Η Σοφία Μάλλιου το γένος Καράπα καταγόμενη από το Βαρυμπόμπι (Δάφνη) όπου γεννήθηκε το 1908 και αποβιώσασα προ τριετίας στα Κουτουμουλά, όπου διέμενε, μας έδωσε το 2000 τη δική της περί Λάμιας εκδοχή, η οποία συμβαδίζει αρκετά μ’ αυτήν του συντοπίτη της καθηγητή Ν. Ξ. Καράπα: «Στον Αϊ – Δημήτρη, στο Παλιοχώρι της Δάφνης, εμφανιζόταν παλιά μια ψηλή, ξανθιά, μακρυμαλλούσα νεαρή κοπέλα, η οποία συνήθιζε να μένει ανεβασμένη πάνω σ’ ένα ψηλό πλατάνι. Εκεί πάνω χτενιζόταν και όταν περνούσαν τα παιδιά από κάτω, τους πετούσε καραμέλες. Μια μέρα, που έλειπε, κάποιοι συγχωριανοί μου της κόψανε το δέντρο. Όταν γύρισε, στεναχωρήθηκε τόσο πολύ που πήρε τα μάτια της κι έφυγε μακριά. Τράβηξε, λοιπόν, ανατολικά του χωριού, ανέβηκε σ’ ένα ύψωμα στους λόφους της Οκτωνιάς και φώναζε ζητώντας να της φτιάξουν κάτι, να μένει. Αυτοί την άκουσαν και της φτιάξανε ένα μικρό σπιτάκι σαν τοξωτό γεφύρι που το λέγαμε «Η γέφυρα της Λάμιας». Λέγανε ακόμη οι γεροντότεροι πως όταν ανέβηκε πάνω στο βουνό, τους απειλούσε με κατάρες, λέγοντας πως άμα δεν της φτιάξουνε το σπιτάκι που ζητούσε, θα κάψει όλα τα γύρω χωριά. Άλλοι πάλι λέγανε πως στους Γαβαλαίους έδωσε κατάρα να είναι πάντα πεινασμένοι, λέγοντάς τους στ’ αρβανίτικα : « Γαβαλιώτε, λικουνέα στρατμάδετ», δηλ.: «Γαβαλαίοι, να κρατάτε μεγάλο ταγάρι, το οποίο να είναι πάντα άδειο και να είστε μονίμως πεινασμένοι». Ακόμη λέγανε, πως τους Βερυμπομαίους καταράστηκε να μη στεριώνουν στη ζωή, λέγοντάς τους «Βαρυμπομιώτε, στριγκουνία», δηλ. να πεθαίνουν νέοι. Τους Αχλαδεριώτες, τέλος, τους καταράστηκε να κάνουν όλο νόθα, μπάσταρδα παιδιά. Μετά από χρόνια, λένε, χάθηκε ξαφνικά. Την ψάχναν παντού. Έγινε άφαντη! Ύστερα από καιρό είπανε πως εμφανίστηκε στην Κάρυστο. Είχε πιάσει ένα μέρος με τρεχούμενα νερά. Εκεί, έζησε κάμποσα χρόνια, μα ξαφνικά, χωρίς κανείς να το πάρει είδηση, εξαφανίστηκε για πάντα. Που πήγε, κανείς δεν έμαθε!...» Μπορεί κανείς να μην την ματαείδε, μα η λαϊκή μούσα κάπου στις νερολαγαδιές και τα μουρμουρητά των ηλιόχαρων νερών των ακτών του Ευβοϊκού, έπιασε χρό μαζί της από τους ήχους της φλογέρας και το γλυκολάλημα της αημόνας: Η λάμια Εννιά χιλιάδες πρόβατα, εννιά χιλιάδες γίδια, εννια ’δερφάκια τα φυλούν κι εννιά τα μοσχοβόσκουν. Πέντε πήγαν στο πόλεμο, τρία τα παίρνει ο Χάρος κι έμεινε ο Γιάννος μοναχός, τσοπάνης των γιδιώνε 5 κι η μάνα τον ορμήνευε, η μάνα του του λέει: - Γιάννο μ’ σαν θέλεις την ευχή, σαν θέλεις να προκόψεις, σε πεύκο να μην κοιμηθείς, σε βάτο μη σταλίσεις και σε νεραϊδολίβαδο καλάμη μη βαρέσεις κι ακούσει η λάμια του γιαλού και πάρει τη λαλιά του. 10 Κι αυτός επεριφρόνησε της μάνας του τα λόγια, ε πεύκο πήγε κι έκατσε, σε βάτο να σταλίσει αι σε νεραϊδολίβαδο καλάμι κελαηδάει. Τ’ ακούν οι λάμιες του γιαλου και παίρνουν τη λαλιά σου, Και μια λάμια, καλή λάμια, στέκεται και του λέει: 15 - Λάλα το, Γιάννο, λάλα το τρείς μέρες και τρείς νύχτες κι αν αποστάσω στο χωρό, άντρα θέ να σε πάρω. Λάλησε ο μαύρος, λάλησε, τρεις μέρες και τρείς νύχτες Σαπίσαν τα χεράκια του και πέσαν στην ποδιά του. Κοπήσαν τα χεράκια του, βαρώντας το ------------------------------ και η λάμια έφυγε».
Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009
Η Λάμια τού Μύθου καί τού Θρύλου
Η Σοφία Μάλλιου το γένος Καράπα καταγόμενη από το Βαρυμπόμπι (Δάφνη) όπου γεννήθηκε το 1908 και αποβιώσασα προ τριετίας στα Κουτουμουλά, όπου διέμενε, μας έδωσε το 2000 τη δική της περί Λάμιας εκδοχή, η οποία συμβαδίζει αρκετά μ’ αυτήν του συντοπίτη της καθηγητή Ν. Ξ. Καράπα: «Στον Αϊ – Δημήτρη, στο Παλιοχώρι της Δάφνης, εμφανιζόταν παλιά μια ψηλή, ξανθιά, μακρυμαλλούσα νεαρή κοπέλα, η οποία συνήθιζε να μένει ανεβασμένη πάνω σ’ ένα ψηλό πλατάνι. Εκεί πάνω χτενιζόταν και όταν περνούσαν τα παιδιά από κάτω, τους πετούσε καραμέλες. Μια μέρα, που έλειπε, κάποιοι συγχωριανοί μου της κόψανε το δέντρο. Όταν γύρισε, στεναχωρήθηκε τόσο πολύ που πήρε τα μάτια της κι έφυγε μακριά. Τράβηξε, λοιπόν, ανατολικά του χωριού, ανέβηκε σ’ ένα ύψωμα στους λόφους της Οκτωνιάς και φώναζε ζητώντας να της φτιάξουν κάτι, να μένει. Αυτοί την άκουσαν και της φτιάξανε ένα μικρό σπιτάκι σαν τοξωτό γεφύρι που το λέγαμε «Η γέφυρα της Λάμιας». Λέγανε ακόμη οι γεροντότεροι πως όταν ανέβηκε πάνω στο βουνό, τους απειλούσε με κατάρες, λέγοντας πως άμα δεν της φτιάξουνε το σπιτάκι που ζητούσε, θα κάψει όλα τα γύρω χωριά. Άλλοι πάλι λέγανε πως στους Γαβαλαίους έδωσε κατάρα να είναι πάντα πεινασμένοι, λέγοντάς τους στ’ αρβανίτικα : « Γαβαλιώτε, λικουνέα στρατμάδετ», δηλ.: «Γαβαλαίοι, να κρατάτε μεγάλο ταγάρι, το οποίο να είναι πάντα άδειο και να είστε μονίμως πεινασμένοι». Ακόμη λέγανε, πως τους Βερυμπομαίους καταράστηκε να μη στεριώνουν στη ζωή, λέγοντάς τους «Βαρυμπομιώτε, στριγκουνία», δηλ. να πεθαίνουν νέοι. Τους Αχλαδεριώτες, τέλος, τους καταράστηκε να κάνουν όλο νόθα, μπάσταρδα παιδιά. Μετά από χρόνια, λένε, χάθηκε ξαφνικά. Την ψάχναν παντού. Έγινε άφαντη! Ύστερα από καιρό είπανε πως εμφανίστηκε στην Κάρυστο. Είχε πιάσει ένα μέρος με τρεχούμενα νερά. Εκεί, έζησε κάμποσα χρόνια, μα ξαφνικά, χωρίς κανείς να το πάρει είδηση, εξαφανίστηκε για πάντα. Που πήγε, κανείς δεν έμαθε!...» Μπορεί κανείς να μην την ματαείδε, μα η λαϊκή μούσα κάπου στις νερολαγαδιές και τα μουρμουρητά των ηλιόχαρων νερών των ακτών του Ευβοϊκού, έπιασε χρό μαζί της από τους ήχους της φλογέρας και το γλυκολάλημα της αημόνας: Η λάμια Εννιά χιλιάδες πρόβατα, εννιά χιλιάδες γίδια, εννια ’δερφάκια τα φυλούν κι εννιά τα μοσχοβόσκουν. Πέντε πήγαν στο πόλεμο, τρία τα παίρνει ο Χάρος κι έμεινε ο Γιάννος μοναχός, τσοπάνης των γιδιώνε 5 κι η μάνα τον ορμήνευε, η μάνα του του λέει: - Γιάννο μ’ σαν θέλεις την ευχή, σαν θέλεις να προκόψεις, σε πεύκο να μην κοιμηθείς, σε βάτο μη σταλίσεις και σε νεραϊδολίβαδο καλάμη μη βαρέσεις κι ακούσει η λάμια του γιαλού και πάρει τη λαλιά του. 10 Κι αυτός επεριφρόνησε της μάνας του τα λόγια, ε πεύκο πήγε κι έκατσε, σε βάτο να σταλίσει αι σε νεραϊδολίβαδο καλάμι κελαηδάει. Τ’ ακούν οι λάμιες του γιαλου και παίρνουν τη λαλιά σου, Και μια λάμια, καλή λάμια, στέκεται και του λέει: 15 - Λάλα το, Γιάννο, λάλα το τρείς μέρες και τρείς νύχτες κι αν αποστάσω στο χωρό, άντρα θέ να σε πάρω. Λάλησε ο μαύρος, λάλησε, τρεις μέρες και τρείς νύχτες Σαπίσαν τα χεράκια του και πέσαν στην ποδιά του. Κοπήσαν τα χεράκια του, βαρώντας το ------------------------------ και η λάμια έφυγε».