Κυριακή, 09 Μαρτίου 2008 14:56 | |
Τις ελληνοσερβικές σχέσεις περιβάλλει μια αποπροσανατολιστική μυθολογία. Αντίθετα προς τις καλλιεργούμενες ψευδαισθήσεις, ούτε κάποια ιδιάζουσα εθνική συμπάθεια, ούτε η ορθοδοξία – κοινή άλλωστε στο σύνολο των Σλάβων του βαλκανικού Νότου – ούτε άλλος τις πολιτιστικός ή συναισθηματικός παράγοντας συνέβαλε ουσιαστικά στις ευκαιριακές συμπράξεις των δύο χωρών μας. Συστρατευθήκαμε εκάστοτε υπό την ώθηση των εκατέρωθεν εθνικών συμφερόντων και μόνο. Κατά τους βαλκανικούς πολέμους, ειδικότερα, για να απελευθερώσουμε εδάφη από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και, εν συνεχεία, για να αποτρέψουμε την ιδιοποίηση της μερίδας του λέοντος των εδαφών αυτών από τη στρατιωτικώς ισχυρότερη τότε Βουλγαρία. Και κατά τους δύο παγκόσμιους πολέμους για να προστατεύσουμε το πατρώο έδαφος κατά κοινών εχθρών. Ωστόσο, η – κυριαρχούμενη από τους Σέρβους – Μεγάλη Γιουγκοσλαβία που προέκυψε από τον Α! Παγκόσμιο Πόλεμο έτρεφε ευθύς εξ αρχής εμφανείς εδαφικές βλέψεις εις βάρος της ελληνικής επικράτειας. Παρά δε τις λυκοφιλίες του Βαλκανικού Συμφώνου, επί κομμουνιστικού καθεστώτος οι ανθελληνικές αυτές στοχεύσεις κορυφώθηκαν. Με τον Τίτο να αποβλέπει στη βαλκανική ηγεμονία, εις βάρος, τόσο της Ελλάδας, όσο και της Βουλγαρίας. Και να χρησιμοποιεί την «Ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας» ως αιχμή του επεκτατικού του δόρατος. (Ο καταλλήλως διοχετευόμενος από το Βελιγράδι ισχυρισμός ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ενέδιδε, δήθεν, σε πιέσεις των Σκοπιανών ήταν διαφανώς προσχηματικός.) Υπό το φως των διαπιστώσεων αυτών, η εξασθένιση της Γιουγκοσλαβίας στο μεταψυχροπολεμικό διεθνές περιβάλλον λειτούργησε αρχικά υπέρ των ελληνικών συμφερόντων. Πιο συγκεκριμένα, η ανεξαρτοποίηση των Σκοπίων ισοδυναμούσε με γεωπολιτικό δώρο προς τη χώρα μας. Διότι, στη θέση ενός κράτους διπλάσιου της Ελλάδας σε έκταση και υπερδιπλάσιου σε πληθυσμό, εμφανίσθηκε στα σύνορά μας ένα ανίσχυρο και εύθραυστο κρατίδιο, απειλούμενο ουσιαστικά από όλους τους γείτονές του εκτός από εμάς – και ως εκ τούτου προσφερόμενο ιδεωδώς σε χειραγώγηση από την Αθήνα. (Το ότι δεν κατορθώσαμε να αξιοποιήσουμε την ευνοϊκή αυτή εξέλιξη είναι άλλο θέμα, στο οποίο ο συντάκτης αυτών των γραμμών έχει επανειλημμένως αναφερθεί, μεταξύ άλλων και από τις στήλες του «Διπλωματικού Περισκοπίου».) Η ανεξαρτοποίηση του Κοσσυφοπεδίου, από την άλλη, θα παρουσίαζε περιορισμένο ενδιαφέρον για τη χώρα μας – εντοπισμένο κυρίως στις αρνητικές επιπτώσεις της υπερβολικής εξασθένισης του σερβικού παράγοντα στις βαλκανικές ισορροπίες – αν είχαμε τη βεβαιότητα ότι το νεότευκτο βαλκανικό μίνι-κράτος θα παραμείνει όντως ανεξάρτητο. Ένας τέτοιος εφησυχασμός, όμως, δεν δικαιολογείται από τα πράγματα. Καθώς όλα, αντιθέτως, πείθουν ότι οι Αλβανοί εθνικιστές επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν την κοσοβαρική ανεξαρτησία ως ενδιάμεσο σταθμό προς τη συγκρότηση μιας Μεγάλης Αλβανίας μέσω της συνένωσης της αλβανικής επικράτειας με το Κοσσυφοπέδιο και τους Αλβανούς της ΠΓΔΜ. Με το σλαβικό στοιχείο των Σκοπίων ενδεχομένως να απορροφάται, σε μια τέτοια περίπτωση, από τη Βουλγαρία. Οπότε τα βορείως σήμερα των συνόρων μας τέσσερα, μικρού σχετικά μεγέθους και αντιθετικών συμφερόντων και άρα ελέγξιμα, κρατικά σχήματα θα αντικατασταθούν από δύο πολύ πιο υπολογίσιμες δυνάμεις. Η μία τουλάχιστον εκ των οποίων – μια διπλασιασθείσα Αλβανία – θα αποδειχθεί, κατά πάσαν πιθανότητα, ιδιαίτερα δύσκολος γείτονας. Σημειωτέον δε ότι, αν οι προσπάθειες που καταβάλλουν αυτή τη στιγμή οι Σέρβοι της Μιτρόβιτσας για να παραμείνουν μέρος της σερβικής επικράτειας τελεσφορήσουν, η συνακόλουθη ουσιαστική κατάλυση του πολυεθνικού χαρακτήρα του κοσοβαρικού κράτους θα δώσει περαιτέρω ώθηση στις αλβανικές αλυτρωτικές φιλοδοξίες. Είναι προφανές, επομένως, ότι τα ελληνικά συμφέροντα συνηγορούν υπέρ της ισχυρής νατοϊκής και κοινοτικής παρουσίας στην περιοχή και κατά κύριο λόγο στα ευρωατλαντικά προτεκτοράτα των Σκοπίων και του Κοσόβου, προκειμένου οι εκεί αποσταθεροποιητικές δυνάμεις να διατηρηθούν υπό έλεγχο και, συν τω χρόνω, να καταστεί δυνατή η ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων, της Σερβίας περιλαμβανομένης, στο σταθεροποιητικό ευρωατλαντικό θεσμικό πλέγμα. Και συνεπώς η Ελλάδα καλείται να συμβάλει παντοιοτρόπως προς αυτή την κατεύθυνση. |