Στο πέρασμα των αιώνων, οι Αλβανοί και οι Έλληνες συνήθως είχαν φιλικές σχέσεις, ενώ ποτέ δεν έλειψαν και οι αναμείξεις ανάμεσα στους δυο λαούς, όπως προδίδουν π.χ η εύρεση πολλών ιλλυρικών κρανών σε αρχαιολογικές θέσεις της βορείου Ελλάδος, αλλά και η ίδρυση ελληνικών αποικιών σε ιλλυρικά εδάφη. Αξίζει ν’αναφερθούν οι πόλεις Απολλωνία, Επίδαμνος (Δυρράχιο, Ντουρρες), Πέτρα (Παλλες), Νυμφαιον, Λισσός (Λεζε), Επίδαυρος (Καυτατ), Μελίτη (Μλιέτ), Λαυς (Ραγούσα, Ντουμπροβνικ), Ασπάλαθος (Σπλιτ), Κέρκυρα Μέλαινα (Κόρτσουλα), Λίσσα (Βις), Φάρος (Χβαρ), Πελαγούσα (Παλαγκρουζα), Αγκώνα, Αδρία. Πρόγονοι των Αλβανών ήταν οι Ιλλυριοί, οι φυλές των οποίων εκτείνονταν και στο μεγαλύτερο μέρος της παλαιάς Γιουγκοσλαβίας (εκτός από την περιοχή των Σκορδισκών, δηλαδή της κοιτίδας των Βλάχων), αλλά και στις αδριατικές ακτές της Ιταλίας. Άλλωστε οι Ιλλυριοί πάντοτε αποτελούσαν φυτώριο έμψυχου δυναμικού τόσο για την Ιταλική Χερσόνησο, όσο και για τον Ελλαδικό χώρο. Οπότε η σημερινή Αλβανία αποτελούσε την πατρίδα λίγων μόνο ιλλυρικών φυλών, κυρίως των Ταυλάντιων (=Χελιδόνιοι), των Εγχελών και των Δασσαρετών. Πάντως ανάμεσα στις μικρότερες φυλές της περιοχής αναφέρεται και η ύπαρξη των Αλβάνων. Στα πέριξ του έτερου αλβανικού κράτους, του Κοσόβου, κατοικούσαν οι Δευρίοπες, οι Παινεστές και οι Λαβεάτες. Ήδη από την Αρχαιότητα βεβαιώνεται η πρόσμειξη Ιλλυριών με Έλληνες, από την οποία δημιουργήθηκε η φυλή των Περραιβών. Βέβαια, περισσότερο αναμείχθηκαν με το βαλτικό έθνος των Θρακών, με τους οποίους σχημάτισαν τους πολυπληθείς Δάρδανους, αλλά και τους Μαιδούς, το έθνος στο οποίο μάλλον ανήκε ο Σπάρτακος, και η γυναίκα του. Επίσης στην Ιταλία, Ιλλυριοί μέτοικοι εξελίχτηκαν στα ιαπυγικά έθνη, όπως οι Μεσσάπιοι, οι Πευκέτες και οι Δαύνοι, πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση και τον εκλατινισμό της περιοχής, βέβαια. Κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προέκυψε μια σειρά από Ιλλυριούς αυτοκράτορες, οι οποίοι κυβέρνησαν με ικανότητα, αλλά και με αξιοσημείωτο φιλελληνισμό. Ο σωτήριος αιώνας των Ιλλυριών (περίπου 110 έτη) ξεκινάει με τον Κλαύδιο Β΄ το Γοτθικό, που αποτρέπει την κατάρρευση της αυτοκρατορίας αποκρούοντας μετανάστευση των Αλαμανών στη δύση, και μαζική εισβολή Γότθων & Έρουλων στην ανατολή. Στη συνέχεια, ο Αυρηλιανός αποκαθιστά την ακεραιότητα της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, συντρίβοντας την ανταρσία της Gallorvm Imperivm σε Γαλλία, Ισπανία και Βρετανία, αλλά και του βασιλείου της Παλμύρας σε Ανατολή (Oriens), Ανατολία και Αίγυπτο. Το αντίπαλον δέος της Ρωμανίας, οι Πέρσες, συντρίβονται επανειλημμένως από τους Διοκλητιανό, Γαλέριο, Κωνσταντίνο και Ιουλιανό. Ο Διοκλητιανός μεταφέρει την πρωτεύουσα από τη Ρώμη στην ελληνική πόλη Νικομήδεια, ενώ συγχρόνως επιχειρεί την επανίδρυση του κράτους (πραγματική, όχι “καραμανλική”) για να εξαλείψει τρέχοντα προβλήματα, και κυρίως τα ελαττώματα του αυτοκρατορικού πολιτεύματος. Στα πλαίσια των μεταρρυθμίσεων που προωθεί, ο Διοκλητιανός είναι από τους λίγους ηγέτες με πλήρη δεσποτική εξουσία, που παραιτείται οικειοθελώς (Άλλο παράδειγμα στην παγκόσμια Ιστορία είναι ο Τζωρτζ Ουάσιγκτον). Λόγω της στρατοκρατικής φύσης του κατεστημένου (όπως στην κεμαλική Τουρκία), ο Γαλέριος αδυνατεί να ορθοποδήσει το πείραμα αυτό του Διοκλητιανού. Πάντως επιλέγει ως πόλη συνταξιοδοτήσεώς του, την επίσης ελληνική πόλη της Θεσσαλονίκης. Τον ίδιο καιρό, κι ενώ μαίνεται το στρατοκρατικό χάος, ο γιος του Ιλλυριού Κωνστάντιου του Χλωρού και της Ελληνίδας Ελένας της Αγίας, Φλάβιος Κωνσταντίνος, εξορμά από τη Βρετανία για να επικρατήσει σε ολόκληρη τη Ρωμανία με τη δύναμη του ξίφους και του σταυρού. Τότε θα μεταφέρει την πρωτεύουσα από τη Νικομήδεια στο Βυζάντιο, το οποίο και μετονομάζει “Νέα Ρώμη”. Δηλαδή πρόκειται για την κατοπινή Κωνσταντινούπολη ή Σταμπόλη. Ύστερα από την ολέθρια ήττα του Ουάλη εναντίον των Γότθων στην Αδριανούπολη το 378, θα μειωθεί η επιρροή των Ιλλυριών στη διακυβέρνηση της Ρωμανίας. Περιστασιακά, πάντως, εξακολουθούν να εμφανίζονται στη Ρωμανία Ιλλυριοί με επιρροή, όπως ο αυτοκράτορας Αναστάσιος ο δίκορος. Όμως η Ρωμανία σχεδόν καταρρέει απρόσμενα. Ολέθριο πραξικόπημα που ξεκινάει με την εκτέλεση της αυτοκρατορικής οικογένειας του Μαυρικίου & της Κωνσταντίνας (602 μΧ), καταλήγει στην οριστική κατάρρευση της άμυνας στην υπαρχία του Ιλλυρικού, δηλαδή τη Βαλκανική Χερσόνησο. Οι Άβαροι & Σλάβοι κατακτητές προωθούνται σε ολόκληρη τη χερσόνησο, σπέρνοντας δεινά στους Ρωμαίους της περιοχής, οι οποίοι είναι κυρίως Έλληνες, Ιλλυριοί και Βλάχοι. Ανάμεσα στις συμφορές που θα πλήξουν τη Ρωμανία στα επόμενα χρόνια, είναι και η συρρίκνωση της έκτασης των Ιλλυριών, περίπου στις σημερινές χώρες των Αλβανών. Στη συνέχεια δεν αναφέρονται και πολλά στις ελληνικές πηγές για Ιλλυριούς ή Αλβανούς. Πάντως ανάμεσα στους Χριστιανούς Ρωμιούς που θα εποικήσουν την Κρήτη για την αποκατάσταση της ορθής πίστης, ύστερα από την κατάκτηση του ισλαμικού αμιράτου των Κρητών (961 μΧ), θα είναι και Ιλλυριοί, όπως πιστοποιούν τα τοπωνύμια Μαλάξα, από τη Μαλακάσια φάρα, και Πούπα, από το πούπε = λόφος. Ο δούκας του θέματος του Δυρραχίου, Νικηφόρος Βρυέννιος ο Πρεσβύτερος, θα διεκδικήσει μάταια την αυτοκρατορική πορφύρα σε νέα μάχη στην Αδριανούπολη, μόλις το 1078. Στη συνέχεια όμως, ο οίκος των Βρυέννιων θα συμβιβαστεί με τον ελληνο-παφλαγονικό οίκο των Κομνηνών. Συγκεκριμένα, με αξιωματούχους, στρατηγούς και πατριάρχες, οι Ιλλυριοί, ως Αλβανοί πλέον, θα καταστούν στυλοβάτες του καθεστώτος των Κομνηνών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ την Άννα Κομνηνή την έχει πιάσει μανία να γίνει αυτοκράτειρα, ο σύζυγός της, Νικηφόρος Βρυέννιος ο Νεότερος, αρνείται ν’ανατρέψει τον Καλογιάννη και να καταλύσει τη δυναστεία των Κομνηνών. Μετά από απανωτές συμφορές κατά το 1ο μισό του 14ου αι, το δουκάτο των Αθηνών των Αντζαγιόλων, αλλά και τα δεσποτάτα του Μορέως των Παλαιολόγων, θα ενθαρρύνουν τη μετανάστευση Αλβανών στις κτήσεις τους. Απόγονοι αυτών των μετοίκων είναι οι “Αρβανίτες”. Ένα αρχέγονο μικρασιατικό σύμβολο, ο δικέφαλος αετός, θα γίνει εθνόσημο του αλβανικού λαού το 15ο αι, ύστερα από επιγαμίες των αλβανικών οίκων των Αριανιτών και των Καστριωτών με τους ελληνικούς οίκους των Κομνηνών και των Παλαιολόγων. Έτσι λίγο αργότερα οι Αλβανοί υπήκοοι των Καστριωτών, περήφανοι για τις επιτυχίες και τα λάβαρα των αρχόντων τους, θ’αρχίσουν να αυτό-αποκαλούνται “Σκιπταρε” = “των αετών”. Πάντως οι Αλβανοί της Ελλάδας θα εξακολουθήσουν ν’αποκαλούνται “Αρβανίτες”, ενώ της Ιταλίας “Αρμπαρέσε”. Κατά τη διάρκεια του 19ου αι, διαπρεπείς μουσουλμάνοι Αλβανοί, όπως π.χ ο Αλή Φαρμάκης, ο Εσάτ Πασά, ή ο απόγονος του οίκου των Βρυέννιων, Ομέρ Βρυώνης, δρούσαν δίχως να είναι θανάσιμοι εχθροί του μιλλετίου των Ρωμιών, ή των επαναστατημένων “Ελλήνων” πιο συγκεκριμένα. Το κράτος των Σουλιωτών ιδρύθηκε από Χριστιανούς Ρωμιούς, ανυπόταχτους πρόσφυγες από τις γύρω περιοχές, κυρίως Αλβανούς & Έλληνες, όπως προδίδει το ελληνοαλβανικό λεξικό που κατάρτισε ο Μάρκος Μπότσαρης για να μπορούν να συνεννοούνται οι άνθρωποί του. Σύντομα οι Σουλιώτες "σήκωσαν μπαϊράκι", δηλαδή αψήφισαν την οθωμανική εξουσία, όπως π.χ οι αναρχικοί-αντιεξουσιαστές στα Εξάρχεια, οι Τσιγγάνοι στο Ζεφύρι και οι Κρητικοί σε διάφορα απόμερα σημεία του νησιού τους, αψηφούν σήμερα την εξουσία του ελληνικού κράτους. Το Σούλι πατάχθηκε από το Μουσουλμάνο Αλβανό διοικητή των Ιωαννίνων, Αλή Πασά Τεπελενλή, κυρίως επειδή ανταγωνίζονταν τ’οθωμανικό κράτος στη φορολόγηση των Χριστιανών σε εκτεταμένες περιοχές της Ηπείρου. Πάντως η πολιτεία του Σουλίου, όπως και αυτό ακόμα το στυγνό, αλλά αποσχιστικό από την οθωμανική τυραννία, και ιδιαζόντως φιλελληνικό, καθεστώς του Αλή Πασά, αποτελούν έξοχα παραδείγματα αρμονικής συμβίωσης Ελλήνων και Αλβανών μέσα στο ίδιο κράτος.