Στο σημερινό θέμα θα ασχοληθούμε με την συνδεσμολογία της εθνικιστικής σκέψης και πως αυτή με βάση τα σημερινά κριτήρια σαρώνει και οικειοποιείται ένα πολυεπίπεδο και πολύπλοκο παρελθόν, παρελθόν το οποίο "εθνικοποιεί" και υποτάσσει στην σημερινή εθνική πραγματικότητα.
Η κατίσχυση του εθνοκεντρικού λόγου στην κοινωνία είναι συντριπτική και καθολική. Σχεδόν όλοι δέχονται δογματικά τα "αξιώματα" της εθνικής ιδεολογίας.
Η μελέτη της πρακτικής του εθνικιστικού λόγου δεν έχει να κάνει με την απαξίωση των εθνικών ιδεωδών, ούτε αποσκοπεί στο να καταδείξει μια ομαδική ψύχωση αλλά ασχολείται με την ανάδειξη της ιστορικότητας αυτού του φαινομένου.
Παρουσιάζω ευθύς αμέσως ένα απόσπασμα από το βιβλίο "Η εθνικιστική ιδεολογία, πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία", του κ.Παντελή Λέκκα, Αναπληρωτή Καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι πολύ βοηθητικό για τους Αρβανίτες οι οποίοι αν το διαβάσουν με προσοχή, θα βγούνε από την πολύ δύσκολη θέση που βρίσκονται και βάσει της οποίας καλούνται να συγκεράσουν την αποδοχή της θεωρίας της τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνικού έθνους (το γνωστό δόγμα Παπαρηγόπουλου) με κύριο εθνικό χαρακτηριστικό την ελληνική γλώσσα, με το ότι οι ίδιοι ως κοινωνική ομάδα δεν ήταν ελληνόφωνοι. Ειδικά στο θέμα της γλώσσας, ο κ.Λέκκας με εξαιρετικά επιχειρήματα καταδεικνύει το επουσιώδες της γλώσσας (και την πλήρη κατίσχυση της θρησκείας ως εθνικό δηλωτικό) κατά την διάρκεια της εθνογέννεσης του ελληνικού έθνους, στα τέλη του 18ου αιώνα (εκεί προσδιορίζεται παγκοσμίως η έναρξη της εθνογενετικής διαδικασίας).
Η ιστορικότητα έθνους και εθνικισμού.
Για να αποδοθεί στη γλωσσική διαφορά φόρτιση (πέραν από αυτή που αυτονόητα έχει) και πολιτική δυναμική (που σπανίως από μόνη της διαθέτει), πρέπει να υπάρχει ήδη η ανάγκη να δηλωθεί η εθνική ταυτότητα ή ετερότητα. Αυτό προκύπτει από την ίδια την εθνικιστική ιδεολογία αν προσέξουμε την λογική σύνδεση των επιχειρημάτων της και δεν παρασυρθούμε από τους σαρωτικούς αφορισμούς της. Οι εθνικιστές, όποτε προσφεύγουν στο γλωσσικό κριτήριο προτάσσουν το εξής επιχείρημα: "ανήκουμε σε ένα ξεχωριστό έθνος και ένα (το κυριότερο έστω) από τα τεκμήρια της διαφοράς μας είναι και το ότι ομιλούμε διαφορετική από τους αλλοεθνείς γλώσσα". Κανένας όμως εθνικιστής που θέλει να διατηρήσει στοιχειώδη έστω αξιοπιστία δεν θα διενοείτο να αντιστρέψει τη λογική αυτή σειρά υποστηρίζοντας τη γενική αρχή πως "όποιος ομιλεί διαφορετική γλώσσα έπεται ότι ανήκει σε διαφορετικό έθνος" διότι τότε θα έπρεπε να εξηγήσει όχι μόνον τη σχεδόν μόνιμη απουσία απόλυτης γλωσσικής ομοιογένειας στο εσωτερικό του δικού του έθνους αλλά και την παρουσία πολλών ομόγλωσσων, αλλά σαφώς διακριτών και ανεγνωρισμένων εθνών. Η επίκληση των γλωσσικών διαφορών δεν αποτελεί όπως συνήθως πιστεύεται το ισχυρότερο σημείο αλλά την αχίλλειο πτέρνα της εθνικιστικής ιδεολογίας επειδή η απόλυτη εμμονή σε αυτές μειώνει την αξιοπιστία των επιχειρημάτων της και περιορίζει το εύρος των αξιώσεών της.
Η γλώσσα δεν είναι δυνατόν να παράσχει από μόνη της το κριτήριο της εθνικής διαφοροποίησης ούτε κατ' επέκταση να αποτελέσει αποδεικτικό τεκμήριο της αρχαιότητας των εθνικών διακρίσεων. Και πώς θα μπορούσε εξάλλου να είναι καθολικό τεκμήριο ανομοιότητας σε όλο το ιστορικό φάσμα των κοινωνιών που προηγήθηκαν της σύγχρονης κοινωνίας; Για αιώνες ολόκληρους ο αγράμματος αγρότης της κεντρικής Ιταλίας μπορεί να χρησιμοποιούσε παρόμοιο γλωσσικό ιδίωμα με το χωρικό της βόρειας Ιταλίας, χωρίς αυτό να τους απασχολεί ή να έχει την παραμικρή επίπτωση στον τρόπο ζωής τους και χωρίς να διανοείται να τους επιβάλει την ομιλία και τη γραφή της τοσκανικής διαλέκτου, για να τους κάνει να πλησιάσουν περισσότερο ο ένας τον άλλον γλωσσικά και εθνικά. Για εξίσου μακρές περιόδους, τα κινέζικα ιδεογράμματα αποτελούσαν μέσο γραπτής επικοινωνίας για όσους λόγιους μπορούσαν να τα αποκρυπτογραφούν και να τα αναπαράγουν χωρίς αυτό να σημαίνει πως ένιωθαν ότι συνανήκαν σε κάποια εθνική οικογένεια είτε με τους άλλους λογίους με τους οποίους μπορούσαν να συνεννοηθούν γραπτώς αλλά δεν ομιλούσαν την ίδια γλώσσα, είτε με τους αγράμματους πληθυσμούς ανάμεσα στους οποίους ζούσαν και με τους οποίους επικοινωνούσαν προφορικά. Για ακόμη μακρότερες περιόδους, ο άνθρωπος ερχόταν -μόνιμα ή περιστασιακά, δεν έχει σημασία - σε επαφή με άλλους ανθρώπους που μιλούσαν γι αυτόν ακατάληπτες γλώσσες χωρίς αυτό να οδηγεί, πέρα από την προφανή αδυναμία τους να συνεννοηθούν, σε οποιαδήποτε αντίθεση μεταξύ τους.
Το ερώτημα λοιπόν παραμένει: κατά πόσον τα εμπόδια στην επικοινωνία, που ήταν φυσικό να υπάρχουν και στην παραδοσιακή κοινωνία, διέκριναν αναγκαστικά ομάδες άλλες πέραν των γλωσσικών και δημιουργούσαν διαφορές άλλες από αυτές που αυτονόητα συνεπάγονταν; Πιστεύω πως τα μέτρα και τα σταθμά με τα οποία σήμερα αποτιμούμε τις συνέπειες της γλωσσικής συγγένειας και της γλωσσικής διαφοράς απλώς δεν ίσχυαν στο παρελθόν. Εάν ίσχυαν, όπως η εθνικιστική ιδεολογία συχνά προσπαθεί να αποδείξει, τότε θα υπήρχε μεγάλη δυσκολία στο να εξηγήσουμε πώς ήταν δυνατόν να επιζήσουν επί μακρότατα χρονικά διαστήματα ποικιλόμορφες πολιτικές δομές (βασίλεια, αυτοκρατορίες κλπ) χωρίς να διαταράσσονται από την ύπαρξη διαφορετικών γλωσσικών ομάδων στο εσωτερικό τους και χωρίς οι ομάδες αυτές να ενοχλούνται με οποιοδήποτε τρόπο από τις λόγιες διοικητικές γλώσσες (όπως η λατινική, η ελληνική και η κινέζικη) που τους ήταν καθ' όλα ξένες. Αντίστροφα, θα ήταν απορίας άξιον γιατί ο Δημοσθένης ένιωθε την ανάγκη να αντισταθεί στην συνένωση των ελληνικών πόλεων υπό την ηγεμονία του "ελληνίζοντος" βασιλέως των Μακεδόνων.
Το πρόβλημα, κατά συνέπεια, δεν είναι η ίδια η γλωσσική διαφορά ή συγγένεια αλλά το πώς εμείς την ερμηνεύουμε, αδιαφορώντας για το πού και πότε αναφέρεται -το πρόβλημα κοντολογίς είναι αν εξετάζουμε τη γλωσσική διαφορά και συγγένεια σε σχέση με το ιστορικό και κοινωνικά πλαίσιο στο οποίο σημειώνονται ή, αντιθέτως, αν θεωρούμε πως αποτελούν φαινόμενα υπερβατικού χαρακτήρα. Στη δεύτερη όμως περίπτωση, η εξάλειψη της ιστορικότητας δεν είναι καθόλου ουδέτερη διότι υποκρύπτει και την εξάλειψη της ιστορικότητας και της δικής μας ανάγνωσης. Αυτό συμβαίνει, πιστεύω, και στην περίπτωση της εθνικιστικής ιδεολογίας η οποία όταν επικαλείται φράσεις τύπου πας μη Έλλην βάρβαρος, επιχειρεί να τις επενδύσει με νόημα που η ίδια έχει δημιουργήσει, ούτως ώστε να κατοχυρώσει ότι οι εθνικές διαιρέσεις είναι πανάρχαιες και φυσικές, αλλά και να υποκρύψει τον δικό της επεμβατικό ρόλο. Ο εθνικισμός όμως, επειδή ακριβώς περιέχει και εμπνέει ιδέες που ήταν άγνωστες στην παραδοσιακή κοινωνία δεν αποτελεί φυσικό αλλά ιστορικό φαινόμενο και με αυτήν την έννοια πρέπει να αναλυθεί, αν θέλουμε να αποφύγουμε την παγίδα που ο ίδιος δημιουργεί με την εμμονή του στην αρχαιότητα και τη φυσικότητα του έθνους. Ο κίνδυνος της προβολής του παρόντος στο παρελθόν (που ενυπάρχει -αναπόφευκτα κατα τη γνώμη μου -σε κάθε προσπάθεια ανασύστασης του παρελθόντος) εδώ ισχύει σε απόλυτο βαθμό, επειδή όχι μόνον μορφές συλλογικής συνείδησης και αλληλεγγύης χρησιμοποιούνται επιλεκτικά σαν επιβεβαιωτικά τεκμήρια της αρχαιότητας του έθνους αλλά και επειδή τέτοιου είδους προβολισμοί σπανίως αμφισβητούνται, χάρη στην καθολική επικράτηση των όρων της εθνικιστικής ιδεολογίας.
Είναι χαρακτηριστική πχ η σιωπή της ιστορικής επιστήμης όταν αναπαράγεται ο χαρακτηρισμός εμφύλια διαμάχη για συγκρούσεις που ήταν πολύ φυσικές μέσα στο πλαίσιο της παραδοσιακής κοινωνίας αλλά δεν συμμορφώνονται με την έννοια του παντοτινού και ενιαίου έθνους. Κατ'αυτόν τον τρόπο, ο Πόλεμος των Ρόδων είναι για τον "αγγλικό" Μεσαίωνα "εμφύλιος", αλλά ο εκατονταετής πόλεμος είναι "πατριωτικός", οι Περσικοί Πόλεμοι είναι για την κλασική αρχαιότητα περισσότερο "φυσιολογικοί" από ό,τι η "εκτροπή" του Πελοποννησιακού Πολέμου κοκ. Πρόκειται για τη σύγχρονη όσο και απρόσβλητη εκείνη αντίληψη που μας επιτρέπει να αποδίδουμε χωρίς ενδοιασμούς εθνική συνείδηση στο μέλος της δυναστείας των Αψβούργων που έδρευε κατά τον 15ο ή τον 16ο αιώνα στην Βιέννη, στην Πράγα, στη Μαδρίτη ή τις Βρυξέλλες, δίχως την αίσθηση ότι αυθαιρετούμε απέναντι στη λογική της εποχής στην οποία αναφερόμαστε.
Η κριτική αμφισβήτηση ανάλογων αποτιμήσεων από τις κοινωνικές επιστήμες απουσιάζει ακόμα και σήμερα. Το φορτισμένο λεξιλόγιο του εθνικισμού έχει διαποτίσει την σύγχρονη σκέψη σε τέτοιο βαθμό που και τα παράγωγα ιδεολογήματα ακόμη κι όταν συνιστούν κατάφωρα λογικά ατοπήματα έχουν γίνει αποδεκτά και ηχούν φυσιολογικά. Πόσο όμως φυσιολογικό θα ηχούσε αν κάποιος διενοείτο να απευθύνει στην κατεστημένη αντίληψη της κοινωνίας και της ιστορίας της την ακόλουθη απλή ερώτηση: αν τόσα από τα σύγχρονα έθνη έχουν πράγματι πανάρχαιη ιστορία, γιατί εξαφανίστηκαν από προσώπου γης λαοί της αρχαιότητας που θα έπρεπε κι αυτοί, κατ'αναλογία, να ορίζονται με τα ίδια κριτήρια, αλλά που είχαν την ατυχία να μη βρουν σοβαρούς διεκδικητές της δικής του ιστορικής κληρονομιάς; Τι έγινε με τα "ένδοξα έθνη" των Ασσυρίων, των Βαβυλωνίων, των αρχαίων Αιγυπτίων, των Χετταίων, τι συνέβη με τους Φιλισταίους, τους Αβάρους, τους Αψυλίους, τους Αβασγούς, τους Τζανούς κοκ.; (Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουνε υπάρξει απόπειρες εθνικιστικής εκμετάλλευσης και αυτών των αρχαίων πολιτισμών, παρόλο που η σοβαρότητα αυτών των ισχυρισμών ελέγχεται απο ανταγωνιστικούς και άλλους εθνικισμούς).
Στην προσπάθεια να καταδειχθεί η ιστορικότητα έθνους και εθνικισμού μπορεί βεβαίως να αντιταχθεί το επιχείρημα ότι λέξεις όπως έθνος, natio, nation κλπ. έχουν παρελθόν που υπερβαίνει κατά πολύ τα χρονικά όρια της σύγχρονης κοινωνίας -κοντολογίς, ότι δεν είναι λέξεις καινούργιες, αλλά παμπάλαιες. Δεν υπάρχει, πιστεύω, πιο διαδεδομένη αλλά και πιο επιπόλαιη ένσταση. Οι λέξεις είναι σαν τα νομίσματα: η ανταλλακτική αξία τους αλλάζει απο κοινωνία σε κοινωνία και από εποχή σε εποχή, αφού με την ίδια λέξη διαφορετικοί άνθρωποι σε διαφορετικούς χρόνους εννοούν διαφορετικά πράγματα - και η παράκαμψη αυτού του προβλήματος της σημασιολογίας στην ιστορία συνιστά βαρύτατο μεθοδολογικό σφάλμα. Πράγματι οι λέξεις έθνος και nation δεν είναι καινούργιες, έχουν ιστορία, όμως αυτή η ιστορία λέει πολλά όχι μόνο για όσα σημαίνουν αλλά και για όσα δεν σημαίνουν κατά περιόδους.
Η λέξη έθνος στους αρχαίους κλασικούς έχει πολλές σημασίες, καμία από αυτές όμως δεν αντιστοιχεί σε αυτήν που της αποδίδουμε σήμερα. Στον Όμηρο για παράδειγμα, έχει την έννοια της συντροφιάς ("έθνος εταίρων", Ιλ. Γ32, Η115), του στρατού γενικά ("έθνος λαών", Ιλ. Ν495, "έθνεα πεζών" Ιλ. Λ724) ή κάποιας συγκεκριμένης στρατιάς "έθνος Αχαιών", Ιλ. Ρ552), του σωρού νεκρών ("έθνεα νεκρών", Οδ. λ34, κ526) και τέλος του σμήνους εντόμων ή πτηνών ("έθνεα μελισσάων, ορνίθων, μυιάων", Ιλ. Β87, 459, 469). Στον Πίνδαρο απαντάται με τις σημασίες είτε του φύλου ("ανέρων έθνος", Ολ. 1,66, "έθνει γυναικών" Πυθ. 4,252) είτε του συγγενούς (Νεμ. 5,43). Στον Ηρόδοτο αναφέρεται στη φυλή, το γένος (" Μηδικόν έθνος", 1,101) ή στις ελληνικές πόλεις - στον πληθυντικό! - που υπέκυψαν στους Πέρσες ("των μηδισάντων εθνέων των Ελληνικών", 9,106,3) στον Θουκυδίδη σε διάφορες φυλές, ελληνικές ή βαρβαρικές (1,3 και 3,92) και στον Ξενοφώντα στην φυλή ή το γένος ("Πομπάς εποίησαν κατά έθνος έκαστος των Ελλήνων" Αναβ. 5,5,5), στο φύλο ("Θήλυ έθνος", Οικον, 7,26) και στη συντεχνία ή την επαγγελματική ομάδα (οίσθα τι έθνος ηλιθιώτερον ραψωδών;", Συμπ. 3,6). Στον Αισχύλο χρησιμοποιείται για τις Ερινύες (Ευμ. 366) ή για οπλισμένη ομάδα ("έθνος μαχαιροφόρον" , Περσ. 56), και στον Σοφοκλή αναφέρεται σε αγέλες ζώων ("θηρών ...έθνη", Αντ. 344 και Φιλ. 1147). Στον Πλάτωνα η λέξη έθνος έχει την έννοια του είδους (ιχθύων έθνος, Τίμ. 92γ), της επαγγελματικής ομάδας (δημιουργικόν έθνος, Γοργ. 455β, έθνος κηρυκικόν, Πολιτικός 290β) και του γένους ή της φυλής (των Θετταλών...πενεστικόν έθνος - Νόμοι 776δ), ενώ στον Αριστοτέλη ο όρος αναφέρεται στις βαρβαρικές φυλές σε αντιδιαστολή με τις ελληνικές (Πολιτικά, 1324β10). Οι σημασίες της λέξης λοιπόν ποικίλλουν και όχι μόνο δεν έχουν την σημερινή πολιτισμική και πολιτική φόρτιση, αλλά δεν αναφέρονται καν σε μία και μόνη θεματική κατηγορία.
Και στην Παλαιά Διαθήκη όμως (μετάφραση των Ο) η λέξη έθνος χρησιμοποιείται για το χαρακτηρισμό όχι του εβραϊκού ή άλλου έθνους με τη σύγχρονη σημασία, αλλά όλων όσοι δεν ανήκουν στην εβραϊκή θρησκευτική κοινότητα, δεν πιστεύουν δηλαδή στο θεό του Ιεχωβά (ινατί εφρύαξαν τα έθνη; - Ψαλμ. β΄1). Ανάλογη σημασία θρησκευτικής διάκρισης έχει και στην Καινή Διαθήκη ("Εις οδόν εθνών μη απελθήτε" - Ματθ. Ι,5) ╈αι στα αποστολικά κείμενα ("Εν τη κατασχέσει των εθνών" Πράξεις, Ζ45 και "των εθνών τε και των Ιουδαίων" Πράξεις ΙΔ5) ενώ ο Παύλος ("ο εθνών απόστολος" Προς Ρωμαίους, ΙΑ,13) τη χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει τους μη εβραϊκής καταγωγής χριστιανούς (Προς Ρωμαίους, ΙΕ27).
Στους Λατίνους η λέξη natio συναντάται στον Κικέρωνα με τη σημασία άλλοτε της θεότητας της γέννησης (N.D., 3,18,47) και άλλοτε της φυλής (N.D. 2,29,74, Q.Fr.1,1,9 27, Phil. 10,10,20.) της κοινωνικής τάξης (Sest. 44,96) ή κάποιας μερίδας υποψηφίων (Pis. 23,55). Στον Βάρρωνα εννοείται ως ράτσα ζώων (R.R., 2.6.4.) ή ανθρώπων (L.L., 9,93), στον Πλίνιο ως είδος ζώων ή πραγμάτων (22,24,50 109 και 21,14,49 83), στον Πλαύτο ως γένος ανθρώπων (Men. 2,1,34 και Rud. 2,2,6) ενώ παρόμοια σημασία έχει και στον Τάκιτο (G. 38).
Με την επικράτηση του χριστιανισμού η λέξη έθνος και τα παράγωγά της δηλώνουν τους μη Χριστιανούς, όπως προκύπτει από τα Πατερικά κείμενα αλλά και από τη χρήση της λέξης natio στην εκκλησιαστική λατινική του Τερτυλλιανού (De Idol. 22). Κι αυτή όμως η σημασία αλλάζει στην μεσαιωνική Δύση όπου ο όρος natio αποτελεί νομική έννοια για την υποδήλωση της οργανωμένης κοινότητας ή του μοναστικού τάγματος μέσα στα εκκλησιαστικά συμβούλια και τα πανεπιστήμια. Εξίσου άσχετες προς τη σημερινή έννοια είναι και οι σημασίες της λέξης nation στις λατινογενείς γλώσσες εώς και τον 18ο αιώνα. Είναι άξιος προσοχής για τις πολλαπλές συνδηλώσεις της λέξης μέχρι και σχετικά πρόσφατα ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιειται από τον Άνταμ Σμιθ στο Ο Πλούτος των Εθνών που εκδίδεται το 1776, έτος διακήρυξης της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας.
Η εμμονή στον ισχυρισμό περί αρχαιότητας του έθνους παρουσιάζει λοιπόν εξαιρετικές δυσκολίες. Αυτό και μόνον αρκεί για να υποδηλώσει το σύγχρονο χαρακτήρα του εθνικισμού, της σύγχρονης εκείνης ιδεολογίας που στρέφεται γύρω από μίαν έννοια που δεν υπήρχε σε προηγούμενες κοινωνίες.
Ο ίδιος ο όρος εθνικισμός είναι φυσικά άγνωστος πριν από τον 18ο αιώνα, αφού εμφανίζεται για πρώτη φορά μόλις στα 1798 και καθιερώνεται μόλις στα τέλη του 19ου αι. Ο ακριβής προσδιορισμός του γενέθλιου σημείου του εθνικισμού έχει συχνά αποτελέσει αντικείμενο διαφωνιών και ταυτίζεται άλλοτε με τον αγγλικό εμφύλιο πόλεμο (1642), άλλοτε με το δεύτερο διαμελισμό της Πολωνίας (1772) άλλοτε με τη διακήρυξη της αμερικάνικης ανεξαρτησίας (1776), άλλοτε με τη γαλλική επανάσταση (1789) και άλλοτε με τον Λόγο προς το Γερμανικό Έθνος του Φίχτε (1807). Οι περισσότεροι πάντως μελετητές συμφωνούν πως η γένεση του εθνικισμού πρέπει να τοποθετηθεί στο πέρασμα από τον 18ο στον 19ο αιώνα στην Ευρώπη.
Πρόκειται λοιπόν για κατ' αρχάς ευρωπαϊκό φαινόμενο που εξαπλώνεται ραγδαία μέσα σε λιγότερο από 2 αιώνες σε ολόκληρη την υφήλιο.
Παντελής Λέκκας, Η εθνικιστική ιδεολογία, πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, εκδόσεις Κατάρτι, 1996 (β έκδοση).
Πηγή: http://www.geocities.com/tuki8eblom/lek.html (η ιστοσελίδα του αγαπητού φίλου blogger tuki8eblom).