Monday, October 8, 2007
Έχω ξεχάσει που έχω φυλάξει κείνα τα ζάρια.
Θυμάμαι ότι ήταν φίσκα το μαγαζί. Έτρεχα σαν τον τρελό να προλάβω παραγγελιές και να καθαρίζω τραπέζια κι είχα τόσα νεύρα -που η Hanna είχε γράψει τις συνεχείς μου εκκλήσεις για βοήθεια στα παλιά της τα παπούτσια- ώστε την πλήρωναν οι πελάτες.
«Ποια στο διάολο είναι αυτή που μιλάει στη Hanna;» σκεφτόμουν, «μα δε βλέπει ότι πνίγομαι;» μουρμουρίζοντας βλαστήμιες μέσα απ’ τα δόντια μου. Ρίχνοντας πύρινες ματιές στη Hanna έπαιρνα κάθε φορά το ίδιο καθησυχαστικό βλέμμα της που έλεγε: «Έρχομαι καλέ! ωχουου..»
Έτσι όπως όργωνα πάνω κάτω το μαγαζί περνούσα κάθε τόσο δίπλα από τη γυναίκα, στο τραπέζι της οποίας είχε καρφωθεί η δικιά μου.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, σε κάθε μου περατζάδα άκουγα σκόρπιες φράσεις της.
«Τ’ όνομα του παππού μου πήρα, Σωτήρη τον ελέγανε.. μ’ έπαιρνε κοντά του στην εκκλησία και ψέλναμε.. ήτανε πλούσιος ο Μπέλλος, ο πατέρας μου.. Αρβανίτες είμαστε.. από τη Βέμπο ήθελα να γίνω τραγουδίστρια.. με τσακίσανε στο ξύλο κι έφυγα από το σπίτι.. έξι μήνες κράτησε ο γάμος μου.. Οι δικοί μου; Ούτε ζωγραφιστό.. με βαρούσε ασταμάτητα.. είμαι Αρβανίτισσα ρε εγώ, δε σηκώνω ζοριλίκια.. βιτριόλι! Ναι, βιτριόλι του ‘ριξα.. Έξι μήνες φυλακή, στου Αβέρωφ.. Βιτριόλισα μ‘ έλεγε η μάνα.. και ξύλο πολύ. Ξανάφυγα για Αθήνα.. στου ‘Τζίμη του χοντρού’ άρχισα να τραγουδάω.. και λαντζέρα έγινα μουτράκι μου και παστέλια στον ταβλά πουλούσα.. Σπίτι; σε βαγόνια κοιμόμουνα.. πενηνταράκι το πενηνταράκι αγάπη μου και ξες τι πήρα; Κιθάρα!.. σε μια ταβέρνα στα Εξάρχεια έκατσα που λες να φάω. Είχε μια κιθάρα στον τοίχο. Ρώτησα, την κατέβασα κι έπαιξα ένα τραγούδι.. Ποιο; Που να το ξέρεις. ‘Αντιλαλούνε οι φυλακές, τ’ Ανάπλι κι ο Γεντί Κουλές’.. Ο Καπετανάκης ο Κίμωνας έτυχε να μ΄ ακούσει κι είπε στον Βασίλη που είμαι.. μ’ αυτά και μ’ αυτά μ’ έβαλε στο στούντιο ο βάρδος. Τ’ ακούς; T’ ακούω να λες.. ’Συννεφιασμένη Κυριακή’, ‘Κάνε λιγάκι υπομονή’..»
Δεν άντεξα. «Συγνώμη που σας διακόπτω, αλλά, Hanna όπου να ΄ναι τραγουδάς. Κι αν με βοηθούσες και λίγο με το μαγαζί θα το εκτιμούσα..»
Η γυναίκα δεν με κοίταξε καν. Έσκυψε μπροστά στο τραπέζι.
«Θα ξανάρθω Σωτηρία» της είπε η Hanna χαϊδεύοντας το χέρι της και κείνη κούνησε το κεφάλι. Σηκώθηκε στραβοκοιτώντας με κι ανέβηκε στο πάλκο..
Ο Βιμ άρχισε να παίζει στο πιάνο..
Η ντίβα μου άρχισε να τραγουδάει..
Η γυναίκα ήρθε και κάθισε δίπλα μου στον πάγκο. Σταύρωσε στα κλεφτά τη Hanna κι έφτυσε τον κόρφο της. «Τυχερή θα ‘ναι η κορούλα σου, καρδιά μου..» ψιθύρισε.
«Αυτή, άμα κάνει παιδί, θα κάνει γιο» αποκρίθηκα, κοιτάζοντας περήφανος την Hanna.
Γέλασε. «Το παίζουμε στα κοκαλάκια μπελαλή;» αποκρίθηκε δίχως να πάρει τα μάτια από πάνω της. «Εξάρες, θα γίνει ό,τι λέω ‘γώ. Όλα τ' άλλα, δικά σου» και κατέβηκε από το σκαμπό. Έβαλε το χέρι στην τσέπη της ζακέτας της κι έβγαλε δυο ζάρια.
«Να μου την προσέχετε» είπε νεύοντας προς το πάλκο κι αμόλησε τα ζάρια.
Τα μάτια μου τ’ ακολούθησαν.
Στριφογύρισαν για ώρα πάνω στον ξύλινο πάγκο μέχρι που χτύπησαν μεταξύ τους και σωριάστηκαν.
Έξι το ένα.
Έξι και το άλλο.
Εμβρόντητος, γύρισα στο πλάι.
Είχε ήδη φύγει..