Αν λάβουμε υπόψη τις προαναφερθείσες γενικές αρχές, τότε μπορούμε να πούμε ότι και το βιβλίο ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού ήταν εξίσου «εθνικό» με τα προηγούμενα. Όπως λέει ο Χ. Αθανασιάδης, «Απλώς πιο έξυπνα ‘’εθνικό’’: Αποφεύγοντας να αναπαραγάγει ορισμένους δημοφιλείς πλην χονδροειδείς μύθους, όχι μόνο δεν ανατρέπει το κυρίαρχο σχήμα της εθνικής ιστορικής αφήγησης, παρά το εκσυγχρονίζει και ως εκ τούτου το διασώζει από την ανυποληψία.
Διότι το ουσιώδες δεν είναι, βεβαίως,το Κρυφό Σχολειό και η Αγία Λαύρα, αλλά η αντίληψη περί αδιάσπαστης συνέχειας του Ελληνισμού στο χρόνο, ως εάν το ελληνικό έθνος να είναι μια άχρονη, α-ιστορική, υπερβατική οντότητα.
Η αντίληψη αυτή υπηρετείται συστηματικά από το βιβλίο με υπερτονισμούς, αποσιωπήσεις, παραποιήσεις και αναχρονισμούς» (βλέπε Χ. Αθανασιάδη, «Έθνος και σχολική ιστορία», Ελευθεροτυπία, 4/4/2007). Αποσιωπήσεις, που κάνουν πάντα όλα τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας, όπως για παράδειγμα ότι ο Μάρκος Μπότσαρης μιλούσε αρβανίτικα (δηλαδή, ένα γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο ήταν παραλλαγή της αλβανικής γλώσσας), ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, ο Κανάρης και ο Μιαούλης ήταν ορκισμένοι εχθροί, η φουστανέλα πριν γίνει επίσημη στολή του ελληνικού κράτους, το 1828, ήταν η ενδυμασία των Αρβανιτών ή ότι το 1890 ιδρύθηκε ο«Αρβανίτικος Σύνδεσμος Αθήνας», με σκοπό τη δημιουργία κοινού ελληνοαλβανικού κράτους με πρόεδρο τον Μάρκο Δ. Νώτη Μπότσαρη και μέλη όλους τους γόνους των ένδοξων οπλαρχηγών του 1821.