ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΛΑΙΝ ΝΤΕ ΜΠΕΝΟΥΑ
Για να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του, λέει ό Νίτσε. πρέπει πρώτα να τον αναζητήσει. Πρέπει λοιπόν να επιστρέψει στις ρίζες, στό «απώτερο παρελθόν». Διότι «το μέλλον ανήκει σ’ εκείνον ό όποίος θα έχει την πιο μακριά μνήμη».
Το μεγάλο έγκλημα των ηθικολόγων στα μάτια του Νίτσε, είναι ότι έδωσαν στον πόνο μια δηλητηριασμένη εξήγηση: Εάν κανείς υποφέρει, είναι γιατί έκαμε ένα λάθος, μια αμαρτία. Παράλληλα, οι ιερείς «στιγμάτισαν όλα τα αισθήματα της ηδονής, βλέποντας σ’ αυτά την αμαρτία και την γοητεία» «έδωσαν τα ονόματα τα πιο ιερά ατά αισθήματα αδυναμίας», «παραχάραξαν την Αγάπη για να την κάμουν Εγκατάλειψη και ‘Αλτρουισμό «είδαν στην μεγαλοσύνη μία άρνηση», «θεώρησαν τήν ζωή σάν τιμωρία, τήν εύτυχία σάν πειρασμό, το πάθος σάν κάτι τό διαβολικό, τήν έμπιστοσύνη σαν ανίερη» (ίδιο έργο).
Η ΦΟΒΕΡΩΤΕΡΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ
Για τον Νίτσε, βρισκόμαστε μπροστά σε μία ασθένεια: «την τρομερότερη ασθένεια πού ενδήμησε ποτέ μέσα στους ανθρώπους”, ‘Η καταγωγή της ασθένειας αυτής είναι ή εμφάνιση, σε μια καθορισμένη έθνογεωγραφική περίμετρο, ένός ήθικου τύπου, φορέως μιας νοοτροπίας και μιας προθέσεως, του όποίου ή τελειότερη ενσάρκωση είναι ό ‘Ιερεύς.
Για τον ‘Ιερέα, οποιοδήποτε γεγονός είναι μία ηθική ένδειξη. ‘Ο κόσμος δεν είναι πλέον γεμάτος γεγονότα αντικειμενικά ουδέτερα, τα όποία αξιολογούνται από τις συγκυρίες. Είναι γεμάτος μόνον από τιμωρίες και ανταμοιβές. Οποιοδήποτε ευτυχές γεγονός είναι ένδειξη μιας άνταμοιβης «γραμμένης” στήν αίωνία τάξη πραγμάτων. ‘Οποιοδήποτε άτυχές γεγονός ειναι ένδειξη μιας τιμωρίας, πού τιμωρεί ένα «ηθικό λάθος» σημερινό, περασμένο, η και μελλοντικό.
Η προσπάθεια επέτυχε; Είναι γιατί ή θεότης άκουσε τις εκκλήσεις πού της έκαμαν. Απέτυχε; Είναι γιατί οι προσευχές δεν ήσαν αρκετά ευλαβείς, ή γιατί ό ενδιαφερόμενος ήταν άσεβής (δεν ήταν αγνός). Ξεκινά κανείς μία επίμεμπτη πράξη και παρ’ όλα αυτά κερδίζει; Είναι γιατί συγχωρήθηκε. ‘Απέτυχε και πιάστηκε; Τιμωρήθηκε. Έτσι, για κάθε συγκυρία της ζωής, με κατάλληλο χειρισμό της διαλεκτικής και της λογοκοπίας, εγκαλώντας αδιερεύνητα και ανεξέλεγκτα δόγματα, ό ‘Ιερεύς εξηγεί ακάματα το γιατί και το πώς των καταστάσεων πού ό ίδιος φαντάζεται.
Για τον ‘Ιερέα, οποιοδήποτε γεγονός είναι μία ηθική ένδειξη. ‘Ο κόσμος δεν είναι πλέον γεμάτος γεγονότα αντικειμενικά ουδέτερα, τα όποία αξιολογούνται από τις συγκυρίες. Είναι γεμάτος μόνον από τιμωρίες και ανταμοιβές. Οποιοδήποτε ευτυχές γεγονός είναι ένδειξη μιας άνταμοιβης «γραμμένης” στήν αίωνία τάξη πραγμάτων. ‘Οποιοδήποτε άτυχές γεγονός ειναι ένδειξη μιας τιμωρίας, πού τιμωρεί ένα «ηθικό λάθος» σημερινό, περασμένο, η και μελλοντικό.
Η προσπάθεια επέτυχε; Είναι γιατί ή θεότης άκουσε τις εκκλήσεις πού της έκαμαν. Απέτυχε; Είναι γιατί οι προσευχές δεν ήσαν αρκετά ευλαβείς, ή γιατί ό ενδιαφερόμενος ήταν άσεβής (δεν ήταν αγνός). Ξεκινά κανείς μία επίμεμπτη πράξη και παρ’ όλα αυτά κερδίζει; Είναι γιατί συγχωρήθηκε. ‘Απέτυχε και πιάστηκε; Τιμωρήθηκε. Έτσι, για κάθε συγκυρία της ζωής, με κατάλληλο χειρισμό της διαλεκτικής και της λογοκοπίας, εγκαλώντας αδιερεύνητα και ανεξέλεγκτα δόγματα, ό ‘Ιερεύς εξηγεί ακάματα το γιατί και το πώς των καταστάσεων πού ό ίδιος φαντάζεται.
ΜΙΑ ΠΕΙΘΑΡΧΕΙΑ ΠΑΡΑ ΦΥΣΙΝ
‘Όταν κακομεταχειρίζεται κανείς το σώμα, γράφει ό Νίτσε (στην «Θέληση της δυνάμεως»), δημιουργεί το κατάλληλο έδαφος για τα αισθήματα ένοχης, δηλαδή μία αρρωστημένη κατάσταση πού χρειάζεται μία εξηγήση. Αυτήν την εξήγηση, ό Ιερεύς την παρέχει με μία θέρμη σχεδόν μονομανιακή, έποφελoύμενoς της ασθένειας και τού υποβόσκοντος μαζοχισμού.
Η κακοδιαθεσία την όποία δημιούργησε ή αμφιβολία είναι το τίμημα πού ό άνθρωπος πρέπει να πλήρωση για την προσβολή πού έκαμε. Συνειδητά ή όχι, προς την θεότητα. Και ή προσβολή πρέπει να εξιλεωθεί μέσω του Ιερέως, ό όποίος ανακαλύπτει την φύση της, αναλύει τις αίτίες της και προτείνει ένα φάρμακο.
Η κακοδιαθεσία την όποία δημιούργησε ή αμφιβολία είναι το τίμημα πού ό άνθρωπος πρέπει να πλήρωση για την προσβολή πού έκαμε. Συνειδητά ή όχι, προς την θεότητα. Και ή προσβολή πρέπει να εξιλεωθεί μέσω του Ιερέως, ό όποίος ανακαλύπτει την φύση της, αναλύει τις αίτίες της και προτείνει ένα φάρμακο.
Ο ‘Ιερεύς παρουσιάζεται έτσι ως μεσάζων μεταξύ τού δημιουργού-λυτρωτού και τού αμαρτωλού όντος, μεταξύ του άνθρώπου πού κάνει λάθη και τού Θεού πού είναι τέλειος.
Χάρις στην μεσίτευση του, στην ικανότητά του (γιατί ξέρει το κακό όπως ό γιατρός ξέρει την ασθένεια και ό ψυχαναλυτής τα συμπλέγματα), ή θεότης θα ευαρεστηθεί να ξεπλύνει την ακαθαρσία, να σταματήσει την οργή της, να εξαφάνιση το λάθος, να πέραση τέλος το όνομα τού θνητού, από τον πίνακα των κολασίμων κατηγοριών από τετράδιο των ουράνιων αμοιβών και των ευλογημένων οραμάτων! Ο άνθρωπος «ο οποίος υποφέρει από μία οποιαδήποτε αίτία, φυσιολογική ασφαλώς» αναρωτάτε για τούς λόγους του πόνου του. Τότε συναντά κάποιον που γνωρίζει ακόμη αυτό που είναι κρυφό, τον μάγο του, τον ασκητικό ιερέα, ο οποίος του δίνει μία πρώτη ένδειξη για την αιτία του πόνου του
Πρέπει να την αναζήτηση στον ίδιο τον εαυτό του, σε ένα λάθος που έκαμε στο παρελθόν. Πρέπει να εξηγήσει τον πόνο του σαν μια τιμωρία… Άκουσε, κατάλαβε ό δυστυχής, τώρα έχει γίνει σαν μία κότα, γύρω από την οποία έχει χαραχθεί μία γραμμή. Δεν μπορεί πλέον να βγει από τις κυκλικές αυτές γραμμές, από άρρωστος, έχει γίνει αμαρτωλός.
Πρέπει να την αναζήτηση στον ίδιο τον εαυτό του, σε ένα λάθος που έκαμε στο παρελθόν. Πρέπει να εξηγήσει τον πόνο του σαν μια τιμωρία… Άκουσε, κατάλαβε ό δυστυχής, τώρα έχει γίνει σαν μία κότα, γύρω από την οποία έχει χαραχθεί μία γραμμή. Δεν μπορεί πλέον να βγει από τις κυκλικές αυτές γραμμές, από άρρωστος, έχει γίνει αμαρτωλός.
Η συναίσθησης του λάθους μας παρουσιάσθηκε ακατέργαστη κατά κάποιο τρόπο. Στα χέρια του ‘Ιερέως, αυτού του καλλιτέχνη του συναισθήματος του λάθους, αυτό το συναίσθημα άρχισε να παίρνει μορφή! – και τι μορφή! Η αμαρτία! γιατί αυτό είναι το όνομα που δίνει ό Ιερεύς στην ζωική «κακή συνείδηση», ή αμαρτία έμεινε ως τώρα το βασικό γεγονός στην ιστορία της άρρωστης ψυχής και αντιπροσωπεύει για μας την πιο ολέθρια επιδεξιότητα της θρησκευτικής ερμηνείας. Η έννοια της αμαρτίας ανήκει ειδικά στον ‘Ιερέα. Στο λεξιλόγιο του παλαιού ευρωπαϊκού κόσμου, δεν υπάρχει λέξη για να την ερμηνεύσεις. Στην γλώσσα του Βιργιλίου και του Κικέρωνος, το «πεκάτουμ» θέλει να πει λάθος, έγκλημα, δηλαδή συγκεκριμένα πράγματα ενώ στην ελληνική γλώσσα ή ανάλογη λέξη ήταν «ύβρις»
‘Η έννοια της αμαρτίας δεν είναι παρά μία ‘Ιερατική παρέκκλιση, αναλογούσα σε μία ιδέα, την οποίαν ή Αρχαιότητα δεν είχε ποτέ συνειδητοποιήσει, ένα πολύ ειδικό λάθος, βασιζόμενο σε μυστήρια, σε δόγματα και σε αισθήματα ένοχής. ‘Ένα λάθος πού έγινε έναντι της θεότητας μόνον και των δικών της απαιτήσεων και ιεροτήτων.
Για τον Νίτσε, ή αποθέωση του ηθικού τύπου πού ενσαρκώνεται από τον Ιερέα, είναι το «ασκητικό ιδεώδες». Ο φιλόσοφος επιμένει στον ρόλο του ασκητού, στον οποίον βλέπει «την αντίφαση φτιαγμένη άνθρωπο».
Υπάρχει σ’ αυτόν ένα αχόρταγο ένστικτο, το οποίο θέλει να τα βάλει με την ζωή, την δική του και των άλλων. Δηλαδή δεν επιβεβαιώνεται παρά με το να αρνείται (ή θέση του δεν είναι παρά μία άρνηση) δεν δέχεται να υπάρχει, παρά για να ρίχνει το ανάθεμα επάνω σε ότι υπάρχει. Δεν έχει παρά μίσος για τον κόσμο, για τις φυσικές λειτουργίες, για το σφρίγος, την δύναμη, το κάλλος και την χαρά.
‘Ο άνθρωπος με την κακή συνείδηση έπιασε μία θρησκευτική υπόθεση, για να ώθηση το ίδιο του το βασανιστήριο σε βαθμό σκληρότητας και οξύτητας τρομακτικό. Μία υποχρέωση προς τον Θεό. Η σκέψη αυτή, γίνεται γι’ αυτόν ένα όργανο βασανισμού. Παίρνει από τον Θεό και τις τελευταίες αντιθέσεις πού μπορεί να φανταστεί μέσα από τα ίδια του τα ζωικά και αχαλίνωτα ένστικτα και μεταλλάσσει τα ίδια αυτά ένστικτα, σε λάθη έναντι του Θεού (εχθρότητα, αντίδραση, επανάσταση έναντι του κυρίου, του πατέρα, του προγόνου και της αρχής του κόσμου.
Στέκεται ατό κέντρο της αντιθέσεως μεταξύ Θεού και Διαβόλου, αποβάλλει από τον εαυτό του όλες τις αρνήσεις, ότι τον ωθεί στην άρνηση του εαυτού του, στην άρνηση της φύσεως, του φυσιολογικού, την πραγματικότητα της ύπαρξης του, για να επιτύχει την βεβαιότητα ενός πράγματος πραγματικού, ζωντανού, αληθινού, Θεού, αγίου, Θεού δικαίου, Θεού δημίου, το υπερπέραν, το αιώνιο μαρτύριο, την κόλαση, το απροσμέτρητο μεγαλείο της τιμωρίας και του λάθους. Πρόκειται για ένα είδος τρέλας θελήσεως για ψυχική σκληρότητα, ανάλογη της οποίας δεν θα βρει κανείς.
Αυτός ό εκδικητής (και ζηλόφθονος) Θεός, γίνεται μόνιμος κατήγορος, γιατί είναι πάντοτε μοναδικός για εκδίκηση. Άλλωστε πως δεν θα ήταν; Έτσι, ό αδύνατος αυτοκαταδικάζεται ανέκκλητα την ίδια στιγμή πού θέλει να εξαφτεί από ενθουσιασμό. Πρέπει πλέον να εξομοιώσει τον πόθο του με αυτήν την προοπτική της σωτηριολογίας, όπου ό θρίαμβος, το μαρτύριο, ή λύτρωση και ή εξαφάνιση του εγώ είναι αδιάλυτα ανακατεμένα.
‘Ο άνθρωπος με την κακή συνείδηση έπιασε μία θρησκευτική υπόθεση, για να ώθηση το ίδιο του το βασανιστήριο σε βαθμό σκληρότητας και οξύτητας τρομακτικό. Μία υποχρέωση προς τον Θεό. Η σκέψη αυτή, γίνεται γι’ αυτόν ένα όργανο βασανισμού. Παίρνει από τον Θεό και τις τελευταίες αντιθέσεις πού μπορεί να φανταστεί μέσα από τα ίδια του τα ζωικά και αχαλίνωτα ένστικτα και μεταλλάσσει τα ίδια αυτά ένστικτα, σε λάθη έναντι του Θεού (εχθρότητα, αντίδραση, επανάσταση έναντι του κυρίου, του πατέρα, του προγόνου και της αρχής του κόσμου.
Στέκεται ατό κέντρο της αντιθέσεως μεταξύ Θεού και Διαβόλου, αποβάλλει από τον εαυτό του όλες τις αρνήσεις, ότι τον ωθεί στην άρνηση του εαυτού του, στην άρνηση της φύσεως, του φυσιολογικού, την πραγματικότητα της ύπαρξης του, για να επιτύχει την βεβαιότητα ενός πράγματος πραγματικού, ζωντανού, αληθινού, Θεού, αγίου, Θεού δικαίου, Θεού δημίου, το υπερπέραν, το αιώνιο μαρτύριο, την κόλαση, το απροσμέτρητο μεγαλείο της τιμωρίας και του λάθους. Πρόκειται για ένα είδος τρέλας θελήσεως για ψυχική σκληρότητα, ανάλογη της οποίας δεν θα βρει κανείς.
Αυτός ό εκδικητής (και ζηλόφθονος) Θεός, γίνεται μόνιμος κατήγορος, γιατί είναι πάντοτε μοναδικός για εκδίκηση. Άλλωστε πως δεν θα ήταν; Έτσι, ό αδύνατος αυτοκαταδικάζεται ανέκκλητα την ίδια στιγμή πού θέλει να εξαφτεί από ενθουσιασμό. Πρέπει πλέον να εξομοιώσει τον πόθο του με αυτήν την προοπτική της σωτηριολογίας, όπου ό θρίαμβος, το μαρτύριο, ή λύτρωση και ή εξαφάνιση του εγώ είναι αδιάλυτα ανακατεμένα.
Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ
‘Η “ηθική της αμαρτίας” επιδεικνύει έτσι μία αληθινή αποστροφή προς το σώμα και τις δραστηριότητές του. Είναι “κακά πράγματα”, πού επαναφέρουν τον άνθρωπο “στα ένστικτά του”, “στο κτήνος πού κοιμάται μέσα του”. Διότι το ένστικτο της πάλης και το γεννητικό ένστικτο είναι βασικά ένστικτα ζωής, ιδιαίτερα παραγωγικά και ανανεωτικά. Αυτά πού αντιτίθενται περισσότερο στις επιδιώξεις του ‘lερέα και του . Ασκητού.
Η ικανότης του ‘lερέα να αλλάζει το όνομα των άξιων δεν είναι λιγότερο αξιοπρόσεκτη. Ονομάζει την ανικανότητα θεληματική αποχή, την παραίτηση απομάκρυνση από τα πράγματα του κόσμου αυτού, την αδράνεια ταπεινοφροσύνη, την ανανδρία αφοσίωση στον κοινό σκοπό. κλπ. Δύο τύποι συμπεριφοράς βρίσκονται αντιμέτωποι εδώ.
Στις αντιθέσεις της ηθικής της τιμής της Παλαιάς Δύσεως (ευγενής-χαμηλός, άξιος ανάξιος, γνήσιος-αμφίβολος, θαρραλέος-δειλός, πιστός-προδότης, λογικό παράλογο, ορθολογικό-ανισόρροπο, έντιμο-άτιμο).
Η ηθική της αμαρτίας άπαντά με αφηρημένες αντιθέσεις, οι οποίες δεν είναι παρά παραμορφώσεις: καλό-κακό, ταπεινό-παράλογο, υποταγμένο-υπερήφανο, πνευματικό-σωματικό, αδύναμο-αυθάδες, μετριόφρον-απεριόριστο.
Παράλληλα, ό ‘Ιερεύς βάζει την αμφιβολία στην καρδιά των δυνατών. Επωφελείται από τις ανησυχίες τους, τούς πόθους τους, τις αποθαρρύνσεις τους, ακόμη και από τις φιλοδοξίες τους, για να τούς πείσει και να τούς καθησύχαση. Κάνει να γεννηθεί μέσα τους ό σπόρος της αρρώστιας, το συναίσθημα της ένοχης. Με αυτόν τον τρόπο, με την δημιουργία του συναισθήματος αυτού, ό Ιερεύς κατορθώνει να πείσει τούς συνομιλητές του να απαρνηθούν τις φυσικές αντιδράσεις τους να αγωνιστούν εναντίον των βαθύτερων ενστίκτων τους.
Ανάλογα με τις συγκυρίες και τις εποχές, ό ηθικολόγος θα προσπαθήσει να γίνει πιστευτό το ότι είναι εγωιστικό να σκέπτεται κανείς τούς δικούς του (την οικογένεια την χώρα του), πριν να σκεφθεί τούς «λαούς του κόσμου».., ότι είναι ντροπή να είναι υπερήφανος για τον πολιτισμό από τον όποίο προέρχεται, ότι είναι φαντασιώδες να ανταμείβονται οι καλύτεροι, ότι είναι άδικο να φανερώνει κανείς τις διαφορές της αξίας τού καθενός, ή να κάνη επιλογή.
Η ικανότης του ‘lερέα να αλλάζει το όνομα των άξιων δεν είναι λιγότερο αξιοπρόσεκτη. Ονομάζει την ανικανότητα θεληματική αποχή, την παραίτηση απομάκρυνση από τα πράγματα του κόσμου αυτού, την αδράνεια ταπεινοφροσύνη, την ανανδρία αφοσίωση στον κοινό σκοπό. κλπ. Δύο τύποι συμπεριφοράς βρίσκονται αντιμέτωποι εδώ.
Στις αντιθέσεις της ηθικής της τιμής της Παλαιάς Δύσεως (ευγενής-χαμηλός, άξιος ανάξιος, γνήσιος-αμφίβολος, θαρραλέος-δειλός, πιστός-προδότης, λογικό παράλογο, ορθολογικό-ανισόρροπο, έντιμο-άτιμο).
Η ηθική της αμαρτίας άπαντά με αφηρημένες αντιθέσεις, οι οποίες δεν είναι παρά παραμορφώσεις: καλό-κακό, ταπεινό-παράλογο, υποταγμένο-υπερήφανο, πνευματικό-σωματικό, αδύναμο-αυθάδες, μετριόφρον-απεριόριστο.
Παράλληλα, ό ‘Ιερεύς βάζει την αμφιβολία στην καρδιά των δυνατών. Επωφελείται από τις ανησυχίες τους, τούς πόθους τους, τις αποθαρρύνσεις τους, ακόμη και από τις φιλοδοξίες τους, για να τούς πείσει και να τούς καθησύχαση. Κάνει να γεννηθεί μέσα τους ό σπόρος της αρρώστιας, το συναίσθημα της ένοχης. Με αυτόν τον τρόπο, με την δημιουργία του συναισθήματος αυτού, ό Ιερεύς κατορθώνει να πείσει τούς συνομιλητές του να απαρνηθούν τις φυσικές αντιδράσεις τους να αγωνιστούν εναντίον των βαθύτερων ενστίκτων τους.
Ανάλογα με τις συγκυρίες και τις εποχές, ό ηθικολόγος θα προσπαθήσει να γίνει πιστευτό το ότι είναι εγωιστικό να σκέπτεται κανείς τούς δικούς του (την οικογένεια την χώρα του), πριν να σκεφθεί τούς «λαούς του κόσμου».., ότι είναι ντροπή να είναι υπερήφανος για τον πολιτισμό από τον όποίο προέρχεται, ότι είναι φαντασιώδες να ανταμείβονται οι καλύτεροι, ότι είναι άδικο να φανερώνει κανείς τις διαφορές της αξίας τού καθενός, ή να κάνη επιλογή.
Οι εξαθλιωμένοι μόνον είναι καλοί, οι φτωχοί, οι ανίκανοι, οι μικροί μόνον είναι καλοί, αυτοί πού υποφέρουν, αυτοί πού έχουν ανάγκη, είναι κι αυτοί είναι οι μόνοι ευλαβείς, οι μόνοι ευλογημένοι από τον Θεό. Σ’ αυτούς μόνον θα ανήκει ή ευλογία, Αντίθετα, εσείς οι άλλοι, οι οποίοι είσθε ευγενείς και δυνατοί, είσαστε στην αιωνιότητα οι κακοί, οι σκληροί, οι αχόρταγοι, οι πλεονέκτες, οι ανίεροι και αιωνίως θα μείνετε οι αποδιωγμένοι, οι καταραμένοι, οι κολασμένοι.
Αυτοί πού είναι καταραμένοι στα μάτια τού Ιερέως δεν είναι δυνατοί και κακοί, είναι κακοί γιατί είναι δυνατοί. Είναι το πνεύμα τού Λόγου επί τού ‘Όρους: Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, αύτοίς γάρ εσταί η βασιλεία των ουρανών. Και είναι ακόμη ή παραβολή τού αντικειμένου των Ευαγγελίων, Οι έσχατοι έσονται πρώτοι.
‘Ο Νίτσε παρομοιάζει τον ‘Ιερέα με το αιλουροειδές, πού τραυματίζει θανατηφόρα αντί να σκοτώσει, γιατί παίρνει την προφύλαξη να μην σκοτώσει, ‘Ικανοποιείται με το να πληγώσει και να μολύνει την πληγή. ‘Ο πληγωμένος ζητά βοήθεια και τότε ο ιερέας τρέχει, εφοδιασμένος με φάρμακα πού δεν θα ανακουφίσουν παρά στιγμιαία, αλλά πού, όπως το ναρκωτικό, θα δημιουργήσουν έναν εθισμό, τού οποίου ό άρρωστος θα είναι δούλος.
Σκοτεινός φορέας μικροβίων, ζωντανός πόθος εξαπλώσεως στον κόσμο της αρρώστιας της οποίας υπήρξε πρώτο θύμα, είναι πλέον ό κατάλληλος για να οδηγεί στην βοσκή την αγέλη των αρρώστων, να οργανώνει την εξουσία του στην Αυτοκρατορία των βασανισμένων.
Ο ‘Ιερέας είναι ό άνθρωπος πού αλλάζει την κατεύθυνση της μνησικακίας. Γιατί δίνει ατό ον πού υποφέρει ένα λόγο για να υποφέρει. Χρησιμοποιεί αυτό το βάσανο για να επιβάλει μία πειθαρχία, να καθορίσει τούς όρους τής εξαγοράς. Με δύο λόγια, υποδεικνύει “μία αιτία πού μπορεί να υποφέρει κι αυτή με τη σειρά της”.
Υποφέρω, άρα κάποιος πρέπει να είναι ή αιτία, έτσι σκέπτονται όλα τα αρρωστημένα πρόβατα. Τότε ό βοσκός τους, ό ασκητικός ‘Ιερεύς, τούς άπαντα: Πράγματι, πρόβατό μου, κάποιος πρέπει να είναι ή αιτία: αλλά η αιτία είσαι εσύ, ‘Εσύ είσαι ή αιτία του εαυτού σου!
‘Ο ‘Ιερεύς είναι αυτός πού φροντίζει τις αρρώστιες πού ό ίδιος καλλιεργεί. Κάθε φορά πού προτείνει μία ανακούφιση, το τίμημά της είναι ένα νέο βάσανο. Δεν περιποιείται σε τελευταία ανάλυση, παρά για να εξασφαλίσει καλύτερα την βορά του. ‘Όταν το λάθος εξαγνισθεί, είναι ανάγκη γι’ αυτόν να εξηγεί κάθε νέα ατυχία με ένα νέο λάθος, πού απαιτεί ένα νέο εξαγνισμό!
Σκοτεινός φορέας μικροβίων, ζωντανός πόθος εξαπλώσεως στον κόσμο της αρρώστιας της οποίας υπήρξε πρώτο θύμα, είναι πλέον ό κατάλληλος για να οδηγεί στην βοσκή την αγέλη των αρρώστων, να οργανώνει την εξουσία του στην Αυτοκρατορία των βασανισμένων.
Ο ‘Ιερέας είναι ό άνθρωπος πού αλλάζει την κατεύθυνση της μνησικακίας. Γιατί δίνει ατό ον πού υποφέρει ένα λόγο για να υποφέρει. Χρησιμοποιεί αυτό το βάσανο για να επιβάλει μία πειθαρχία, να καθορίσει τούς όρους τής εξαγοράς. Με δύο λόγια, υποδεικνύει “μία αιτία πού μπορεί να υποφέρει κι αυτή με τη σειρά της”.
Υποφέρω, άρα κάποιος πρέπει να είναι ή αιτία, έτσι σκέπτονται όλα τα αρρωστημένα πρόβατα. Τότε ό βοσκός τους, ό ασκητικός ‘Ιερεύς, τούς άπαντα: Πράγματι, πρόβατό μου, κάποιος πρέπει να είναι ή αιτία: αλλά η αιτία είσαι εσύ, ‘Εσύ είσαι ή αιτία του εαυτού σου!
‘Ο ‘Ιερεύς είναι αυτός πού φροντίζει τις αρρώστιες πού ό ίδιος καλλιεργεί. Κάθε φορά πού προτείνει μία ανακούφιση, το τίμημά της είναι ένα νέο βάσανο. Δεν περιποιείται σε τελευταία ανάλυση, παρά για να εξασφαλίσει καλύτερα την βορά του. ‘Όταν το λάθος εξαγνισθεί, είναι ανάγκη γι’ αυτόν να εξηγεί κάθε νέα ατυχία με ένα νέο λάθος, πού απαιτεί ένα νέο εξαγνισμό!
Ο ΔΥΝΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ο ΑΠΟΔΙΟΠΟΜΠΑΙΟΣ ΤΡΑΓΟΣ
Ο ‘Ιερεύς ενθαρρύνει αυτήν την αυταπάτη, γιατί είναι ευκολότερο να διοικεί μία υποταγμένη μάζα, ή οποία έχει τις ίδιες σκέψεις, παρά αυτόνομα άτομα, τα οποία είναι μία «οικουμένη» το καθένα μόνο του. «Δεν πρέπει να εξαπατάται κανείς», προσθέτει ό Νίτσε, «οι δυνατοί έχουν την τάση να διαχωρίζονται ενώ οι αδύνατοι ΝΑ ενώνονται».
Η ηθική των «δούλων» είναι λοιπόν μία ηθική μαζική. Οι αδύνατοι αποτελούν μία μάζα, επί της οποίας βασιλεύει ή πειθαρχία των θεολόγων. Αλλά συγχρόνως με την υποταγή του, ό αδύνατος λυπάται γι’ αυτήν. Η θρησκεία του εκφράζει την αρρώστια του και συνάμα την διαμαρτυρία του εναντίον του εαυτού του.
Η ηθική των «δούλων» είναι λοιπόν μία ηθική μαζική. Οι αδύνατοι αποτελούν μία μάζα, επί της οποίας βασιλεύει ή πειθαρχία των θεολόγων. Αλλά συγχρόνως με την υποταγή του, ό αδύνατος λυπάται γι’ αυτήν. Η θρησκεία του εκφράζει την αρρώστια του και συνάμα την διαμαρτυρία του εναντίον του εαυτού του.
Αυτό το αντιφατικό ένστικτο, πού σε τελευταία ανάλυση δεν είναι παρά μία ασυνείδητη άρνηση του εαυτού του, μία μετάφραση τής «μεταμελείας του εαυτού του» δημιουργεί την «επιθυμία τής απελευθερώσεως», ή ακριβέστερα, να βρει έναν αποδιοπομπαίο τράγο γι’ αυτήν την επιθυμία. Και ό αποδιοπομπαίος τράγος έχει υποδειχθεί, ήδη από πριν. Θα είναι ό δυνατός άνθρωπος, αυτός πού είναι πραγματικά «απελευθερωμένος», γιατί ή προσωπικότητα του δεν υποτάχθηκε ποτέ, δεν αλλοτριώθηκε ποτέ αυτός πού ζει στον δικό του ρυθμό. Ο ενεργών και όχι ενεργούμενος.
Η αδυναμία και ή ανικανότητα των ιερέων μεγαλώνουν μέσα τους ένα μίσος τερατώδες, σκοτεινό, διανοητικό και δηλητηριώδες. Αφού πέρασε είκοσι χρόνια στην έρημο, ό ασκητής νόμισε ότι οι στερήσεις και τα βάσανα στα οποία ό ίδιος θεληματικά υπέβαλε τον εαυτό του, έδιναν «φυσιολογικό» το δικαίωμα να υποβάλλει την ανθρωπότητα σε όσα είχε υποφέρει ό ίδιος!
Η ΗΘΙΚΗ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
“Η ηθική της τιμής, πού χαρακτηρίζει περιληπτικά την ηθική συμπεριφορά του Παλαιο Δυτισμου (του Παλαιo-Eύρωπαισμού γενικά), αντιτίθεται ριζικά σε αυτό πού αποκαλέσαμε ηθική της αμαρτίας.
Κάθε φορά πού επικρατεί «ή ηθική των δούλων», ή γλώσσα έχει την τάση να συνδέει την έννοια των λέξεων, «καλός» και «κουτός». Στην κοινή γλώσσα, ένα «καλό παιδί» είναι πάντα ένα αγαθό παιδί, αφοσιωμένο, αλλά τελικά λίγο βλάκας. Κατά τον ίδιο τρόπο θα μιλήσει κανείς για μία «καλή σταδιοδρομία», υπονοώντας «μία μικροσταδιοδρομία», ένα «καλό δρόμο».
Αν είναι «καλό», θα πει ότι είναι «μικρό». . Όχι μεγάλο προς Θεού! Ένας «καλός άνθρωπος» θα είναι ένα ασήμαντο πρόσωπο, οπωσδήποτε παθητικός, εύσπλαχνος, το αντίθετο ενός τολμηρού, δηλαδή με δύο λόγια το αντίθετο ενός γενναίου ανθρώπου. …..
Κάθε φορά πού επικρατεί «ή ηθική των δούλων», ή γλώσσα έχει την τάση να συνδέει την έννοια των λέξεων, «καλός» και «κουτός». Στην κοινή γλώσσα, ένα «καλό παιδί» είναι πάντα ένα αγαθό παιδί, αφοσιωμένο, αλλά τελικά λίγο βλάκας. Κατά τον ίδιο τρόπο θα μιλήσει κανείς για μία «καλή σταδιοδρομία», υπονοώντας «μία μικροσταδιοδρομία», ένα «καλό δρόμο».
Αν είναι «καλό», θα πει ότι είναι «μικρό». . Όχι μεγάλο προς Θεού! Ένας «καλός άνθρωπος» θα είναι ένα ασήμαντο πρόσωπο, οπωσδήποτε παθητικός, εύσπλαχνος, το αντίθετο ενός τολμηρού, δηλαδή με δύο λόγια το αντίθετο ενός γενναίου ανθρώπου. …..