Δύο γέροι από το Μούλκι της Κούλουρης (σήμερα οι καθηγητάδες έχουν αλλάξει τα ονομάτα του Μουλκίου σε Αιάντειον και της Κούλουρης σε Σαλαμίνα) συζητούν λίγο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου. Ο ένας έχει ακούσει μια λέξη στο ραδιόφωνο και ρωτά τι σημαίνει.
-Κότσσe, τσσe κα τe θέτe απικί;
-Να, απικί ίσστe νιe βεντ, τσσe χιν ατιε νιe ι χούαϊ, ε ουρδeνόν, εδέ παστάιτ σπίεν φάρε. Πο: χα, πι, κι, εδε σπαγκούαν γκeφάρε!
-Χμ! Κατάλαβα, φχαριστό!
Μετάφραση:
-Κώτσο, τι πάει να πει αποικία;
-Να, αποικία είναι ένας τόπος, που μπαίνει εκεί ένας ξένος, τον διαφεντεύει και μετά δε ρωτάει καθόλου, αλλά: τρώει, πίνει, γαμάει και δεν πληρώνει τίποτα!
-Χμ, κατάλαβα, φχαριστώ.
Πηγή: σελ. 330, Νίκου Σαλτάρη, Η ζωή των Αρβανιτών, Εκδόσεις Γ. Γέρου, Αθήνα.
Σημείωση: Κράτησα την ορθογραφία του συγγραφέα. Αυτό σημαίνει ότι όταν γράφει διπλό σίγμα εννοεί το φθόγγο που αντιστοιχεί στο αγγλικό sh, ενώ όταν γράφει e, εννοεί ένα φωνήεν που δεν τονίζεται και ακούγεται ελάχιστα, το schwa, όπως αναφέρεται στη Βικιπαίδεια.