γλώσσα και εθνικιστική ιδεολογία (Παντελής Ε. Λέκκας)
Η εκμετάλλευση του γλωσσικού κριτηρίου από τον εθνικισμό προσλαμβάνει πολλές μορφές: προσαρμογή της εκπαιδευτικής διαδικασίας στις εθνικές γλωσσικές αρχές και πρότυπα, αλλαγή τοπωνυμιών επί το εθνικότερον, σύσταση φιλολογικών συλλόγων, έκδοση βιβλίων, περιοδικών και εφημερίδων στην εθνική γλώσσα, συλλογή και οργάνωση της εθνικής γραμματολογίας, αναγόρευση εθνικών ποιητών, αναβίωση νεκρών λέξεων, κατασκευή γλωσσικών υβριδίων με «εθνικώς αδιαμφισβήτητη» ρίζα, καινούριες ονοματοδοσίες (...).
Οι γλωσσικές δραστηριότητες της εθνικιστικής ιδεολογίας δεν σταματούν εδώ. Σε πολλές περιπτώσεις ο ίδιος ο χαρακτήρας του εθνικού γλωσσικού ιδιώματος υφίσταται την άμεση επέμβαση του εθνικισμού με σκοπό τον «εξαγνισμό» του. Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα, κι όχι μόνο από τον Τρίτο Κόσμο, όπως θα ανέμενε κανείς, αλλά από την ίδια την κοιτίδα του εθνικισμού, τη δυτική Ευρώπη, όπου εθνικιστικές ιδεολογίες των οποίων ο λόγος δεν αμφισβητείται καθόλου, όπως η ολλανδική, η ισλανδική, η νορβηγική, η γερμανική, η γαλλική κ.α., εν παύουν να επεμβαίνουν, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, με σκοπό την αποκάθαρση της εθνικής γλώσσας από παρείσακτα στοιχεία. Βεβαίως, η υπογράμμιση της καθαρότητας (δηλαδή του γνήσιου εθνικού χαρακτήρα) μιας γλώσσας χρησιμοποιείται, τις περισσότερες φορές απερίφραστα, για την κατάδειξη της συνέχειας του έθνους στο χρόνο και τη συνακόλουθη κατοχύρωση της μοναδικότητας του εθνικού χαρακτήρα.
Είναι εξάλλου γνωστό πως η διεκδίκηση των πρωτείων στην «ιεραρχία αρχαιότητας» των γλωσσών αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο σε εθνικισμούς που επικαλούνται τη γλωσσική μοναδικότητα των αντίστοιχων εθνών. Αυτό συμβαίνει, επί παραδείγματι, στην πολωνική περίπτωση, όπου η πολωνική γλώσσα αναγορεύεται σε μητέρα όλων των σλαβικών γλωσσών, όπως επίσης στις περιπτώσεις των Βάσκων και των Ουαλλών, όπου κεντρικό στοιχείο των δύο εθνικισμών είναι ο ισχυρισμός πως η εθνική γλώσσα είναι η αρχαιότερη ομιλούμενη (Βάσκοι) ή σωζόμενη γραπτή (Ουαλλοί). Το πλέον ακραίο παράδειγμα ανάλογων ισχυρισμών είναι η λεγόμενη θεωρία της ηλιακής γλώσσας» του τουρκικού εθνικισμού, σύμφωνα με την οποία όλες οι γλώσσες και όλοι οι πολιτισμοί έχουν τουρκικές καταβολές.
Παντελή Ε. Λέκκα, Η εθνικιστική ιδεολογία, πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, ΕΜΝΕ-ΜΝΗΜΩΝ, 1992, σελ. 151-152
Οι γλωσσικές δραστηριότητες της εθνικιστικής ιδεολογίας δεν σταματούν εδώ. Σε πολλές περιπτώσεις ο ίδιος ο χαρακτήρας του εθνικού γλωσσικού ιδιώματος υφίσταται την άμεση επέμβαση του εθνικισμού με σκοπό τον «εξαγνισμό» του. Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα, κι όχι μόνο από τον Τρίτο Κόσμο, όπως θα ανέμενε κανείς, αλλά από την ίδια την κοιτίδα του εθνικισμού, τη δυτική Ευρώπη, όπου εθνικιστικές ιδεολογίες των οποίων ο λόγος δεν αμφισβητείται καθόλου, όπως η ολλανδική, η ισλανδική, η νορβηγική, η γερμανική, η γαλλική κ.α., εν παύουν να επεμβαίνουν, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, με σκοπό την αποκάθαρση της εθνικής γλώσσας από παρείσακτα στοιχεία. Βεβαίως, η υπογράμμιση της καθαρότητας (δηλαδή του γνήσιου εθνικού χαρακτήρα) μιας γλώσσας χρησιμοποιείται, τις περισσότερες φορές απερίφραστα, για την κατάδειξη της συνέχειας του έθνους στο χρόνο και τη συνακόλουθη κατοχύρωση της μοναδικότητας του εθνικού χαρακτήρα.
Είναι εξάλλου γνωστό πως η διεκδίκηση των πρωτείων στην «ιεραρχία αρχαιότητας» των γλωσσών αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο σε εθνικισμούς που επικαλούνται τη γλωσσική μοναδικότητα των αντίστοιχων εθνών. Αυτό συμβαίνει, επί παραδείγματι, στην πολωνική περίπτωση, όπου η πολωνική γλώσσα αναγορεύεται σε μητέρα όλων των σλαβικών γλωσσών, όπως επίσης στις περιπτώσεις των Βάσκων και των Ουαλλών, όπου κεντρικό στοιχείο των δύο εθνικισμών είναι ο ισχυρισμός πως η εθνική γλώσσα είναι η αρχαιότερη ομιλούμενη (Βάσκοι) ή σωζόμενη γραπτή (Ουαλλοί). Το πλέον ακραίο παράδειγμα ανάλογων ισχυρισμών είναι η λεγόμενη θεωρία της ηλιακής γλώσσας» του τουρκικού εθνικισμού, σύμφωνα με την οποία όλες οι γλώσσες και όλοι οι πολιτισμοί έχουν τουρκικές καταβολές.
Παντελή Ε. Λέκκα, Η εθνικιστική ιδεολογία, πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, ΕΜΝΕ-ΜΝΗΜΩΝ, 1992, σελ. 151-152