Κοινή διασυνοριακή Κληρονομιά: Παιδεία
Η Εκπαίδευση, ο Πολιτισμός και γενικά η Παιδεία αποτελούν κοινό τόπο αναφοράς σε όλους τους λαούς. Η Αλβανία ως μια γείτονα χώρα, και λόγω των ιστορικών συνθηκών, διατηρεί ενεργούς δίαυλους πολιτισμικής επικοινωνίας με τον χώρο της Ηπείρου.
Ως προς το θέμα μας, θα προσπαθήσω κατ’ αρχάς να κάνω μια ιστορική αναδρομή (και αυτή περιληπτική), προκειμένου να γνωρίσουμε τις μορφές εκπαίδευσης στον χώρο της νοτίου Αλβανίας, και κυρίως στις ελληνόφωνες περιοχές, όπου εκεί πράγματι έχει αναπτυχθεί μια συστηματική παιδεία. Έτσι, σχολεία βρίσκουμε κατά τον 19ο αιώνα κυρίως στην περιοχή του Δελβίνου, αλλά σε μικρότερο βαθμό και σε άλλες περιοχές όπως θα δούμε στη συνέχεια. Κατά μια απογραφή του έτους 1896, λειτουργούν στο Δέλβινο ένα ελληνικό σχολείο (εν είδει γυμνασίου), ένα παρθεναγωγείο και ένα δημοτικό. Στη Δρόβιανη, κεντρική Αστική Σχολή (βλ. δύο εκπαιδευτήρια, αντίστοιχα αρρένων και θηλέων), και δεν είναι τυχαίο ότι από τη Δρόβιανη εξήλθαν οι γνωστοί λόγιοι και διανοούμενοι Αθ. Πετρίδης, Β. Ζώτος - Μολοσσός και Νικ. Μυστακίδης· στη Λεσνίτσα, ένα δημοτικό και μια Κοινή ελληνική Σχολή· δημοτικά επίσης είχαν τα χωριά Μουζίνα, Μουρσία, Δίβρη και Γιαννιτσάτες. Είναι γνωστό ότι στην επαρχία Δελβίνου αναπτύχτηκε ιστορικά η παιδεία, εφ’ όσον εκεί ιδρύθηκαν τα περισσότερα σχολεία. Ας σημειωθεί επίσης ότι στα 1737 ιδρύθηκε στο Δέλβινο ανώτερη Σχολή με το όνομα Ακαδημία, η οποία συντηρείτο από δελβινιώτες της Βενετίας, και η οποία σχολή έπαυσε να λειτουργεί το 1798, διότι στερήθηκε των κεφαλαίων της, όταν η Βενετία καταλήφθηκε από τους γάλλους, πρβλ. την ομοιότυπη περίπτωση της Σχολής Μαρούτζη στα Ιωάννινα.
Δεν έλειψαν βέβαια και σχολεία στα μεγαλύτερα χωριά της ευρύτερης περιοχής, όπως στη Σωπική, Πολίτσιανη, Βουλιαράτες, Δερβιτσάνη, κ.ά.. Στον 19ο αιώνα παρατηρούνται μεγάλες δωρεές, όπως αυτές του Κων. Ζάππα, ο οποίος κληροδότησε διάφορα ποσά στα σχολεία που ίδρυσε ο ίδιος, αλλά και σε άλλα: στη Λέκλη, στο Παρθεναγωγείο Δρόβιανης, στο Δέλβινο, στο Κηπαρό της Χειμάρας και στην Πρεμετή. Επίσης, ο Χρηστάκης Ζωγράφος, ίδρυσε στο Κεστοράτι της περιφέρειας Αργυροκάστρου, το Ζωγράφειο Διδασκαλείο, το οποίο λειτούργησε από το 1884 έως το 1891, και το οποίο υπήρξε ένα εκπαιδευτήριο που κατάρτιζε διδασκάλους για να διδάσκουν στα δημοτικά και τα ελληνικά σχολεία αυτής της περιοχής της Ηπείρου, αλλά και όχι μόνον.
Είναι γεγονός όμως, ότι τα Ιωάννινα λειτούργησαν ως ανώτερο πνευματικό κέντρο όλης της τότε Ηπείρου, και μάλιστα και προ της ίδρυσης της Ζωσιμαίας Σχολής, το 1828. Στην παραπάνω Σχολή, στον «Μουσαίο αυτόν Λαμπτήρα» φοιτούσαν κυρίως κατά το β’ μισό του 19ου αιώνα ελληνόφωνοι και αλβανόφωνοι σπουδαστές, αλλά και οθωμανοί, από κάθε περιοχή της τότε Ηπείρου και νοτίου Αλβανίας, καθότι ήταν η Σχολή αυτή που ένωνε και ενέπνεε ανθρώπους και Λαούς. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τους αλβανούς λόγιους και διανοούμενους Naimκαι SamiFrashëri, GianiVreto, SuleimanDelvina, KonstantinKristoforidhi, J. DeRada, IsmaelQemal, κ.ά.. Από αυτούς, οι Naimκαι SamiFrashëriυπήρξαν ηγετικές φυσιογνωμίες της αλβανικής Αναγέννησης, των αλβανικών Γραμμάτων και του αλβανικού κράτους. Ο NaimFrashëriπήρε στη Ζωσιμαία Σχολή επιστημονικές γνώσεις στις θετικές επιστήμες, στην Ιστορία, Γεωγραφία, Αρχαία και νέα ελληνική Γλώσσα και στα γαλλικά. Επίσης εδώ τελειοποίησε την τουρκική, αραβική και περσική γλώσσα, οπότε μπορούμε να μιλάμε για έναν διανοούμενο της εποχής. Τις σπουδές του τις ολοκλήρωσε με τον αδελφό του Sami το 1871, και ενδεικτική είναι η φωτογραφία τους στα Γιάννενα με τη χρονολογική ένδειξη «1863». Στη Σχολή αυτή οι αδερφοί Frashëriγνώρισαν την κλασσική ελληνική και ρωμαϊκή λογοτεχνία (Όμηρος, Βιργίλιος), κουλτούρα και φιλοσοφία, ήρθαν σε επαφή με τις ιδέες της Αστικής Γαλλικής Επανάστασης, με τον γαλλικό Διαφωτισμό και τον Ρομαντισμό (Hugo, Lamartin).
Ιδιαίτερα, ο NaimFrashëri καθιέρωσε τον μοντέρνο λυρισμό στην αλβανική ποιήση. Μέσα στο πνεύμα των «Βουκολικών» και των «Αγροτικών» του Βιργίλιου, στο «Ποιμένες και Αγρότες» τραγούδησε τα έργα των γεωργών, γράφοντας έναν ύμνο στις ομορφιές της πατρίδας του και εκφράζοντας τη νοσταλγία του μετανάστη (émigré) ποιητή και την περηφάνια του να είναι αλβανός.
Οι εσωτερικές εμπειρίες από τις αλυσίδες τις μεσαιωνικής και ανατολίτικης ψυχοσύνθεσης από τη μια πλευρά, και από την άλλη ο φιλοσοφικός πανθεϊσμός της διδασκαλίας των Sufi (μουσουλμάνων σοφών), διαποτισμένη με τον ποιητικό πανθεϊσμό του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, δίδει στους λυρικούς διαλογισμούς του Frashëriμια οικουμενική, ανθρώπινη και φιλοσοφική διάσταση. Μέσα στο κλίμα αυτό συγκαταλέγεται και το ποίημα «Ο Έρως» / «Άσμα ΣΤ΄», το οποίο έγραψε στην ελληνική γλώσσα και το δημοσίευσε σε φιλολογικό – ιστορικό περιοδικό της εποχής, το 1896. Δίδουμε ενδεικτικά μερικούς στίχους:
Τον νούν μου χάνω
εκ των θαυμάτων
των ουρανίων
αυτών σωμάτων,
και παρατηρώ
με απορίαν·
αίφνης δε βλέπω
την Ουρανίαν!
………………………………..
Ω! θαύμα! θαύμα!
άπειροι είναι
ήλιοι τόσοι,
τόσαι σελήναι!
έν δε σημείον
της οδού θείας
μεταξύ άλλων ο Γαλαξίας!
Η δυτική κουλτούρα και ο δυτικός πολιτισμός καθόρισαν το διαφωτιστικό υπόβαθρο της εργασίας του Frashëri, ο ανατολικός πολιτισμός το φιλοσοφικό – μυστικιστικό υπόβαθρο, ενώ ο αλβανικός κόσμος τη ραχοκοκαλιά του έργου του· αλλά, πρέπει να επισημάνουμε και το γαλλικό πνεύμα που διαχέει το έργο του, το οποίο κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα εκπροσωπούσε την ευρωπαϊκή κουλτούρα στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Ο GianiVreto, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Ζωσιμαία (1843-1847), και τα μαθήματα της σχολής αυτής θα παίξουν σημαντικότατο ρόλο στη διαμόρφωση των ιδεών του. Την ίδια πορεία θα έχουν οι αδελφοί Delvina, ο KonstantinKristoforidhi, ο οποίος κινείται στα πλαίσια της Αναγέννησης, ο J. DeRada, καθώς και ο IsmaelQemal. Ο τελευταίος ομολογεί, αναφερόμενος στα χρόνια της φοίτησής του στα Γιάννενα (1854), ότι: «Ήμουν ιδιαίτερα χαρούμενος που είχα για καθηγητές της αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας άνδρες από τους πιο διάσημους της εποχής, οι οποίοι με έκαναν να ζω σ’ αυτή την ατμόσφαιρα της ελευθερίας του αρχαίου κόσμου».
Προς σημείωση εδώ είναι, και το επίσης σημαντικό γεγονός, ότι η Ζωσιμαία Σχολή διαχέει προς όλες τις κατευθύνσεις του Βιλαετίου των Ιωαννίνων, και κυρίως προς τις περιοχές της νοτίου Αλβανίας διδασκάλους και διδασκάλισσες, έως και τις αρχές του 20ού αιώνα. Από εδώ και ύστερα όμως παρατηρείται μια πτώση της ελληνόφωνης εκπαίδευσης στη νότιο Αλβανία, γεγονός που πρέπει να αποδοθεί, συν τοις άλλοις, και στην αθρόα μετανάστευση των κατοίκων των ελληνόφωνων περιοχών κυρίως προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Στα 1955 ιδρύεται στο Αργυρόκαστρο η λεγόμενη «Παιδαγωγική Ακαδημία». Όπως γράφει ο Δ. Παππάς, πρώην διδάσκαλος αυτής της Σχολής, «Το παιδαγωγικό σχολείο, το οποίο άρχισε να λειτουργεί το 1955, αποτέλεσε για μικρά περίοδο το σπουδαιότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα για την Εθνική Ελληνική μειονότητα. Τα πρώτα χρόνια λειτούργησε με αυξημένο αριθμό μαθητών και με δύο πεπειραμένους και αξιόλογους δασκάλους και οι δύο αείμνηστοι τώρα, τον Μενέλαο Πόλιο και τον Γιώργο Ράφτη». Και συνεχίζει γράφοντας ο ίδιος: «Υπηρέτησα κι εγώ αρκετά χρόνια στο ελληνικό παιδαγωγικό, το οποίο σηματοδότησε τότε θετική εκπαιδευτική εξέλιξη για το χώρο μας και λειτούργησε παράλληλα με το αλβανικό, με την ίδια διεύθυνση και με τα ίδια σχεδόν προγράμματα».
Το Αργυρόκαστρο πάντως, απ’ ότι διαφαίνεται, και σε πιο πρόσφατες εποχές, αναδεικνύεται σε κέντρο αλβανικής και ελληνικής παιδείας. Τούτο το βεβαιώνει και ο Καθηγητής Δρ. Χρηστάκης Κίκινας, πρώην Πρύτανης Πανεπιστημίου Αργυροκάστρου, γράφοντας ότι: «Το 1971 άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες του στο Αργυρόκαστρο το 3χρονο Ανώτερο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, αρχικά με τα τμήματα Ιστορίας - Γεωγραφίας και Φυσικής - Μαθηματικών. Είχαν προηγηθεί το 1968 και 1969 παραρτήματα του Πανεπιστημίου Τιράνων στους κλάδους Οικονομικών και Γεωπονικής. Στο Ανώτερο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Αργυροκάστρου φοιτούσαν φοιτητές από τις νότιες περιοχές της χώρας, οι οποίοι μετά το πέρας των σπουδών προορίζονταν να διδάξουν στα οχτάχρονα σχολεία αυτών των περιοχών. Τη δεκαετία του ’80 άρχισαν να ανοίγουν και νέα τμήματα. Έτσι το 1980 προστέθηκε το τμήμα Βιολογίας - Χημείας, ενώ το 1981 ο κύκλος σπουδών διευρύνθηκε σε τέσσερα έτη και άνοιξε το τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης. Το 1986 άνοιξε το τμήμα Αλβανικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας».
Παρεμπιπτόντως, πρέπει να αναφερθεί, ότι ελληνόφωνα σχολεία λειτουργούν ακόμη στους νομούς Αργυροκάστρου, Αγίων Σαράντα και Δελβίνου, ενώ στο νομό Πρεμετής και Χειμάρας προβλέπεται άνοιγμα ελληνικών σχολείων.
Ένα όμως οριακό βήμα στη λεγόμενη «Διασυνοριακή Συνεργασία» αποτελεί η λειτουργία από το 1993 του ονομαζόμενου Τμήματος «Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας» στο Πανεπιστήμιο Αργυροκάστρου. Το Τμήμα αυτό φέρει σήμερα τον τίτλο «Τμήμα Ελληνικής Γλώσσας, Λογοτεχνίας και Ελληνικού Πολιτισμού». Τούτη η συνεργασία έγινε δυνατή με την προϋπόθεση ότι το πρώην Ανώτερο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Αργυροκάστρου, ως ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα, προήχθη σε ανώτατο, δηλαδή σε Πανεπιστημιακό, στις 12.11.1991.
Καθηγητές του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων όλων των βαθμίδων διδάσκουν στο Πανεπιστήμιο Αργυροκάστρου ήδη από το 1993, με ποικίλα αντικείμενα, όπως αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, αρχαία ελληνική και νεότερη γλώσσα, Γλωσσολογία, Νεοελληνική Λογοτεχνία, Νεοελληνικό Διαφωτισμό, Παιδαγωγικά, κ.ο.κ..
Η υποφαινόμενη δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Αργυροκάστρου κατά τα έτη 1995 και 2007-8. Στο νεοσύστατο «Τμήμα Ελληνικής Γλώσσα, Λογοτεχνίας και Ελληνικού Πολιτισμού» παρέδωσε μαθήματα περί τις 100 διδακτικές ώρες στο ακαδημαϊκό έτος 2007 – 2008, με αντικείμενα την «Ιστορία της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας» και τον «Νεοελληνικό Διαφωτισμό». Μεγαλύτερη πρόσληψη των μαθημάτων αυτών απέδειξαν οι φοιτητές οι προερχόμενοι από την περιοχή της Δρόπολης, λόγω των υπαρχόντων εκεί Σχολείων παροχής ελληνικής παιδείας. Αντίστροφα όμως, οι αλβανόφωνοι φοιτητές, λόγω κακής προσομοίωσης της ελληνικής γλώσσας δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των προαναφερόμενων διδακτικών αντικειμένων, εκτός μιας αλβανόφωνης φοιτήτριας, η οποία, λόγω της επιμελείας της, κατόρθωσε να προαχθεί σε ένα από τα διδασκόμενα αντικείμενα.
Συμπερασματικά, διαπιστώνεται ότι, για την εύρυθμη λειτουργία ενός τμήματος διδαχής και διάδοσης της γνώσης, απαιτείται η λειτουργία ενός προπαρασκευαστικού επιπέδου σπουδών της ελληνικής γλώσσας. Τούτο μάλιστα μπορεί να επιτευχθεί με την αμφίδρομη μελέτη των αντίστοιχων ελληνικών και αλβανικών λογοτεχνιών. Άλλωστε, αμφίδρομες μεταφράσεις στα ελληνικά και τα αλβανικά, παρουσιάζονται ήδη εδώ και δύο αιώνες σε ιστορικο-φιλολογικά περιοδικά (βλ. για παράδειγμα το περιοδικό Δωδώνη το 1896), όπου βρίσκουμε δημοτική ποίηση να γράφεται στην ελληνική και παράλληλα να αποδίδεται, με ελληνικούς χαρακτήρες, η μετάφραση στην αλβανική.