Ιστορίες του κ. Κόυνερ
, Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος
ΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΟΙΞΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ
ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ, ΑΣ ΣΥΝΕΧΙΣΩ. ΕΞΑΛΛΟΥ ΔΕΝ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΑ ΠΟΤΕ ΤΙΠΟΤΕ ΑΛΛΟ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΥΠΑΡΧΩ ΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΕΡΗΡΩΔΙΖΩ ΤΟΝ ΗΡΩΔΗ ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΤΟΝ ΑΜΛΕΤΟ
Πίστευα πάντα πως η τακτική του κυρίου Κόυνερ του Μπρεχτ, για ανθρώπους όπως εγώ που δεν είναι πλασμένοι για ηρωικές πράξεις είναι ο προσφορότερος τρόπος να επιβιώνεις με αξιοπρέπεια. Θυμίζω εντούτοις τη στρατηγική και την τακτική του κυρίου Κόυνερ για να συνεννοούμαστε. Στην περίοδο του ναζισμού, λέει ο Μπρεχτ στο έξοχό του αυτό κείμενο που υποτιτλίζει «Η διαλεκτική στην καθημερινή ζωή», ένας Ες Ες με ένα χαρτί επιτάξεως επισκέφτηκε τον κ. Κόυνερ και του είπε: «Επιτάσσεται στο σπίτι σου ένα δωμάτιο για να εγκατασταθώ κι εσύ υποχρεούσαι να με υπηρετείς. Θα με υπηρετείς;» Ο κ. Κόυνερ αντί απαντήσεως του έβγαλε το αμπέχονο, του έβγαλε τις μπότες, του πρόσφερε καλομαγειρεμένο φαΐ, τον κοίμισε τη νύχτα, ξυπνούσε και τον σκέπαζε να μην κρυώνει. Το πρωί τού πρόσφερε πλούσιο πρωινό και στο γεύμα και στο δείπνο τού πρόσφερε ακριβά φαγητά και καλό κρασί. Όταν ο Ες Ες από την καλοπέραση πάχυνε, έπαθε έμφραγμα και πέθανε, ο κ. Κόυνερ τον έβαλε σ΄ ένα τσουβάλι, πήγε στον Έλβα, τον πέταξε και απάντησε στην ερώτησή του: «Όχι!».
Η χούντα όπως προείπα με έστειλε δυσμενώς με τη γυναίκα μου, φιλόλογο επίσης, στο Κρανίδι Ερμιονίδος. Την εποχή εκείνη η κωμόπολη
φροντιστήριο οι διευθυντές με πληροφόρησαν πως σε κάθε τμήμα όπου δίδασκα είχε εγγραφεί ένας «ύποπτος» τύπος που βέβαια δεν έγραφε ποτέ έκθεση
που υπήρξε κάποτε πρωτεύουσα κατά την Επανάσταση του ΄21, πριν από την τουριστική ανάπτυξη της περιοχής, όταν η Κόστα ήταν έρημη ακτή με μια ξύλινη ψαράδικη ταβέρνα και η Βερβερόντα και ο Άγιος Αιμιλιανός παραλίες σαν εκείνες του Ροβινσώνα Κρούσου, ήταν ένα κεφαλοχώρι που εξυπηρετούσε στη Μέση Εκπαίδευση πολλά χωριά τριγύρω, Ερμιόνη, Κοιλάδα, Διδυμαία, Πόρτο Χέλι. Πολλοί παππούδες και γιαγιάδες μιλούσαν ακόμη αρβανίτικα και οι μαθητές μας μπορούσαν να συνεννοηθούν σ΄ αυτό το ιδίωμα. Μάλιστα ένας φιλόλογος ντόπιος συνάδελφος είχε καταπιαστεί με τη συγκρότηση ενός λεξικού της άγραφης αυτής διαλέκτου. Επιμένω σ΄ αυτά γιατί είναι ο πυρήνας της προσωπικής μου περιπέτειας. Έτσι για πλάκα είχαμε μάθει μερικά δημοτικά αρβανίτικα τραγούδια (π.χ. το «Ρακαμπάνα») και κάποιες συχνές βωμολοχίες.
Μετά την παράσταση της «Ηλέκτρας» που προανέφερα στην περασμένη επιφυλλίδα και μετά την εκδρομή στη Ζάκυνθο υποβάλαμε τις παραιτήσεις μας. Γυρίσαμε σε κάποια ιδιωτικά σχολεία όπου είχαμε υπηρετήσει πριν από τον διορισμό στο Δημόσιο. Εγώ και στο Φροντιστήριο των Σταυρόπουλου- Τσατσάκη στην οδό Γενναδίου, ένα ερειπωμένο νεοκλασικό, ακριβώς εκεί όπου τώρα είναι το Βιβλιοπωλείο του «Κέδρου». Τον Σεπτέμβρη είχα, νομίζω το έχω ξαναγράψει, την πιο συγκινητική εκδήλωση της ζωής μου. Όταν μπήκα στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1968 στην αίθουσα με υποψηφίους θετικών επιστημών, Πολυτεχνείου κ.τ.λ., βρέθηκαν ενώπιον της ολομέλειας της τάξης μου στο Κρανίδι. Είχαν εγκαταλείψει την πόλη τους, είχαν εγγραφεί σε σχολεία των Αθηνών και είχαν προσέλθει ομαδικά στο Φροντιστήριο όπου δίδασκα μόνο Έκθεση (Γεωμετρία δίδασκε ο Γιώργος Κοντογεώργης, δηλαδή ο υπερρεαλιστής ποιητής Έκτωρ Κακναβάτος). Όταν άνοιξα τη θύρα της αίθουσας οι πρώην μαθητές μου κάθονταν όπως ακριβώς κάθονταν στην αίθουσα του σχολείου τους την περασμένη χρονιά! Έχουν σημασία αυτές οι λεπτομέρειες. Είχαμε προσκληθεί, η γυναίκα μου κι εγώ, να επισκεφτούμε φιλικό ζεύγος Ολλανδών φιλελλήνων στη Χάγη. Όπως ήταν φυσικό, έκανα αίτηση για διαβατήριο.
Ένα πρωί του τέλους Σεπτεμβρίου κατά τις 6, μέρα που ερχόταν η κυρία και φρόντιζε μία φορά την εβδομάδα την καθαριότητα του διαμερίσματος, κτύπησε το κουδούνι, σηκώθηκα έκπληκτος για την ώρα, ερχόταν κατά τις 8, και ανοίγοντας μπούκαραν μέσα τέσσερα ντερέκια. Ο ένας αχρήστευσε το τηλέφωνο, ο άλλος έψαχνε τη βιβλιοθήκη, ο τρίτος έστεκε στην εξώπορτα και ο τέταρτος ιταμά με διέταξε να ντυθώ και να τον ακολουθήσω. Ντύθηκα βιαστικά και κατεβαίνοντας, κατοικούσα πίσω από τη Σχολή Ευελπίδων, ακριβώς απέναντι από το «Αμόρε», ζήτησα να πάρω τσιγάρα από το περίπτερο. «Πάρε πολλά πακέτα» μού είπε ο επικεφαλής, όταν με επιβίβαζαν στη γνωστή μαύρη Μπουίκ με τα κουρτινάκια. Βρέθηκα στην Μπουμπουλίνας κάτω από την ταράτσα. Με έκλεισαν σε ένα κελί, όπου ήδη ήταν έγκλειστος ο Βασίλης Φίλιας (ήταν μόλις είχε συλληφθεί η ομάδα τους). Μου συνέστησε να κάνω υπομονή γιατί υπήρχε η περίπτωση να ανακριθώ πολλές μέρες μετά. Ήταν στην τακτική τους. Παρ΄ όλ΄ αυτά και με έκπληξη όλων οδηγήθηκα στον ανακριτή στις 8 η ώρα. Πρώτος, πριν από όλους.
Αργότερα έμαθα τον λόγο αυτής της «εύνοιας». Η γυναίκα μου μόλις έφυγα ειδοποίησε τον πατέρα της, συνταξιούχο ταχυδρομικό. Εκείνος, πάντα ενημερωμένος επαρχιώτης, θυμήθηκε πως κάποιος συμπατριώτης του υπηρετούσε στην Ασφάλεια, του τηλεφώνησε και του είπε «μάθε γιατί τον συνέλαβαν». Ο άγνωστός μου εκείνος άνθρωπος, που δεν έμαθα ποτέ το όνομά του, έκανε μια σωτήρια ενέργεια. Βρήκε τον φάκελό μου στη στοίβα των προς ανάκριση, περίπου εκατοστό, τον τράβηξε και τον έβαλε πρώτο. Καμιά άλλη ενέργεια δεν έκανε, φυλάγοντας για καλό ή για κακό πισινή. Έτσι στις 8 βρέθηκα μπροστά στον περίφημο Καλύβα, αξιωματικό ασφαλείας, υπεύθυνο για τους επιστήμονες. «Ρε, συ, Γεωργουσόπουλε», μου είπε, «είπαμε να σας συγχωρήσουμε το παρελθόν, αλλά εσείς έρχεστε σαν τα γίδια και τρίβεστε στην γκλίτσα μας». «Τι έκανα πάλι, Καλύβα», του είπα. Αφού άνοιξε τον φάκελό μου και μου διάβασε τις παλιές μου δραστηριότητες, συνδικαλιστικά, φοιτητικά, σχέσεις μου με τον Ανδρέα Λεντάκη κ.τ.λ., αφού διάβασε και γραφικές πληροφορίες («Δεν καπνίζεις πια Ξάνθης Νο 1»), ακόμη κι όταν παρακολούθησα την εκδήλωση για τα πενηντάχρονα του Βάρναλη («Ήμουν τότε μαθητής Δραματικής Σχολής», του είπα, «και πήγα να ακούσω την κυρία Κυβέλη που απήγγειλε τη “Μάνα του Χριστού”»), έφτασε στο ψητό. «Γιατί, ρε, εκθειάζεις τις μειονότητες;», είπε. Ήταν η εποχή που ο Λαδάς είχε βγάλει τη ζωστήρα και έδειρε στο γραφείο του τον Λαμπρία και τον Λάμψα γιατί στις «Εικόνες» είχαν δημοσιεύσει άρθρο για την αρχαία ομοφυλοφιλία. «Δεν καταλαβαίνω τι λες», απάντησα. «Προπαγανδίζεις υπέρ της αλβανικής μειονότητας», μουγκρίζει.
Και κάνει το λάθος της ζωής του. Μου εγχειρίζει για να με αποστομώσει ένα φύλλο μαθητικού τετραδίου όπου ο χαφιές είχε καταγράψει την καταγγελία του: «Ο καθηγητής Γεωργουσόπουλος, στο τάδε φροντιστήριο, μιλάει στους μαθητές του αλβανικά»!! Το διάβασα προσεχτικά και κάτι έλαμψε, σωτήριο, μέσα μου: «Ρε, συ, Καλύβα», του είπα, «μια ζωή στους αναλφάβητους και στους παρίες αναθέτετε το χαφιεδιλίκι. Δέκα αράδες γράφει ο ερίφης και έχει έξι ορθογραφικά λάθη». Και του πετάω με περιφρόνηση το χαρτί. Κέρωσε, έπαιζε τον διανοούμενο, λόγω και θέσης, και τον πείραξε η παρατήρηση. «Άκου», του λέω, «περί τίνος πρόκειται γιατί με το ζόρι ήρωα δεν θα με κάνεις. Εγώ υπηρετούσα έως τον Ιούνιο στο Κρανίδι. Εκεί μιλάνε ακόμη Αρβανίτικα. Έμαθα για πλάκα κάποια σόκιν. Τώρα που έχω κάποιους μαθητές μου Κρανιδιώτες στο φροντιστήριο, όταν δεν μου αρέσει καμιά έκθεση την επιστρέφω με τον χαρακτηρισμό "μουτ". Η λέξη σημαίνει "σκατά"». Ο Καλύβας ακούγοντάς τη γέλασε. Άδραξα τον ευκαιρία στον αέρα και του λέω: «Αρβανίτης είσαι, Καλύβα;». Άλλαξε διάθεση, δεν σχολίασε την παρατήρηση και μου είπε: «Γράψε μια αναφορά για όσα ισχυρίζεσαι, να πας στη Σήμανση για δακτυλικά και ξεκουμπίσου». Με έβαλαν με κόλλες χαρτί σ΄ ένα σκοτεινό γραφείο και σε άπταιστη καθαρεύουσα κοπιάρησα από μνήμης την άποψη του Μπίρη περί των «Αλβανών, των Δωριέων του Νεοελληνισμού».
Μήπως αυτή η «πραγματεία» μου δεν όδευσε το ΄89 στη Χαλυβουργική μαζί με τους άλλους φακέλους; Φωτογραφήθηκα αν φας και τρουά καρ, έδωσα δακτυλικά αποτυπώματα και υποχρεώθηκα να δίνω συχνά το «παρών». Πάντως στο φροντιστήριο οι διευθυντές με πληροφόρησαν πως σε κάθε τμήμα όπου δίδασκα είχε εγγραφεί ένας «ύποπτος» τύπος που βέβαια δεν έγραφε ποτέ έκθεση, φαίνεται κατά συμβουλή του Καλύβα. Πώς να ανεχθεί ο άνθρωπος τα ορθογραφικά του λάθη υπογραμμισμένα με «κόκκινη» κομμουνιστική μολυβιά!!
Έκτοτε όταν παρέδιδα έκθεση στην τάξη των Κρανιδιωτών και διατύπωνα τη δυσαρέσκειά μου για κάποια, έλεγα «Σκατά, και μετάφρασέ τα σ΄ όποια γλώσσα κατέχεις»! Και συνέχιζα: «Πάντως γαλλιστί η λέξη είναι “merde” και διεστραμμένη “merdre” έγινε θεατρικά διάσημη γιατί μ΄ αυτή την κραυγή αρχίζει ένα αριστούργημα προάγγελος του υπερρεαλισμού “Ο Βασιλιάς Υμπύ” του Ζαρρύ. Πρόκειται για έναν ηλίθιο που έγινε τυχαία τύραννος. Στη μακρινή Πολωνία όλα αυτά».
Αυτός ο κύριος Κόυνερ με σημάδεψε!