Η αρβανίτικη «μπέσα»
{Από τάδε έφη: «SFIGGA»}
Στο αρβανίτικο «εθιμικό δίκαιο» όλων των αρβανιτοχωριών στις προηγούμενες δεκαετίες δυο βασικές έννοιες διαμόρφωναν την περί δικαίου «κοινή αντίληψη» και καθόριζαν τους κοινωνικούς κανόνες:
α) Η «μπέσα» και
β) Η «ατιμία»
Η μπέσα= πίστη, εμπιστοσύνη, ετυμολογικά είναι ουσιαστικό καταχωρημένο πια και στην επίσημη γλώσσα μας, προερχόμενο από την >αλβ. λέξη: bes(e) και ήταν η ουσιαστική επισφράγιση και συνομολόγηση μιας υπόσχεσης ότι θα τηρηθεί απαρέγκλιτα η συμφωνία που γινόταν.
Αυτός που έδινε τη μπέσα είχε πλήρη συνείδηση και επίγνωση ότι η υπόσχεσή του ήταν αμετάκλητη, εξ ου και η φράση «μπεσαλής» που περιέγραφε και περιγράφει το «ντόμπρο» άνθρωπο και το υπεύθυνο άτομο.
«Φιάλλα΄τ τ΄σ ντάλι΄ν γκά γκόλιε, σ΄ μέρ(ε)τ ΄ πράπ» έλεγαν, δηλαδή ο λόγος που βγαίνει από το στόμα δεν παίρνεται πίσω, όποιος επομένως δεν κρατούσε το λόγο του δεν είχε και μπέσα…
Η λέξη αυτή συνόψιζε όλους τους τότε «κανόνες δικαίου» και ήταν ο «ακρογωνιαίος λίθος» του ισχύοντος απλοϊκού «αρβανίτικου δικαίου». Οι Αρβανίτες που «έδιναν τη μπέσα» δεν καταδέχονταν να την πάρουν πίσω όχι από φόβο, ένα συναίσθημα μάλλον άγνωστο στους προγόνους μας, γιατί απέδειξαν έμπρακτα αγωνιζόμενοι υπέρ «βωμών και εστιών» ότι κανέναν δεν φοβήθηκαν ή υπολόγισαν αλλά από λόγους εγωισμού, αυτοσεβασμού και προπάντων περηφάνιας. Και μόνο η αναφορά και η εκφώνηση της φράσης «μπέσα» έφτανε, μετά δίνονταν τα χέρια και κατόπιν ακολουθούσε αγκάλιασμα εναλλάξ και «σταυροφίλημα» ούτε «χαρτιά» ούτε «υπογραφές» ούτε «σφραγίδες»…
Η καθιέρωση αυτού του «δικαιϊκού συστήματος» δεν έγινε από κανένα νομοθέτη, δεν ήταν «προϊόν» επιστημονικών και νομικών διεργασιών, δεν ήταν επιβολή από καμιά δημόσια αρχή ήταν όμως αν και «ενστικτώδης» και «άγραφος νόμος», η βασική και θεμελιώδης αρχή, που κρατούσε την αρβανίτικη κοινωνία σε ευταξία και διασφάλιζε σε σημαντικό βαθμό την ανθρώπινη πίστη-εμπιστοσύνη αλλά και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Η μπέσα λοιπόν και στα Βάγια λειτουργούσε σαν «κώδικας συμπεριφοράς» ατομικής και ομαδικής, καλύπτοντας σημαντικό πεδίο των πάσης φύσεως συναλλαγών των κατοίκων του χωριού από τα καθημερινά μέχρι πιο σύνθετες δραστηριότητες όπως οι δανεισμοί, οι μεταβιβάσεις χωραφιών, η πώληση προϊόντων ακόμη και τα προικοσύμφωνα …
Οι συμβολαιογραφικοί τίτλοι δεν ήταν παρά απλή και τυπική επιβεβαίωση των ήδη προφορικώς με τη μπέσα «συνομολογηθέντων».
Ας μην ξεχνάμε μάλιστα ότι πολλές οικογενειακές περιουσίες έχουν μεταβιβαστεί «δια λόγου» με «συμφωνίες δηλαδή κυρίων» όπως κάποιος σύγχρονος παρατηρητής θα έλεγε.
Ο «λόγος τιμής» για τους Αρβανίτες δεν ήταν προσχηματικός λόγος ούτε υπέκρυπτε σκοπιμότητα. Το Δίκαιο σήμερα προσπαθεί με λεπτομερείς ρυθμίσεις να καλύψει μια αδήριτη ανάγκη, αυτήν της «αμφιβολίας», του κατά πόσο δηλαδή, θα τηρηθεί μια συμφωνία μεταξύ δυο μερών και κατά πόσον δεν θα υπάρξει υπαναχώρηση και «δολιότητα προθέσεων».
Κι όμως, οι «αμφιβολίες» και οι όποιες επιφυλάξεις στο αρβανίτικο δίκαιο αίρονταν με τη «μπέσα», η δε πραγματική βούληση των δυο μερών εξωτερικεύονταν και ήταν απαρχής ξεκάθαρη και διαφανής.
Στον αντίποδα και στις όποιες περιπτώσεις «καταστρατηγούνταν» η μπέσα, η «ατιμία» ήταν η χειρότερη μορφή προσωπικής απιστίας και το μεγαλύτερο παράπτωμα που μπορούσε να συμβεί, μιας και έχαναν μονομιάς οι παραβάτες του «άγραφου νόμου της μπέσας» την κοινωνική υπόληψή τους, ήταν «δακτυλοδεικτούμενοι» και κανείς πλέον δεν τους εμπιστεύονταν…
Η λέξη «άτιμος και ατιμία» στην τοπική αρβανίτικη κοινωνία των Βαγίων ήταν συνώνυμα της εξαπάτησης, της «δολιότητας» και κατόπιν αυτών της «δίκαιης διαπόμπευσης» και της κοινωνικής κατακραυγής των υπαιτίων. Έτσι εννοούσαν κάποια χρόνια πριν οι πρόγονοι μας το «έννομο συμφέρον τους» κι έτσι το προάσπιζαν, τόσο απλά …
Η νομική οδός των δικαστικών αγωγών «αναγνωριστική, διαπλαστική, πλαγιαστική αγωγή κλπ» και ή άσκηση ενδίκων μέσων ήταν τότε ως διαδικασίες μάλλον άγνωστες …
Νομικές έννοιες όπως «νομή και κυριότητα, ψιλή κυριότητα, ενέχυρο, υποθήκη, εμπράγματη εγγύηση και κάθε άλλη ασφάλεια» δεν ήταν έννοιες ουσιαστικού περιεχομένου στις τότε έννομες σχέσεις και στις «ιδιωτικές διαφορές»…
Χαρακτηριστικό δε παράδειγμα αποτελούσαν παλιότερα στα Βάγια και οι «κολιγιές», δηλαδή οι από κοινούς συμφωνίες ιδιοκτητών χωραφιών για «συγ-καλλιέργεια» και μοίρασμα της σοδειάς σε ίσα μέρη, συμφωνίες βασισμένες πάντα στη «μπέσα»...
Σήμερα στις μέρες μας, οι γραπτοί κανόνες δικαίου έχουν επιβληθεί και αποτελούν την «πρώτη ύλη» πάνω στην οποία στηρίζονται τα δικαστήρια ουσίας για να εκδώσουν τις αποφάσεις τους. Ο Αστικός Κώδικας και πλήθος άλλοι Κώδικες της Δικονομίας εμπεριέχουν και κωδικοποιούν τις θεμελιώδεις νομικές σχέσεις και τους νομικούς κανόνες, ώστε να επιλύονται οι ένδικες διαφορές κατά δίκαιο τρόπο. Σήμερα ο νομικός πολιτισμός έγινε πιο ουσιαστικός, όσο όμως πιο λεπτομερειακά ρυθμίζονται οι έννομες σχέσεις, τόσο μεγαλύτερα προβλήματα, επιφυλάξεις και αμφιβολίες γεννιούνται, με απόρροια, να ωθούνται και να συνωστίζονται οι πολίτες στα δικαστήρια όλων των βαθμών και δικαιοδοσιών για να «βρουν το δίκιο τους»…
Γιατί άραγε; Η νομική θωράκιση που διέπει την οργάνωση μιας κοινωνίας δεν αποτυπώνει το αξιακό της σύστημα, δεν προστατεύει τα έννομα αγαθά και διασφαλίζει τα ατομικά δικαιώματα, δεν υπαγορεύει το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων, δεν αντανακλά την πραγματική βούληση της Πολιτείας, δεν χαρακτηρίζει εν τέλει την ποιότητα του ίδιου του πολιτισμού της; Κάτι που συνήθως διαφεύγει της προσοχής των νομοθετών που «νομοθετούν ερήμην»…
Μήπως τελικά πέρα από τους δικονομικούς κανόνες και Κώδικες ή τις νομικές «ταυτότητες» ήταν πιο απλοί οι παλιότεροι Αρβανίτες στη σκέψη και πολύ πιο πρακτικοί στις ενέργειες τους; Μήπως τελικά επειδή κυρίαρχο στοιχείο ήταν ο αλληλοσεβασμός, η αλληλοεκτίμηση, η ομαλή κοινωνική συνύπαρξη χωρίς «αναγκαστικούς κανόνες δικαίου» οι σχέσεις ήταν πιο ανθρώπινες και η μπέσα συνέβαλε άμεσα σ΄ αυτό;
Μήπως όπως χαρακτηριστικά -και γλαφυρά- έλεγαν οι Αρβανίτες:
«Φιάλ΄α ε-ρ΄-ντ, τ΄σ ντό ώρ, ντό σ΄σιούμ μέντ έ σ΄σιούμ φόρ…»
Οποτεδήποτε, η σοβαρή κουβέντα (ή υπόσχεση που δίνεται)
θέλει αρκετό μυαλό και μεγάλη δύναμη…
Μιας φράσης «παραβολικής» που το νόημα και η σημειολογική της αξία έχει «χαθεί» και «παραπέσει» σήμερα μάλλον και στα Αρβανιτοχώρια, όπου η πανθομολογούμενη αρβανίτικη ντομπροσύνη αποτελεί στοιχείο «προς εξαφάνιση». Όσο κι αν ανεβαίνει ο «δείκτης του πολιτισμού» και ευημερούν οι υπόλοιποι «δείκτες κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης», όσο περισσότερες ασφαλιστικές νομικές δικλείδες «εφευρίσκονται» για να ρυθμίζουν τις κοινωνικές σχέσεις και το δίκαιο των συναλλαγών, η κρίση εμπιστοσύνης αυξάνεται κατά περίεργο τρόπο…
Κάνοντάς μας σήμερα να στεκόμαστε λίγο αμήχανοι και αρκετά προβληματισμένοι, όταν προσπαθούμε να «ερμηνεύσουμε» και να αντιληφθούμε τις κοινωνικές παραμέτρους της μπέσας και την καθοριστική σημασία της, στην ποιότητα των ανθρωπίνων σχέσεων και στην ομαλή κοινωνική διαβίωση και συμβίωση των κατοίκων του χωριού εκατοντάδες χρόνια…