Θέμος Κορνάρος
ΚΑΠΕΤΑΝ ΣΤΕΦΟΣ
Τι ντροπή, αλήθεια, να μην ξέρουμε τα όσα αφορούνε τη φαμελιά του, την πραγματική του ηλικία, και τα καθέκαστα της ζωής του! Κόντεψε, μάλιστα, να τον πάρει ολωσδιόλου από τη μνήμη των ανθρώπων ο σίφουνας του διωγμού.
Ήσυχα ζούσε στο κονάκι του, με τα πρόβατα και με τη φλογέρα του. Ποτέ δεν έβαλε στο νου του ν΄ ακουστεί τ΄ όνομα του πιο πέρα από τη στάνη κι από το χωριό του. Τον έφτανε να κατεβαίνει τις χρονιάρες μέρες από τα βοσκοτόπια, να γλεντά στην πλατεία με τους φίλους του, και να ξαναγυρίζει στον καθημερινό μόχθο. Δεν καταπιάστηκε ποτέ να λύσει δύσκολα προβλήματα ή να κάμει περίπλοκες σκέψεις. Το χρέος του το ΄κανε απλά και ήσυχα, όταν το καλούσε η ανάγκη. Χρέος, για τον τόπο και το σπιτικό του. Κ΄ ήτανε ευτυχισμένος. Τίποτ΄ άλλο δε γύρευε παρά να ζήσει κάμποσα χρόνια γερός ως που να ετοιμαστεί ο μοναχογιός του να πάρει τη θέση του. Δε θέλουνε πολλά πράματα οι απλοί άνθρωποι για να είναι ευτυχισμένοι. Και η φαμίλια του Στέφου είχε καταχτήσει αυτή την απλή ευτυχία στο περιθώριο της βουνίσιας ζωής.
Ήρθε όμως μια στιγμή-η μεγάλη στιγμή-που του ζητούσε να λύσει μονομιάς, για χάρη της πατρίδας του, το πιο δύσκολο απ΄ όλα τα προβλήματα του κόσμου….
Ανάγκες του ένοπλου αγώνα επιτάσσανε να μην πατηθούνε τα Δερβινοχώρια. Να μην περάσουνε από την Πύλη οι γερμανοί. Οι κάτοικοι το υποσχεθήκανε. Αναλάβανε τη φύλαξη με αρχηγό τους το Στέφο.
Παράτησε τις δουλειές του, τη στάνη του, τις μικρές του χαρές κι αφοσιώθηκε στην καινούργια δουλειά. Στο ρόλο του πολεμικού αρχηγού. Μέρα-νύχτα τριγυρνούσε στα βουνά, στις χαράδρες, στα διάσελα. Διάλεγε θέσεις τοποθετούσε καραούλια, φρόντιζε για πολεμοφόδια, για τροφές, και μελετούσε περιπτώσεις άμυνας ή επίθεσης. Μελέτησε τα πάντα, ως και την αντοχή της κάθε ψυχής. Απ΄ όξω ήξερε τις ικανότητες του κάθε πολεμιστή. Αποδείχτηκε γνήσια πάστα αρχηγού οργανωτή. Τα πάντα είχε προβλέψει. Στη φούχτα του κρατούσε, σαν έτοιμη χειροβομβίδα, τοπίο κι ανθρώπους. Προχώρησε ακόμα πιο πέρα. Έμαθε στον καθένα το σχέδιο. Ο καθένας έπρεπε να είναι κι ένας αντικαταστάτης σε ώρα ανάγκης.
Σύμφωνα με τη γνώμη του, δυο δρόμους μπορούσανε ν΄ ακολουθήσουνε οι γερμανοί. Από πουθενά αλλού δεν κιντυνεύανε τα χωριά. Όμως για κάθε ενδεχόμενο, έβαλε στο νου του και το απίθανο. Μια χαράδρα αδιάβατη. Με κοφτούς γκρεμούς. Δεν ήτανε δυνατό να γίνει από κει πέρα, παρά μόνο από τρελούς. Και γι΄ αυτή την απίθανη περίπτωση έβαλε χωριστό καραούλι για τη χαράδρα.
Κάθε μέρα, κάθε ώρα, ο Στέφος στο πόδι. Να επιθεωρήσει βράχια, να μετατοπίσει σκοπιές, να μελετήσει άλλη μια, να διορθώσει, να προβλέψει. Κι όλη αυτή η μελέτη του έδωσε τη βεβαιότητα πως με πενήντα τουφέκια – σε χέρια αποφασισμένων για τη ζωή και για το θάνατο – τα Δερβινοχώρια δεν πατιούνταν. Έτοιμοι ήταν όλοι τους για κάθε θυσία. Έτοιμος πριν απ΄ όλους, κι ο αρχηγός τους.
Ένα πρωινό, με πυκνή ομίχλη, το καραούλι της χαράδρας έκανε χαμπέρι:
-Έρχονται!…
-Από πού φανήκανε;
-Σκαρφαλώσανε από τη χαράδρα.
Ο Στέφος έδωσε διάτα:
-Στις θέσεις σας παιδιά και καλή τύχη….
Έτρεξε στα βράχια της σκοπιάς για να δει μονάχος του. Ο σκοπός τον κοίταξε ανήσυχος, κι είχε το λόγο του, που τον ρώτησε:
-Είδες καλά καπετάν-Στέφο; Τι θα γίνει;
-Τι άλλο να γίνει Γιώργη, του λεει, θα πολεμήσουμε.
Και γυρνώντας προς τα βράχια, που είχε τοποθετήσει σε ημικύκλιο τους πολεμιστές, κάνει χωνί τα χέρια του και δίνει τις στερνές οδηγίες:
-Παιδιά! Οι γερμανοί είναι πάνω από λόχος. Τα μετερίζια μας αντέχουνε. Μην πυροβολήσει κανένας, αν δε ρίξω πρώτος. Άστε τους να σιμώσουνε. Εγώ θα βρίσκομαι στη μέση. Σε κείνο το μαύρο χαράκι. Μ΄ ακούσατε;
-Ναι, καπετάν Στέφο….
Τρεις ώρες ανέβαιναν οι γερμανοί το γκρεμό. Μεθοδικά, ήσυχα, σίγουροι στη δύναμη τους, βέβαιοι για τον αιφνιδιασμό. Οι πρώτοι φανήκανε να σέρνονται στα χείλη του γκρεμού. Τοποθετήσανε τα πολυβόλα τους και μείνανε πεσμένοι, ακίνητοι, περιμένοντας και τους άλλους. Κόντευε να μεσημεριάσει. Η ομίχλη αραίωνε. Η ανάβαση ήτανε επίπονη. Κι όταν συμπληρώθηκε, δόθηκε η διαταγή της εκκίνησης. Πυροβολισμός δεν έπεσε. Προχωρούσανε όρθιοι κι αφύλαχτοι όλοι μαζί προς την ανοιχτή αγκαλιά της παράταξης του αθέατου αντιπάλου. Προχωρούσανε με σιγουριά πως η επιχείρηση τέλειωσε, γιατί μπροστά-μπροστά είχανε βάλει τρεις ντόπιους που τους βρήκανε στις δουλειές και στα πρόβατα. Σ΄ αυτούς υπολογίζανε. Ήτανε βέβαιοι πως οι χωριάτες δε θα ρίχνανε πάνω τους.
Οι Δερβινοχωρίτες πίσω από τα βράχια ταράχτηκαν. Ο ένας από τους τρεις χωριανούς που είχανε βάλει προπέτασμα οι γερμανοί, ήτανε ο μοναχογιός του Στέφου. Του αρχηγού τους!
Τώρα; Τι θα κάνανε αν ο Στέφος κιότευε για μια στιγμή; Στα εξακόσια μέτρα έχουνε σιμώσει, και το σύνθημα δεν είχε δοθεί. Πατέρας είναι αυτός! Το καταλάβαινε καθένας τι εσήμαινε. Ένας ξεκίνησε σέρνοντας στην κοιλιά κι έφτασε πίσω από το βράχο του αρχηγού.
-Τραβήξου καπετάν-Στέφο. Εσύ πήγαινε. Θα τα βολέψουμε εμείς. Καταλαβαίνουμε τη θέση σου.
-Στη θέση σου Μιχάλη! Γύρνα στη θέση σου και περίμενε! ακούστηκε μια τραχιά φωνή, που έβγαινε γδέρνοντας στήθια και λαιμό.
Δεν αργούσε να δώσει το σύνθημα επειδή ήθελε να σκεφτεί. Είχε σκεφτεί πριν. Όταν πρωτοπήγε στο γκρεμό να κοιτάξει, τον είχε δει το γιο του που ανέβαινε. Κι από τότε, ως εκείνη τη στιγμή, είχε καιρό να καταλαγιάσει την επανάσταση της καρδιάς. Αργούσε, γιατί σημάδευε. Και ακριβώς όταν έφτασαν στο σημείο που είχε αποφασίσει από τα πριν, όταν έφτασε η στιγμή που όριζε το σχέδιο του, τράβηξε τη σκανδάλη και έπεσε μπρος στα μάτια όλου του κόσμου ο μοναχογιός του….
Από τα γύρω βράχια κακαρίζουνε τα πολυβόλα, και οι χειροβομβίδες πέφτουνε βροχή στις πυκνές μάζες του εχθρού. Το πανηγύρι δε βάσταξε πολύ. Η σύγχυση έκανε οικονομία του χρόνου.
Μόνο μια διαταγή του Στέφου δεν εκτελέσανε τα παλικάρια του: Την οικονομία στα πολεμοφόδια. Και δεν ξέρει κανείς να πει αν το κάνανε για τον εχθρό, ή για να χαιρετήσουνε τον Έλληνα Γουλιέλμο Τέλλο, ή το Λεωνίδα των νέων καιρών, που τρέξανε από τα βάθη της ιστορίας για να πολεμήσουνε ξανά στην πόρτα των Δερβινοχωριών…
Δεκαπέντε χρόνια έχουνε περάσει από τότε, με τις φούχτες μοιράζονται τα παράσημα, μνημόσυνα μίσους οργανώνονται, τουριστικά έργα γίνονται, τιμές απονέμονται σε ξένες ασημαντότητες και σε δημίους. Σκέφτηκε κανείς τον καπετάν-Στέφο, τον αρχηγό; Ή μήπως είναι ντροπή να τον θυμούμαστε επειδή έγινε σύμβολο της Ιερής Εθνικής Αντίστασης των Ελλήνων;
Ή μήπως είναι φυλακή με τους άλλους ήρωες και μάρτυρες της μάχης του έθνους; Πού είναι λοιπόν, ο καπετάνιος κι ο ασύγκριτος που δώσανε τα Δερβινοχώρια στην παγκόσμια παλαίστρα της μεγάλης θυσίας για τη Λευτεριά;