«"Γενναίος, ανεξάρτητος, περήφανος για την ελευθερία τον, ο Αλβανός, είτε χριστιανός, είτε μουσουλμάνος, θέλει να ζει ελεύθερος και ήσυχος στα βουνά του. Δε θέλει, ούτε την τυραννία της Κωνσταντινούπολης, ούτε τη σλαβική κυριαρχία."
Το όνομα Σκιπετάροι το πήραν οι Αλβανοί στα νεότερα χρόνια. Προέρχεται από την αρχαία ιλλυρική λέξη shkype, που σημαίνει αυτός, ενώ η σύνθετη Shkypetar μπορεί ν' αποδοθεί "Γιος του αιτού". Όμως, ταυτόχρονα, σημαίνει και "άνθρωπος βουνίσιος' καθώς και "άνθρωπος συνετός".»
«"Εδώ και τέσσερις αιώνες -παρατηρούσε Το 1886 ένας Γάλλος επισκέπτης της Βόρειας Ηπείρου, ή Νότιας Αλβανίας- η Κωνσταντινούπολη θεωρεί την Αλβανία επαρχία της Αυτοκρατορίας. Οι Αλβανοί τους αφήνουν να λένε, γιατί κατά βάθος σε τίποτα δεν αναγνωρίζουν την κυριαρχία της Πύλης: οι ορεινές φυλές ζουν σε ανεξάρτητες ομοσπονδίες, χωρίς να πληρώνουν παρά ελάχιστους φόρους, έτοιμες πάντα ν' αμφισβητήσουν την κυριαρχία των Τούρκων. Τα ήθη των λαών αυτών είναι πολεμικά (αλλά και) πολύ περίεργα. Δεν έχουν καμιά σχέση με τα ήθη των άλλων βαλκανικών λαών (...) Βρίσκει κανείς Αλβανούς μουσουλμάνους, ορθόδοξους και καθολικούς... »
«Η εξαγορά της νύφης από τον γαμπρό ήταν έθιμο πανάρχαιο κι εφαρμοζόταν σε πολλές περιοχές της Αλβανίας. Μέχρι πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η τιμή μιας κοπέλας κυμαινόταν από 100 μέχρι 300 φράγκα της εποχής, μερικές φορές και περισσότερα, αν ο γαμπρός τύχαινε να είναι πλούσιος. Γενικά, όμως, ο γάμος στα απρόσιτα κορφοβούνια της Αλβανίας ήταν υπόθεση δύσκολη, όχι μόνο για την αντιπάθεια του άντρα προς τη γυναίκα, όχι μόνο για το κόστος της νύφης, αλλά και για την εθιμική απαγόρευση της επιμιξίας ανάμεσα σε πολλές και πολυάνθρωπες πατριές, οι οποίες από την αρχαιότητα θεωρούνταν σχεδόν "συγγενείς" και οι μεταξύ τους διασταυρώσεις "αιμομιξίες".
Η πατριαρχική οργάνωση της αλβανικής κοινωνίας ακολουθούσε ανάλογα πρότυπα των πρωτόγονων λαών. Οι συγγενικές οικογένειες αποτελούσαν όλες μαζί μια φάρα (=πατριά), που είχε γενικό αρχηγό της τον πατριάρχη (όρος φυλετικός και όχι θρησκευτικός), άλλοτε εκλεγμένο και άλλοτε κληρονομικό. Επειδή στους πολέμους κάθε φάρα κατέβαινε και αγωνιζόταν κάτω από τη δική της σημαία (αλβανικά -όπως και τουρκικά- μπαιράκ), οι φάρες ονομάζονταν μπαιράκια και οι στρατιωτικοί αρχηγοί τους μπαιραχτάρηδες.
Η πατριαρχική οργάνωση της αλβανικής κοινωνίας ακολουθούσε ανάλογα πρότυπα των πρωτόγονων λαών. Οι συγγενικές οικογένειες αποτελούσαν όλες μαζί μια φάρα (=πατριά), που είχε γενικό αρχηγό της τον πατριάρχη (όρος φυλετικός και όχι θρησκευτικός), άλλοτε εκλεγμένο και άλλοτε κληρονομικό. Επειδή στους πολέμους κάθε φάρα κατέβαινε και αγωνιζόταν κάτω από τη δική της σημαία (αλβανικά -όπως και τουρκικά- μπαιράκ), οι φάρες ονομάζονταν μπαιράκια και οι στρατιωτικοί αρχηγοί τους μπαιραχτάρηδες.
Να σημειώσουμε πως οι συγκρούσεις ανάμεσα σε φάρες ήταν συχνότερες από τους πολέμους με αλλόφυλους, είτε για ζητήματα οικονομικά, είτε λόγω του καθιερωμένου εθίμου της βεντέτας, που διαιώνιζε τις αντιδικίες. Αν ένας άντρας έθιγε με οποιοδήποτε τρόπο τη γυναίκα κάποιου άλλου, έπρεπε ν' αντιμετωπίσει, όχι μόνο το σύζυγο που είχε προσβληθεί, αλλά και ολόκληρη την οικογένειά του• και αν ο θρασύς αυτός τύπος τύχαινε ν' ανήκει σε άλλη φάρα, τότε τον κυνηγούσαν όλες μαζί οι οικογένειες, και της φάρας της γυναίκας κι εκείνης του συζύγου. Ύστερα απ' αυτά δεν πρέπει να θεωρηθεί περίεργο που μέχρι το 19ο αιώνα οι εμφύλιοι φόνοι σε ορισμένες περιοχές της Αλβανίας αποτελούσαν γενεσιουργό αίτιο για το 20-50% των θανάτων. Όμως, από τη στιγμή που θα έκανε την εμφάνισή του αλλόφυλος εχθρός, κυρίως οι Τούρκοι, οι εσωτερικές διαφορές παραμερίζονταν και οι Αλβανοί τον πολεμούσαν όλοι μαζί, σαν ένας άνθρωπος - για να σκοτωθούν και πάλι μεταξύ τους μόλις ο κίνδυνος περνούσε...»
«Οι Αλβανοί που προσχώρησαν στον τουρκικό στρατό προσέφεραν μεγάλες υπηρεσίες στην Τουρκία, αφού συγκρότησαν μερικές από τις μαχητικότερες στρατιωτικές μονάδες του. Όμως, αντί για την αναγνώριση που θα περίμεναν, πληρώθηκαν με αγνωμοσύνη. Ένα γεγονός ανάγλυφο των αισθημάτων των Τούρκων απέναντι στους Αλβανούς πολεμιστές τους συνέβηκε το 1830, οπότε ο στρατηγός Ρεσίτ-πασάς (ο γνωστός και στους Έλληνες Κιουταχής) προσκάλεσε στο Μοναστήρι 1.000 περίπου από τους ατίθασους Αλβανούς οπλαρχηγούς, που είχαν πολεμήσει ενάντια στους Έλληνες και τώρα απαιτούσαν τους καθυστερημένους μισθούς τους. Οι οπλαρχηγοί πήγαν, ο Ρεσίτ τους παρέθεσε ένα πανηγυρικό γεύμα-μαμούθ και μετά τους πήγε σ' ένα γήπεδο να παρακολουθήσουν στρατιωτικά γυμνάσια. Όταν τα γυμνάσια έφτασαν στο πιο καίριο σημείο τους, τα όπλα των Τούρκων στρατιωτών άρχισαν ξάφνου να ξερνάνε φωτιά και σίδερο καταπάνω στους καλεσμένους. Δεν έμεινε ζωντανός ούτε ένας από τους "συμμάχους".
Αν οι Τουρκαλβανοί έγιναν στυλοβάτες της σουλτανικής πολιτικής, υπήρξαν και πολυάριθμοι ομόφυλοί τους που συμπαρατάχτηκαν με τους Έλληνες και πολέμησαν στο πλευρό τους, εξελληνισμένοι και μένοντας οριστικά στην Ελλάδα μετά την ανεξαρτησία τις. Είναι, κατά ένα μέρος, σωστή η άποψη ενός Αλβανού ιστορικού, που εκθέτει τα συμβάντα γύρω απ' αυτό το ζήτημα:
‘'...Οι Κλέφτες και οι ορθόδοξοι Αλβανοί οπλαρχηγοί της υπηρεσίας του Αλή-πασά ήταν που προμήθευσαν στη σύγχρονη Ελλάδα τους πιο αντρείους πρωταγωνιστές τον πολέμου της ανεξαρτησίας. Οι Μποτσαραίοι, οι Καραισκάκηδες, οι Τζαβελλαίοι, οι Μιαούληδες, οι Βουλγαραίοι και πολλοί άλλοι πολεμιστές ήταν όλοι Αλβανοί, που έκαναν δική τους την ελληνική υπόθεση, παρακινημένοι πρώτα από το φιλοπόλεμο πνεύμα τους που ζητούσε περιπέτειες κι επιχειρήσεις και, κατά δεύτερο λόγο, από το θρησκευτικό τους συναίσθημα, που το είχαν κοινό με τους Έλληνες. Στο ξεκίνημά του, Ο πόλεμος της ελληνικής ανεξαρτησίας δεν είναι δυνατό να θεωρήθηκε από τους τραχείς εκείνους Αλβανούς οπλαρχηγούς εθνικός πόλεμος, αλλά μάλλον πόλεμος καθαρά θρησκευτικός: χριστιανοί ήταν και πολεμούσαν ενάντια στους μουσουλμάνους• ο Σταυρός αγωνιζόταν ενάντια στην Ημισέληνο.. Βέβαια είναι πέρα για πέρα αληθινό πως αργότερα, όταν η ανεξαρτησία της Ελλάδας έγινε πραγματικότητα, οι Αλβανοί οπλαρχηγοί, μεθυσμένοι από τη νίκη και από τη λαμπρή θέση που ο ηρωισμός τους τους εξασφάλισε ανάμεσα στους Έλληνες, κατέληξαν να αυτοαποκαλούνται Έλληνες και να υιοθετήσουν την ελληνική εθνικότητα. Αλλά το μερικό τούτο γεγονός δε συνεπάγεται πως και όλοι οι συμπατριώτες των οπλαρχηγών εκείνων έγιναν ‘Έλληνες!" [sic...]»
Αν οι Τουρκαλβανοί έγιναν στυλοβάτες της σουλτανικής πολιτικής, υπήρξαν και πολυάριθμοι ομόφυλοί τους που συμπαρατάχτηκαν με τους Έλληνες και πολέμησαν στο πλευρό τους, εξελληνισμένοι και μένοντας οριστικά στην Ελλάδα μετά την ανεξαρτησία τις. Είναι, κατά ένα μέρος, σωστή η άποψη ενός Αλβανού ιστορικού, που εκθέτει τα συμβάντα γύρω απ' αυτό το ζήτημα:
‘'...Οι Κλέφτες και οι ορθόδοξοι Αλβανοί οπλαρχηγοί της υπηρεσίας του Αλή-πασά ήταν που προμήθευσαν στη σύγχρονη Ελλάδα τους πιο αντρείους πρωταγωνιστές τον πολέμου της ανεξαρτησίας. Οι Μποτσαραίοι, οι Καραισκάκηδες, οι Τζαβελλαίοι, οι Μιαούληδες, οι Βουλγαραίοι και πολλοί άλλοι πολεμιστές ήταν όλοι Αλβανοί, που έκαναν δική τους την ελληνική υπόθεση, παρακινημένοι πρώτα από το φιλοπόλεμο πνεύμα τους που ζητούσε περιπέτειες κι επιχειρήσεις και, κατά δεύτερο λόγο, από το θρησκευτικό τους συναίσθημα, που το είχαν κοινό με τους Έλληνες. Στο ξεκίνημά του, Ο πόλεμος της ελληνικής ανεξαρτησίας δεν είναι δυνατό να θεωρήθηκε από τους τραχείς εκείνους Αλβανούς οπλαρχηγούς εθνικός πόλεμος, αλλά μάλλον πόλεμος καθαρά θρησκευτικός: χριστιανοί ήταν και πολεμούσαν ενάντια στους μουσουλμάνους• ο Σταυρός αγωνιζόταν ενάντια στην Ημισέληνο.. Βέβαια είναι πέρα για πέρα αληθινό πως αργότερα, όταν η ανεξαρτησία της Ελλάδας έγινε πραγματικότητα, οι Αλβανοί οπλαρχηγοί, μεθυσμένοι από τη νίκη και από τη λαμπρή θέση που ο ηρωισμός τους τους εξασφάλισε ανάμεσα στους Έλληνες, κατέληξαν να αυτοαποκαλούνται Έλληνες και να υιοθετήσουν την ελληνική εθνικότητα. Αλλά το μερικό τούτο γεγονός δε συνεπάγεται πως και όλοι οι συμπατριώτες των οπλαρχηγών εκείνων έγιναν ‘Έλληνες!" [sic...]»
«Τις ίδιες διαπιστώσεις έκανε και ο πασίγνωστος για τα ελληνικά ταξίδια του Πουκεβίλ, περνώντας από τα ηπειρωτικά βουνά το 1806:
‘'Όσο δυσκολότερο είναι να φτάσεις σ' ένα σπίτι, τόσο μεγαλύτερη η αξία του. Πάνω από τα φαράγγια ρίχνουν γέφυρες για την επικοινωνία και άλλες για υποστήριξη κάποιου μέρους τον σπιτιού που προεξέχει. Στην παράξενη ομοιότητά τους με πύργους, τα εκπληκτικά κτίσματα, σπίτια κρεμασμένα στον αέρα, ή στο ακροχείλι βράχων και γκρεμών, συνταιριάζουν με την κατάσταση πολέμου όπου ζει ο πληθυσμός."
Μιλώντας για την Ήπειρο, Βόρεια ή Νότια, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να προσπεράσει αμνημόνευτα μιαν άλλοτε φημισμένη περιοχή, που οι κάτοικοί της θεωρήθηκαν ιστορικό φαινόμενο και άφησαν εποχή στους χρόνους της Τουρκοκρατίας: το Σούλι, ένα ορεινό συγκρότημα 11 χωριών θρονιασμένο καταμεσίς στην Ήπειρο, νοτιοδυτικά από τα Γιάννενα. Σκαρφαλωμένα πάνω στα πιο κακοτράχαλα βουνά της Θεσπρωτίας (Μούργκα-Ζαβρούχο-Τούρλια), ανάμεσα σε αιχμηρά λιθάρια, βαθιά φαράγγια, απόκρημνες βουνοπλαγιές και "υψηλούς, διαβόητους βράχους", όπως λέει ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος, από τον κάμπο έμοιαζαν απάτητα - και ήταν. Εφτά χωριά, Το Εφταχώρι, έκαναν κύκλο στο κάτω μέρος του συγκροτήματος• και τα υπόλοιπα τέσσερα, το Τετραχώρι, ατένιζαν τον κάμπο από το ψηλότερο, στα 1.300-1.500 μέτρα. Ένα από τα τελευταία, το Σούλι, ή Κακοσούλι, που ήταν και το μεγαλύτερο, είχε δανείσει το όνομά του σε όλη την περιοχή. Κάτω από την τουρκική διοίκηση, το Σούλι υπαγόταν στον καζά (=νομό) της Παραμυθιάς και στο σαντζάκι (=περιφέρεια) του Δέλβινου, ενώ γεωγραφικά βρισκόταν στα όρια των διοικήσεων Δέλβινου-Άρτας-Ιωαννίνων.
Σκληροτράχηλοι βουνίσιοι, δεινοί πολεμιστές, άνθρωποι παθιασμένοι με την ελευθερία, οι Σουλιώτες συγκροτούσαν μια ολιγομελή πληθυσμιακή μονάδα, που πιθανό να έφτανε τα 12.000 άτομα. Ήταν προσκολλημένοι στην αρχαική κοινωνική δομή της πατριαρχίας, οργανωμένοι σε 47 φάρες (= γένη), με βάση την εξ αίματος συγγένεια. Μερικές από τις ισχυρότερες φάρες επηρέαζαν και προστάτευαν μερικές ασθενέστερες, ενώ οι δεύτερες σέβονταν και θαύμαζαν τις πρώτες. Οι "συμμαχίες" αυτές δημιουργούσαν ενδοφυλετικές τριβές, οι οποίες συχνά μετεξελίσσονταν σε αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις, υποδαυλισμένες και από τα τοπικά ήθη, όπου κυριαρχούσε η βεντέτα: το αίμα πληρωνόταν με αίμα, το ίδιο και η μοιχεία, ή ο βιασμός.
‘'Όσο δυσκολότερο είναι να φτάσεις σ' ένα σπίτι, τόσο μεγαλύτερη η αξία του. Πάνω από τα φαράγγια ρίχνουν γέφυρες για την επικοινωνία και άλλες για υποστήριξη κάποιου μέρους τον σπιτιού που προεξέχει. Στην παράξενη ομοιότητά τους με πύργους, τα εκπληκτικά κτίσματα, σπίτια κρεμασμένα στον αέρα, ή στο ακροχείλι βράχων και γκρεμών, συνταιριάζουν με την κατάσταση πολέμου όπου ζει ο πληθυσμός."
Μιλώντας για την Ήπειρο, Βόρεια ή Νότια, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να προσπεράσει αμνημόνευτα μιαν άλλοτε φημισμένη περιοχή, που οι κάτοικοί της θεωρήθηκαν ιστορικό φαινόμενο και άφησαν εποχή στους χρόνους της Τουρκοκρατίας: το Σούλι, ένα ορεινό συγκρότημα 11 χωριών θρονιασμένο καταμεσίς στην Ήπειρο, νοτιοδυτικά από τα Γιάννενα. Σκαρφαλωμένα πάνω στα πιο κακοτράχαλα βουνά της Θεσπρωτίας (Μούργκα-Ζαβρούχο-Τούρλια), ανάμεσα σε αιχμηρά λιθάρια, βαθιά φαράγγια, απόκρημνες βουνοπλαγιές και "υψηλούς, διαβόητους βράχους", όπως λέει ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος, από τον κάμπο έμοιαζαν απάτητα - και ήταν. Εφτά χωριά, Το Εφταχώρι, έκαναν κύκλο στο κάτω μέρος του συγκροτήματος• και τα υπόλοιπα τέσσερα, το Τετραχώρι, ατένιζαν τον κάμπο από το ψηλότερο, στα 1.300-1.500 μέτρα. Ένα από τα τελευταία, το Σούλι, ή Κακοσούλι, που ήταν και το μεγαλύτερο, είχε δανείσει το όνομά του σε όλη την περιοχή. Κάτω από την τουρκική διοίκηση, το Σούλι υπαγόταν στον καζά (=νομό) της Παραμυθιάς και στο σαντζάκι (=περιφέρεια) του Δέλβινου, ενώ γεωγραφικά βρισκόταν στα όρια των διοικήσεων Δέλβινου-Άρτας-Ιωαννίνων.
Σκληροτράχηλοι βουνίσιοι, δεινοί πολεμιστές, άνθρωποι παθιασμένοι με την ελευθερία, οι Σουλιώτες συγκροτούσαν μια ολιγομελή πληθυσμιακή μονάδα, που πιθανό να έφτανε τα 12.000 άτομα. Ήταν προσκολλημένοι στην αρχαική κοινωνική δομή της πατριαρχίας, οργανωμένοι σε 47 φάρες (= γένη), με βάση την εξ αίματος συγγένεια. Μερικές από τις ισχυρότερες φάρες επηρέαζαν και προστάτευαν μερικές ασθενέστερες, ενώ οι δεύτερες σέβονταν και θαύμαζαν τις πρώτες. Οι "συμμαχίες" αυτές δημιουργούσαν ενδοφυλετικές τριβές, οι οποίες συχνά μετεξελίσσονταν σε αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις, υποδαυλισμένες και από τα τοπικά ήθη, όπου κυριαρχούσε η βεντέτα: το αίμα πληρωνόταν με αίμα, το ίδιο και η μοιχεία, ή ο βιασμός.
Τα μέσα βιοπορισμού τους εξασφάλιζαν οι Σουλιώτες, βασικά από την κτηνοτροφία, αλλά συμπληρωματικά με κάποιους ανορθόδοξους τρόπους, όπως η ζωοκλοπή και οι επιδρομές-διαρπαγές σε πεδινά χωριά. Για να ησυχάσουν από τους επίφοβους αυτούς γείτονες, οι καμπίσιοι αγρότες 70 χωριών είχαν αποδεχτεί να τους καταβάλλουν φόρους, που ένα μέρος τους, οι ιδιόμορφοι "φοροεισπράκτορες" απέδιδαν στην τουρκική διοίκηση, ώστε να έχουν την ανοχή της.
Εξουσιαστές, λοιπόν, μάλλον παρά εξουσιαζόμενοι, με εξασφαλισμένη τη συντήρησή τους, οι Σουλιώτες είχαν πολύ χρόνο στη διάθεσή τους, τον οποίο αφιέρωναν, σχεδόν αποκλειστικά, στα όπλα. "Με αυτά τρώγουν -σημειώνει ο ιστορικός Χριστόφορος Περραιβός- με αυτά κοιμόνται και μ' αυτά ξυπνούν. Το δε θαυμασιώτερον είναι ότι και πολλοί γυναίκες φέρουν άρματα και κτυπούνται με τον εχθρόν." Γι' αυτό, παρόλο, που τυπικά οι μάχιμοι ήταν περίπου 2.500, στην πραγματικότητα, όποτε υπήρχε κίνδυνος ριχνόταν στη φωτιά όλος ο πληθυσμός και των δύο φύλων, από τα παιδιά μέχρι τους υπέργηρους.
Όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι η καταγωγή των Σουλιωτών ήταν ιλλυρική-αλβανική [...]. Όμως, με τον καιρό, στο Σούλι εγκαταστάθηκαν και Έλληνες, είτε κυνηγημένοι, είτε για άλλους λόγους. Η μικρή ορεινή κοινότητα μιλούσε αλβανικά, ενώ για επίσημη γλώσσα -αλληλογραφία με την τουρκική διοίκηση κ.λπ., μέσω γραμματικών- χρησιμοποιούσε την ελληνική. Όπως ξαναείπαμε, η κοινή υποδούλωση στους Τούρκους είχε φέρει πλησιέστερα τους υπόδουλους χριστιανικούς λαούς, κάτι που συνέβαινε ιδιαίτερα με τους Αλβανούς, τους Ρουμάνους και τους Έλληνες. Κι επειδή το ελληνικό πολιτισμικό στοιχείο πάντοτε επιβαλλόταν και υπερτερούσε, αρκετοί από τους δύο άλλους εξελληνίστηκαν, οι πρώτοι ως Έλληνες Αρβανίτες, οι δεύτεροι ως Έλληνες (Ρουμανο)Βλάχοι. Τόσο πολύ θαύμαζαν τους Έλληνες ομοθρήσκους τους οι Αλβανοί Σουλιώτες, ώστε δεν άργησαν να ταυτιστούν μαζί τους και να ξεγελούν τους ξένους περιηγητές σχετικά με τη φυλετική καταγωγή τους».
Όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι η καταγωγή των Σουλιωτών ήταν ιλλυρική-αλβανική [...]. Όμως, με τον καιρό, στο Σούλι εγκαταστάθηκαν και Έλληνες, ...
www.egolpion.net/EAAB4FC4.el.aspx - Προσωρινά αποθηκευμένη
http://ellines-albanoi.blogspot.gr/2014/02/blog-post_2020.html
http://ellines-albanoi.blogspot.gr/2014/02/blog-post_2020.html