Μάθαμε όλοι στο σχολείο μία φράση τόσο επαναστατική, ανατρεπτική και τολμηρή που απορώ πως μπόρεσε να διεισδύσει εκεί μέσα. Είναι η γνωστή ρήση του Σολωμού: «Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ότι είναι αληθές».
Μάθαμε την φράση, αλλά ποτέ δεν την σκεφθήκαμε ως το τέλος. Γιατί αν το είχαμε κάνει θα είχαμε ανατρέψει τα μισά σχολικά μας βιβλία, που είναι γεμάτα μύθους και εθνικιστικές υπερβολές.
Με το ρητό του αυτό ο Διονύσιος Σολωμός, μέσα στην άνθιση του εθνικισμού, πραγματοποιεί την υπέρβασή του. Διαλύει αυτόματα τους εθνικούς μύθους επάνω στους οποίους βασίζεται κάθε υπερ-πατριωτισμός. Η ιστορία γίνεται χώρος δικαίου. Οπότε δεν είναι δυνατόν να λέμε (όπως κάποτε οι Άγγλοι) «My country right or wrong», γιατί το σωστό υπερβαίνει το εθνικό.
25η Μαρτίου: μία ημερομηνία-ψέμα. Τίποτα δεν έγινε στις 25 Μαρτίου του 1821. Η ημερομηνία διαλέχτηκε αργότερα για να συμπέσει με την γιορτή του Ευαγγελισμού και να τεκμηριώσει τον εθνικό-θρησκευτικό μύθο. Να δώσει εύσημα στην Εκκλησία, που λυσσαλέα πολέμησε την Επανάσταση. Που αφόρισε τον Ρήγα, τους Φιλικούς και τον Υψηλάντη.
Τι μάθαμε στο σχολείο; «Στις 25 Μαρτίου ο Παλαιών Πατρών Γερμανός κήρυξε την έναρξη της Επανάστασης σηκώνοντας το Λάβαρο στην Αγία Λαύρα» . Η πρόταση περιέχει 4 ψέματα. Κανείς δεν ήταν στην Αγία Λαύρα εκείνη την ημέρα. Η επανάσταση είχε ξεκινήσει τρεις μέρες πριν, στη Μάνη. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ήταν εναντίον. Και το λάβαρο κατασκευάστηκε δεκαετίες αργότερα.
Η ορθόδοξη εκκλησία έκανε ότι μπορούσε για να κρατήσει τον ελληνικό λαό υπόδουλο και υποταγμένο στον Σουλτάνο. Πολέμησε με φανατισμό όλες τις ξενόφερτες ιδέες περί ελευθερίας και δημοκρατίας. Οι αφορισμοί του Ρήγα και της Επανάστασης δεν ήταν τυχαία ή μεμονωμένα γεγονότα – ούτε έγιναν (όπως ισχυρίζονται σήμερα οι ταγοί της) κάτω από την πίεση των κατακτητών. Ήδη σε ανύποπτο χρόνο, πριν από την ίδρυση της Φιλικής Εταιρίας, η εκκλησία προπαγάνδιζε ανοιχτά την υποταγή στην οθωμανική εξουσία. Κατά την εκκλησιαστική άποψη, ή τελευταία αποτελούσε δύναμη ταγμένη από τον Θεό να προστατεύει τους Χριστιανούς από τις παγίδες της αίρεσης και της αθεΐας.
Ο εγκυρότερος μελετητής της περιόδου, καθηγητής Πασχάλης Κιτρομηλίδης στο βιβλίο του «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» (Μ.Ι.Ε.Τ. 1996) γράφει τα εξής για την στάση και τις θέσεις της εκκλησίας:
Οι απόψεις αυτές διατυπώνονται στο περιφημότερο από τα άντεπαναστατικά κείμενα πού εκδόθηκαν κατά τη δεκαετία του 1790, το φυλλάδιο «Διδασκαλία Πατρική», πού αποδίδεται στον Πατριάρχη των Ιεροσολύμων Άνθιμο Στ' και τυπώθηκε το 1798 στο ανασυγκροτημένο πατριαρχικό τυπογραφείο στην Κωνσταντινούπολη. Το Πατριαρχείο δεν είχε τυπογραφικό πιεστήριο από την εποχή της πατριαρχίας του Κύριλλου Λούκαρη, στις αρχές του δέκατου εβδόμου αιώνα. Το γεγονός ότι μπόρεσε να επανασυγκροτηθεί, εκείνη ακριβώς την εποχή και με την έγκριση των οθωμανικών αρχών, τυπογραφείο υπό τον άμεσο έλεγχο του Πατριαρχείου ήταν ενδεικτικό της πιεστικής ανάγκης πού ένιωθαν τόσο ή Εκκλησία όσο και ή Πύλη να καταπολεμήσουν τα ρεύματα των νέων Ιδεών, πού διαδίδονταν μέσω των εκδόσεων των τυπογραφείων της διασποράς και ιδιαίτερα εκείνων της Βενετίας και της Βιέννης. Ή «Διδασκαλία Πατρική» προειδοποιούσε αυστηρά για «τας νεοφανείς ελπίδας της Ελευθερίας», τις οποίες ο συγγραφέας θεωρούσε ως «νεοφανή και έντεχνον παγίδα», το τελευταίο τέχνασμα το όποιο «έμεθοδεύθη» «ο πρώτος αποστάτης διάβολος» για να παραπλανήσει τους ευσεβείς. Ως αντίδοτο στην επώδυνη φωνή της ελευθερίας, ο συγγραφέας συμβούλευε υποταγή στην «ισχυράν βασιλείαν των Οθωμανών», ή οποία ήταν το δώρο του θεού προς τους ορθόδοξους χριστιανούς, σταλμένο για να τους προστατεύει από τις αιρέσεις. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ή Οθωμανική αυτοκρατορία είχε δημιουργηθεί από τον θεό εκ του μηδενός, σε μια εποχή πού ή χριστιανική ρωμαϊκή αυτοκρατορία άρχισε να «χωλαίνει εις τα της ορθοδόξου πίστεως φρονήματα», με σκοπό να «είναι εις μεν τους Δυτικούς ωσάν ένας χαλινός, εις δε τους Ανατολικούς ημάς πρόξενος σωτηρίας».
Οι πραγματικοί ορθόδοξοι χριστιανοί, κατά συνέπεια, όφειλαν να υποταχθούν με ευγνωμοσύνη στους θεόσταλτους αφέντες τους και να ξεχάσουν κάθε μάταιη συζήτηση για απατηλές ελευθερίες πάνω σ' αυτή τη γη. Το «νυν θρυλλούμενον σύστημα της ελευθερίας», πού είχε εμφανισθεί στις χώρες της Δύσης εκείνη την εποχή, αντέβαινε προς «τα ρητά της θείας Γραφής και των Αγίων Αποστόλων, οπού μας προστάζουν να υποτασσόμεθα εις τας υπερέχουσας αρχάς». Δεν αντιπροσώπευε παρά αναρχία και «ακαταστασία», οπού «το καθ' αυτό σκοπούμενον ταύτης της ελευθερίας μία μισητή ολιγαρχία και τυραννία, ως εκ της πείρας φαίνεται». Ό υπαινιγμός σε σχέση με τις πολιτικές περιπέτειες της Γαλλικής Επανάστασης ήταν σαφής σ’ αυτές τις τελευταίες προειδοποιήσεις. (σελ. 276-277).
Όταν ο Κοραής (που απάντησε στην «Διδασκαλία Πατρική» με το φυλλάδιό του «Αδελφική Διδασκαλία») έμαθε αργότερα τον θάνατο του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, αναφώνησε: «Τώρα ο Σουλτάνος σκοτώνει και τους φίλους του;».
Αργότερα η εκκλησία επινόησε τον μύθο του Κρυφού Σχολειού για να αποδείξει ότι εκείνη κράτησε το φως της μόρφωσης αναμμένο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Στην πραγματικότητα το κρυφό σχολειό δεν υπήρξε. (Βλ. και Α. Αγγέλου: Το Κρυφό Σχολειό, χρονικό ενός μύθου, Εστία 1997). Δεν χρειάστηκε να υπάρξει, διότι οι Τούρκοι δεν ασχολήθηκαν ποτέ με τα θέματα εκπαίδευσης – σε αυτά τα θέματα η εκκλησία κυβερνούσε αυτόνομη το μιλλιέτ των Χριστιανών. Πολέμησε μάλιστα κάθε προσπάθεια διδασκαλίας εξω-θρησκευτικών μαθημάτων, π. χ. επιστημών. Έριχνε στο μπουντρούμι όποιους δίδασκαν Γαλιλαίο και Νεύτωνα.
Το σλόγκαν «Ελλάς η χώρα των μύθων» είναι απόλυτα ακριβές.