Ιωαννίνων και η συμβολή των λεσχών στην ανάπτυξη της (1908-1912), ΙΜΙΑΧ, Ιωάννινα 1984.
10. Για την ανάπτυξη του αλβανικού εθνικού κινήματος βλ. το έργο των S. Pollo – A. Putto, Ιστορία της Αλβανίας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, Θεσσαλονίκη, χωρίς χρονολογία έκδοσης, σελ. 145-205.
11. Νικολάου Βλάχου, Ιστορία των κρατών της χερσονήσου του Αίμου 1908-1914, ΟΕΣΒ, Αθήνα 1954, σελ. 357.
12. Κατά τον Αθανάσιο Ψαλίδα: «Η Κορυτζά ή Γκιόρτζα, κωμόπολις με 800 σπίτια, τα ήμισυ μωαμετάνοι και τα ήμισυ χριστιανοί… όλοι οι κάτοικοι Αλβανοί και άλλην γλώσσαν δεν ηξεύρουν. Και η πόλις του Αργυροκάστρου… περιέχει ως 2500 σπίτια εξ ων τα 300 σχεδόν Χριστιανοί, τα δε λοιπά Τούρκοι. Και Χριστιανοί και Τούρκοι είναι Αλβανοί». Βλ. Κοσμά Θεσπρωτού και Αθανασίου Ψαλίδα…, σελ. 14. 66. Τον αλβανικό χαρακτήρα των δύο πόλεων μαρτυρεί και ο Παναγιώτης Αραβαντινός: «Γκιόρτζα ή Κορυτζά, πόλις της Μακεδονίας οικουμένη ήδη υπό 2000 οικογενειών των πλειόνων χριστιανών αλβανικής φυλής». Και για το Αργυρόκαστρο σημειώνει ότι «οικείται ήδη η πόλις αύτη υπό 2000 περίπου οθωμανικών οικογενειών, των πλείστων αλβανικής φυλής, πλουσίων και επιχειρηματιών… και υπό 200 χριστιανικών μικρεμπόρων και τεχνιτών», Π. Α. Π. , Χρονογραφία της Ηπείρου, Αθήναι 1856, τόμος Β’, σελ. 18. 41. Ο ίδιος ο Αραβαντινός συμπληρώνει αλλού για την Κορυτσά: «Ο πληθυσμός αυτής αναβαίνει εν τη εποχή ταύτη εις είκοσι χιλιάδας ψυχών, ων το δεκατημόριον μόλις πρεσβεύει τον μωαμεθανισμόν. Αλβανικής επί το πλείστον φυλής όντες οι ένοικοι, την αλβανικήν γλώσσαν λαλούσιν ως μητρικήν, την δε ελληνικήν κατά το μάλλον ή ήττον γνωρίζουσι και λαλούσιν οι άνδρες γενικώς». Για το Αργυρόκαστρο δε γράφει ότι «ενοικείται υπό 2300 οικογενειών αλβανικής φυλής, ων πλείστοι εισί μωαμεθανοί ανδρείοι και βαθύπλουτοι». Βλ. Παναγιώτη Αραβαντινού, Περιγραφή της Ηπείρου» ΕΠΜ, Ιωάννινα 1984, τόμος Α’, σελ. 52, 114.
13. Για τους βλάχικους πληθυσμούς της Πίνδου βλ. A. Wace – M. Thompson, Οι νομάδες των Βαλκανίων, εκδόσεις ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, Θεσσαλονίκη 1989 και Κώστα Κρυστάλλη, Οι Βλάχοι της Πίνδου, Αθήναι 1952.
14. Ευάγγελου Αβέρωφ, Η πολιτική πλευρά του κουτσοβλαχικού ζητήματος, Αθήναι 1948, σελ. 66.
15. Το κείμενο του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας υπάρχει στο βιβλίο του Γ. Παπαδόπουλου, Η εθνική ελληνική μειονότης εις την Αλβανίαν και το σχολικόν αυτής ζήτημα, ΙΒΕ, Ιωάννινα 1981, σελ. 31-32.
16. Οι διεκδικήσεις του αλβανικού εθνικού κινήματος έφταναν μέχρι και τις πόλεις Παραμυθιά, Ιωάννινα, Μέτσοβο, Κόνιτσα. Βλ. B. Kondis, Greece and Albania 1908-1914, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 97 και G. Castellan, L’ Albanie, Paris 1980, σελ. 22. Ο αριθμός των μουσουλμάνων Αλβανών της Τσαμουριάς ήταν μεταξύ 17 και 25 χιλιάδες σύμφωνα με τις ελληνικές και τις αλβανικές στατιστικές. Βλ. Δημήτρη Μιχαλόπουλου, Σχέσεις Ελλάδας και Αλβανίας 1923-1928, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, χωρίς χρονολογία, σελ. 18-19.
17. Η ελληνική άποψη για το βορειοηπειρωτικό αγώνα έχει παρουσιαστεί εξαντλητικά σε δεκάδες βιβλία και άρθρα. Βλ. ενδεικτικά: Ηλία Κώνστα, Το βορειοηπειρωτικόν ζήτημα, Αθήναι 1951. Αποστ. Παπαθεοδώρου, Ο αυτονομιακός αγώνας της Βορείας Ηπείρου (1914), Αθήνα 1958 και Η συμβολή της σπουδαζούσης νεολαίας κατά τον αυτονομιακόν αγώνα της Βορείου Ηπείρου (1914), Ιωάννινα 1985.
18. Για την εξέγερση κατά του Βιντ βλ. Β. Κόντη, Η κυβέρνηση της αυτόνομης Β. Ηπείρου και η εξέγερση στην κεντρική Αλβανία το 1914, Βαλκανική Βιβλιογραφία, τόμος IV (1975) – παράρτημα, σελ. 107-126.
19. Αρχηγείον Στρατού / Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Ο ελληνικός στρατός κατά τον πρώτον παγκόσμιον πόλεμον, τόμος Α’ : Η Ελλάς και ο πόλεμος εις τα Βαλκάνια, Αθήναι 1958, σελ. 156-160 και 264-266.
20. Π. Γιαννόπουλου, Η Αλβανία, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήναι, χωρίς χρονολογία, σελ. 14-18.
21. Ο πρόξενος της Ελλάδας στα Ιωάννινα στις 14 Δεκεμβρίου 1888, σε έγγραφό του προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, υπολογίζει τον πληθυσμό των 102 ρομέικων χωριών της περιοχής σε 32.420 άτομα. Το 1927 ο επιθεωρητής του αλβανικού υπουργείου Εσωτερικών Τεκί Σελενίτσα ανεβάζει το αριθμό αυτών των χωριών σε 105 και τον πληθυσμό τους σε 38.858. Αναλυτικά, σύμφωνα με τον τελευταίο, τα χωριά και ο αριθμός των κατοίκων τους ήταν: Βάνιτσα 412, Γκορίτσα 139, Γράψη 474, Δερβιτσάνη 1.423, Δούβιανη 771, Καλογοραντζή 762, Σωφράτικα 356, Τεριαχάτου 567, Χάσκοβο 356, Άγιος Νικόλαος 204, Βοδινό 199, Βόδριστα 428, Βουλιαράτο 949, Βλαχογοραντζή 228, Γιωργουσάτι 657, Γλίνα 372, Πάνω Επισκοπή 334, Κάτω Επισκοπή 224, Ζερβάτι 251, Κακαβιά 403, Κακογοραντζή 212, Κατούνα 113, Κοσοβίτσα 639, Κλεισάρι 480, Κρα 163, Λόγγος 695, Λουβίνα 151, Πέπελη 577, Ραντάτι 48, Σελιό 409, Σωτήρα 946, Μαυρόγερο 88, Πολίτσανη 1,536, Σοπική 1.112, Σχοριάδες 751, Τσάτιστα 680, Χλωμό 776, Βαλοβίστα 220, Βλαχοϋψηλότερα 252, Αρδάσοβα 96, Βραϊλάτι 16, Βελάχοβο 80, Γαρδικάκι 318, Γέρμα 191, Γιανιτσάτες 110, Δελβίνο 1.040, Δίβρη 974, Δορμίσι 48, Πάνω Δρόβιανη 718, Κάτω Δρόβιανη 768, Ελευθεροχώρι 276, Κακοδίκη 558, Καραχάτζη 56, Κρανιά 203, Κρόγκι 202, Κώτσαρη 202, Πάνω Λεσινίτσα 663, Κάτω Λεσινίτσα 1.033, Λιβίνα 167, Μέλιανη 230, Μεμόραχη 71, Μεσοπόταμο 142, Μαυρόπουλο 34, Ρομάντζια 190, Σαγιάνη 31, Συρακάτι 155, Σμίνετσι 265, Τσερκοβίτσα 246, Ιμέρ Εφέντη 134, Φοινίκι 379, Αλίκο 311, Βρυώνη 167, Βρομερό 64, Καλύβια Σούση 113, Καλήμπεη 129, Κασίμ Αλήμπεη 45, Μετόχι 35, Πάλη 168, Τσαούση 200, Τρέμουλη 37, Τσούκα 228, Χάλιο 133, Άγιος Ανδρέας 256, Βαγκαλιάτες 264, Γκράβα 200, Γριάσδανη 339, Θεολόγος 213, Καλύβια Πασιά 349, Καλτσάτες 170, Κορόκι 294, Καινούργιο 91, Καισαράτι 145, Κομάτι 104, Κουλουρίτσα 195, Λαζάτι 212, Μάλτσιανη 339, Μαρκάτι 88, Μεμούσμπεη 148, Περδικάρι 154, Τσιφλίκι Τούσια 73, Χαντέραγα 122, Χότζια 128, Δρυμάρες 1.817, Παλάσα 682, Χειμάρα 1.786.Βλ. Γ. Παπαδόπουλου, σελ. 40-47.