Λεξικό Κ.Χριστοφορίδη σελ.393
ε αμυδρά
Σκέντης επώνυμο
Σκέντος επώνυμο
Σκεντέρης επώνυμο
Τζίτζας επώνυμο
Βλέπε «τζίζ»,προς αποτροπή ενός παιδιού να πλησιάσει κάτι.Λέξη ηχοποιητική τού ήχου της αναμμένης εστίας(ξερόκλαδα).Βλέπε τζιτζίκι,υποδηλώνει την ζέστη,την υψηλή θερμοκρασία,εξ'ού «σκάει ο τζίτζικας».