ΕΝΑ ΑΓΝΩΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΙΩΝΑ ΔΡΑΓΟΥΜΗ
Ενα σενάριο «υποθετικής ιστορίας» για την εθνική αφύπνιση των Αρβανιτών
Της μόδας έγιναν τα τελευταία χρόνια οι δημόσιες συζητήσεις (και καβγάδες) για τη διαδικασία διαμόρφωσης του νεοελληνικού έθνους.
Τα σχετικά ερεθίσματα δεν έλειψαν: από το βιβλίο Ιστορίας της Στ' Δημοτικού, που έπεσε θύμα του υπό διαμόρφωσιν «εθνικού χώρου» το 2007, μέχρι την τρέχουσα τηλεοπτική σειρά του Σκάι περί 1821.
Το ενδιαφέρον αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο. Οχι μόνο επειδή συμπίπτει με την πολιτική εδραίωση και τηλεοπτική υπερπροβολή της εγχώριας ακροδεξιάς, που στηρίζει το επικοινωνιακό προφίλ της (και) στην προάσπιση της «εθνικά ορθής» εκδοχής του παρελθόντος απέναντι σε κάθε λογής αμφισβητήσεις. Αλλά και γιατί, σε καιρούς που το ευρωπαϊκό όραμα μισού αιώνα αργοπνίγεται στον βάλτο του μνημονίου χωρίς ορατή διέξοδο, η στροφή στο παρελθόν φαντάζει σχεδόν μονόδρομος: είτε φυγής είτε αναστοχασμού τής έως τώρα συλλογικής μας πορείας.
Ως συμβολή στην εθνική επέτειο, δημοσιεύουμε ένα άγνωστο μέχρι σήμερα κείμενο του Ιωνα Δραγούμη. Πρόκειται για ένα σενάριο «υποθετικής ιστορίας» (virtual history), ενοφθαλμισμένο σε έκθεση που συνέταξε για τον υπουργό Εξωτερικών Αλέξανδρο Σκουζέ ως υποπρόξενος στο Δεδεαγάτς (τη σημερινή Αλεξανδρούπολη).
Αντικείμενό του, το ενδεχόμενο μιας διαφορετικής εθνικής εξέλιξης των Αρβανιτών της νότιας Ελλάδας, αν εξωτερικές επιρροές είχαν ευνοήσει μια πρόωρη «αφύπνιση» του αλβανικού εθνικισμού πριν η επανάσταση του 1821 εντάξει οργανικά αυτούς τους πληθυσμούς στο νεοελληνικό έθνος. Ολόκληρη η έκθεση φυλάσσεται στο προσωπικό αρχείο του Ιωνα, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη (Εν Δεδεαγάτς τη 9.3.1906, αριθ.80).
Δύο επισημάνσεις είναι εδώ αναγκαίες. Σε όλο το κείμενο, ο Δραγούμης αναφέρεται σε «Αλβανούς», ακολουθώντας την τρέχουσα πρακτική των ελλήνων λογίων της εποχής του. Αντίθετα με σήμερα, που οι λέξεις «Αρβανίτης» και «Αλβανός» έχουν σαφώς διακριτό περιεχόμενο, εκείνα τα χρόνια η μεταξύ τους διαφορά αφορούσε όχι το περιεχόμενο αλλά το ιδίωμα εκφοράς του λόγου: για «Αρβανίτες» (της Ελλάδας ή της Αλβανίας) μιλούσαν οι αγράμματοι και οι δημοτικιστές, «Αλβανούς» αποκαλούσαν τους ίδιους ανθρώπους οι λόγιοι.
Η δεύτερη επισήμανση αφορά τη δεδηλωμένη νοσταλγία του Δραγούμη για την παλιά ισχύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δεν πρόκειται για παραδοξολογία αλλά για κοινό τόπο της ελληνικής διπλωματικής σκέψης της εποχής: στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, η αντιμετώπιση της «σλαβικής απειλής» περνούσε από μια ελληνοτουρκική συμμαχία εμπόρων, γραφειοκρατών και γαιοκτημόνων απέναντι στη σλαβόφωνη χριστιανική αγροτιά. Η σκιά αυτής της συμπόρευσης είναι ορατή και στο υποθετικό σενάριο του Ιωνα:
«Προ τριών περίπου αιώνων, ως υπολογίζουνε ιστορικοί τινές, εγκατεστάθησαν εν Αττική, Βοιωτία, Αργολίδι και τισι των νήσων Αλβανοί χριστιανοί. Βαθμηδόν, είτε εξωθούντες προς τα αστικά κέντρα τους αγροτικούς πληθυσμούς, ους επί τόπου εύρον, είτε αφομοιούντες αυτούς ως εκ της υπεροχής του αριθμού, εκάλυψαν τας ειρημένας επαρχίας. Απέμειναν δε τότε ελληνικά μόνον τα μεγάλα κέντρα (κωμοπόλεις και πόλεις), αι Αθήναι, αι Θήβαι, τα Μέγαρα, το Αργος, η Κόρινθος κτλ αίτινες και ενισχύθησαν διά των από της υπαίθρου εκδιωχθέντων υπό της αλβανικής επιδρομής ιθαγενών.
»Αλλά τα ολιγάριθμα ταύτα κέντρα ου μόνον διετήρησαν τον ελληνικόν αυτών χαρακτήρα και πολιτισμόν (culture), αλλ' οιωνεί εκάλυψαν δι' αυτών και την ύπαιθρον. Αλλωστε οι Αλβανοί ήσαν ομόδοξοι των Ελλήνων, τέκνα της Μεγάλης Εκκλησίας, ιερουργούντες ελληνιστί. Οι Αλβανοί ούτοι έποικοι, οι δυναθέντες να επικρατήσωσι του ιθαγενούς στοιχείου εν τη υπαίθρω, δεν είχον την δύναμιν να υπερισχύσωσι επί των πόλεων, απ' εναντίας εστρέφοντο προς τας πόλεις ίνα λαμβάνωσι τα φώτα, τον πολιτισμόν και την διεύθυνσιν.
»Εγεννήθη εκ των πραγμάτων κατ' ανάγκην η αιωνίως υφισταμένη μεταξύ αγροτικών και αστυκών πληθυσμών αλληλεγγύη ή μάλλον οι υποκαταστήσαντες τους ιθαγενείς αγρότας Αλβανοί έγιναν υποκατάστατοι εκείνων και ως προς τας μετά των πόλεων υφισταμένας σχέσεις της υπαίθρου. Και η μεν ύπαιθρος δεν έπαυσε παρέχουσα κατ' ολίγον προς τα αστυκά κέντρα Αλβανούς αγρότας προς συγχώνευσιν και εξελληνισμόν, τα δ' άστεα επεκάλυπτον διά των πτερύγων της ηθικής και της δεσποτείας άπασαν την ύπαιθρον χώραν.
»Υποτεθείσθω προς στιγμήν ότι, προ της απελευθερώσεως της Αττικής και Βοιωτίας από της Τουρκοκρατίας, εγεννάτο εν τη κεφαλή φίλου τινός Αυστριακού η χρήσιμος αλλ' ανθελληνική ιδέα επιχειρήσεως προπαγανδιστικής εργασίας προς απόσπασιν των Αλβανών αγροτών από της «τυραννικής» ελληνικής επιρροής των Αθηνών και των Θηβών. Τι θα συνέβαινε τότε; Ακριβώς ό,τι νυν συμβαίνει εν Μακεδονία και Θράκη. Θα ηναγκάζετο η Αυστριακή προπαγάνδα
α) Διά παντός μέσου να δηλητηριάση τους Αλβανούς ούτως ώστε να καταστρέψη την υφισταμένην μετ' αυτών και των Ελλήνων σύμπνοιαν και ιδιωτικήν αλληλεγγύην. Της δηλητηριάσεως θα εποίουν αρχήν δια της εξάψεως του φυσικώς υπάρχοντος φθόνου των γεωργικών λαών κατά των εμπορικών, ους θεωρούν ως εκμεταλλευομένους αυτούς.
β) Να αποσπάση τους Αλβανούς εκ της πνευματικής διευθύνσεως της Μεγάλης Εκκλησίας ούσης Ελληνικής, διότι εν Ανατολή, ως γνωστόν, σχεδόν μόνη η θρησκεία διακρίνει τας εθνικότητας. Οποίαν θρησκείαν θα ενεφύτευον οι Αυστριακοί εις τους Αλβανούς θα ήτο αδιάφορον, αρκεί να μην ήτο ελληνική θρησκεία. Εάν η καθολική θρησκεία παρίστατο δυσπρόσδεκτος τοις Αλβανοίς, θα προέκρινον αναμφιβόλως την μωαμεθανικήν προς εγκόλαψιν.
γ) Να ιδρύση δια παντός τρόπου εν Αθήναις και Θήβαις κοινότητας αλβανικάς ανεξαρτήτους των κοινοτήτων των πόλεων τούτων.
δ) Να αναλάβη προσωρινώς αυτή -η μόνη δύναμις και αλλοτρία τω τόπω- την διεύθυνσιν των βαθμηδόν αποσπωμένων Αλβανών, μέχρι της αυξήσεως και ενδυναμώσεως των αστυκών τούτων αλβανικών κοινοτήτων, οπότε θα ηδύναντο αύται αφ' εαυτών να διευθύνωσι την ύπαιθρον.
»Καλή τύχη, η μέθοδος των προπαγανδών δεν είχεν εισέτι ανακαλυφθή, η δε Τουρκία ήτο, τω καιρώ εκείνω, ικανώς επίφοβος και εις αυτή την Αυστρίαν. Αλλως αι εργασίαι της υποθετικής ταύτης προπαγάνδας θα είχον πλείστας επιτυχίας, αι δε Αθήναι θα ήσαν νυν η πρωτεύουσα της Κατωτάτης Αλβανίας, ως τα Ιωάννινα είναι νυν της Κάτω!»