Οι «Αλβανοί» του Μ. Λαμπρυνίδη*είναι μια από τις πρώτες απόπειρες ιστορικής σύνθεσης για τον αλβανικό εποικισμό του νοτιοελλαδικού χώρου – ή μάλλον της Αργολίδας, της Ύδρας και των Σπετσών – κατά το Μεσαίωνα.
Χρονολογικά έχουν προηγηθεί οι εργασίες των Hahn [1], Fallmerayer [2], Σάθα [3], Σ. Παναγιωτόπουλου [4], Λάμπρου [5], οι σύντομες αναφορές των Σουρμελή [6], Νερούτσου [7], τα επί μέρους κεφάλαια των Παπαρρηγόπουλου[8], Gregorovius [9], Hertzberg [10], η συγγενής προς το θέμα πραγματεία του Κουπιτώρη [11] και τα άρθρα του Βάμβα[12].
Ο Λαμπρυνίδης δεν είναι επαγγελματίας ιστορικός. Είναι «πολιτευτής Ναυπλίας», περιοχής με 35 χιλιάδες Αρβανίτες (στα τέλη του 19ουαιώνα) και πραγματεύεται το ζήτημα της καταγωγής των εκλογέων του. Η «εθνολογική καταγωγή των Αλβανογενών Ελλήνων» ενδιαφέρει το «Σύνδεσμο Σπετσιωτών» που χρηματοδοτεί την έκδοση. Στις νωπές ακόμα απόψεις του Fallmerayer [13 & 14] έχει προστεθεί η μελέτη του Philippson [15]. η απάντηση του Κορύλλου [16] στον τελευταίο δεν ήταν ιδιαίτερα πειστική.
Τη χρονιά που κυκλοφορεί το βιβλίο του Λαμπρυνίδη οι εθνικοί ανταγωνισμοί στα Βαλκάνια έχουν κορυφωθεί. Το ζήτημα της διανομής των οθωμανικών βιλαετίων της Ευρώπης έχει τεθεί. Η εθνική αλβανική κίνηση αγωνίζεται για τη συγκρότηση ανεξάρτητου αλβανικού κράτους [17]. Ο συγγραφέας φαίνεται να έχει συλλάβει την πολιτική διάσταση του προβλήματος της «καταγωγής της φυλής»: οι Αλβανοί γράφει, «οι, τε εντεύθεν και εκείθεν των Κεραυνίων ορέων την Παλαιάν και Νέαν Ήπειρον οικούντες, την ποτέ Ιλλυρίδα, οι εκ της αυτής μετά των Ελλήνων εθνολογικής ρίζης, των Πελασγών, προερχόμενοι, εφ’ όσον ετήρουν την Χριστιανικήν αυτών πίστιν, την οποίαν κοινή μετά των Ελλήνων ευηγγελίσαντο, αποτέλουν απλούν γένος της αυτής ομοφυλίας, τας αυτάς έχοντες παραδόσεις και τους αυτούς εθνικούς πόθους, απλώς διακρινόμενοι εκ της επιχωριαζούσης αυτοίς μητρικής διαλέκτου» (σελ. 75-76).
Η «πελασγική θεωρία» τοποθετείται έτσι σε συγκεκριμένη πολιτική βάση. Η «συγγένεια αίματος» και οι «κοινές ρίζες» Ελλήνων-Αλβανών επιταχύνουν την «συγχώνευσιν της Αλβανικής φυλής εντός της Ελληνικής», όπως έγραφε για τους υπηκόους του Ελληνικού Βασιλείου ο Παπαρρηγόπουλος [18], αιτιολογούν όμως και τις εδαφικές διεκδικήσεις αλβανοφώνων βορειοδυτικών περιοχών.
Ο Λαμπρυνίδης τοποθετεί την πρώτη αλβανική εγκατάσταση στην Πελοπόννησο μεταξύ των ετών 1370-1380 επί Μανουήλ Καντακουζηνού. Στο σημείο αυτό συμφωνεί με τους περισσότερους συγχρόνους του ερευνητές. Χωρίς να το αναφέρει, αποφεύγει τη θεωρία του μεσαιωνοδίφη Σάθα, περί αλβανικού εποικισμού κατά το 7ο-8ο αι. (κάτω από το γενικό όνομα των «Αβάρων») [19], άποψη-παγίδα που αποδέχτηκαν οι Κανελλίδης [20] – Σ. Παναγιωτόπουλος και δεν απέφυγαν οι Φουρίκης [21] και Μπίρης[22] αργότερα.
Παρουσιάζει επίσης ο συγγραφέας τις πρώτες αρβανίτικες οικογένειες να περνάνε, στις ερημωμένες από την πειρατεία Ύδρα και Σπέτσες, στα τέλη του 15ου αι. Ωστόσο, ο περιηγητής Francesco Grassetto χαρακτηρίζει το 1511 τα δυο νησιά «ακατοίκητους βράχους» [23]. Στο Marino Sanuto γίνεται αναφορά (Αύγουστος του 1524) για αιχμαλωσία των κατοίκων της Ύδρας από πειρατές [24]. Το 1549 ο γάλλος γεωγράφοςAndre Thevet δεν βρίσκει στα νησιά ανθρώπους. Μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Βενετού Marco Boschini, υπήρχαν στην Ύδρα λίγα μόνο σπίτια [25].
Το βιβλίο του Λαμπρυνίδη έχει ενδιαφέρον περισσότερο σαν ιστορικός κρίκος στην ελληνική βιβλιογραφία για τους Αρβανίτες. Σήμερα, εποχή με λιγότερες εθνικιστικές-ιδεολογικές πιέσεις και μετά από έρευνες οκτώ δεκαετιών, ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει κενά, ελλείψεις ή ακόμα και λάθη, δικαιολογημένα όμως για μια έκδοση του 1907.
Για την καταγωγή των Αλβανών και τη σχέση τους με τους Ιλλυριούς οι σύγχρονες απόψεις της αλβανικής επιστήμης διατυπώνονται στις ανακοινώσεις των Anamali, Cabejκαι Buda [26]. Πληροφορίες για τον αλβανικό εποικισμό της Πελοποννήσου υπάρχουν επίσης στα έργα των Ζακυθηνού [27], Πούλου [28], Topping [29], Γιοχάλα [30], Βασ. Παναγιωτόπουλου [31], Ducellier [32]. Πρόκειται για μελέτες που συμπληρώνουν και διορθώνουν τις τότε προσπάθειες, όπως αυτή του Λαμπρυνίδη.
* Σημείωση Σεπτεμβρίου 2009: Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε το 1987 σαν εισαγωγικό σημείωμα (και οι σημειώσεις του ως «επιλογή βιβλιογραφίας»), στην επανέκδοση από τις εκδόσεις ΚΑΡΑΒΙΑ του βιβλίου του Μιχαήλ Λαμπρυνίδη, «Οι Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησον Ύδρα-Σπέτσαι», έργο το οποίο είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στην Αθήνα το 1907, από το τυπογραφείο της ΕΣΤΙΑΣ. Η πρόσφατη δεύτερη επανέκδοση του βιβλίου από τον ίδιο εκδότη, με το παλαιό εισαγωγικό σημείωμά μου (χωρίς να ενημερωθώ), με ώθησε να προβώ στην παρούσα ηλεκτρονική δημοσίευσή του, με τη διευκρίνιση πως αυτό γράφτηκε πριν από 22 χρόνια, επομένως αντιστοιχεί στις τότε γνώσεις μου και τρόπο θεώρησης των πραγμάτων.
Επιπλέον επιθυμώ να διευκρινίσω πως η τότε επισήμανσή μου για την έναρξη μιας νέα «εποχής με λιγότερες εθνικιστικές-ιδεολογικές πιέσεις», αποδείχτηκε εκ των υστέρων εντελώς λαθεμένη. Στην πραγματικότητα βρισκόμασταν, χωρίς να το ξέρουμε, στον προθάλαμο μιας κόλασης: αυτή της ύστερης επίθεσης του ελληνικού εθνικισμού, που σαν πολιτική ιδεολογία μιας ιθαγενούς αστικής τάξης και μιας εντόπιας δημοσιοϋπαλληλικής γραφειοκρατίας, που το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο περιθωριοποιούσε με γοργούς ρυθμούς, θα αντιμετώπιζε τους αντιπάλους της με μεθόδους που παρέπεμπαν στο μεσαίωνα και την ιερά εξέταση.
[1]. Johann Georg Hahn, Albanesische Studien, τρεις τόμοι, Jena 1854, επανέκδοση ΚΑΡΑΒΙΑ, Αθήνα MCMLXXXI.
[2]. J. Ph. Fallmerayer, Welchen Einfluß hatte die Besetzung Griechenlands durch die Slawen auf das Schicksal der Stadt Athen und der Landschaft Attika?, 1835 (μετάφραση Κ. Ρωμανού, Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων, εκδόσειςΝΕΦΕΛΗ, Αθήνα 1984).
[3]. Κωνσταντίνου Σάθα, πρόλογος στον πρώτο τόμο του έργου Ελληνικά Ανέκδοτα, Αθήναι 1867 – επανέκδοση ΚΑΡΑΒΙΑ, Αθήνα MCMLXXXII.
[4]. Σ. Παναγιωτόπουλου, Τίνες ήλθον κατά τον μέσον αιώνα εν Ελλάδι,ΕΒΔΟΜΑΣ, έτος Α’ (1884).
[5]. Σπυρ. Λάμπρου, Η ονοματολογία της Αττικής και εις την χώραν εποίκισις των Αλβανών, Επετηρίς Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός (1896).
[6]. Διονυσίου Σουρμελή, Κατάστασις συνοπτική της πόλεως των Αθηνών, Αθήναι 1842 – επανέκδοση ΚΑΡΑΒΙΑ, Αθήνα MCMLXXIII.
[7]. Τάσου Νερούτσου, Περί της εν Ελλάδι εποικίσεως των Αλβανών υπερμεσούντος του ΙΔ’ αιώνος, Μνημεία της ιστορίας των Αθηναίων, τόμος πρώτος, Αθήναι 1889.
[8]. Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, βιβλίον ΙΓ’.
[9]. Gregorovius Ferdinand, Ιστορία της πόλεως των Αθηνών κατά τους μέσους αιώνας, μετάφραση Σπ. Λάμπρου, τρεις τόμοι, Αθήναι 1904-1906.
[10]. G. Hertzberg, Ιστορία της Ελλάδος από της λήξεως του αρχαίου βίου έως σήμερον, μετάφραση Π. Καρολίδου, πρώτος τόμος, Αθήναι 1906.
[11]. Παναγιώτου Κουπιτώρη, Αλβανικαί μελέται. Πραγματεία ιστορική περί της γλώσσης και του έθνους των Αλβανών, Αθήναι 1879 – επανέκδοση ΚΑΡΑΒΙΑ, ΑθήναMCMLXXXI.
[12]. Κ. Βάμβα, α) Περί των εν Ιταλία Ελληνοαλβανών και ιδίως περί των εις Ελλάδα μεταναστευσάντων και β) Σύντομος ιστορική μελέτη περί Αλβανίας και Αλβανών, ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ Α’ (1877).
[13]. Γιώργου Βελουδή, Ο Jakob Philipp Fallmerayer και η γένεση του ελληνικού ιστορισμού, εκδόσεις ΕΜΝΕ-ΜΝΗΜΩΝ, Αθήνα 1982.
[14]. Δημήτρη Λιθοξόου, Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων του Ι. Φ. Φαλλμεράυρ, περιοδικό ΤΕΤΡΑΔΙΑ, Νο 11 (Άνοιξη-Καλοκαίρι 1985).
[15]. Alfred Philippson, Zur Ethnographie des Peloponnes, 1890.
[16]. Χ. Κορύλλου, Η εθνογραφία της Πελοποννήσου, Πάτραι 1890.
[17]. Ελευθερίας Νικολαΐδου, Η Αλβανική Κίνηση στο βιλαέτι Ιωαννίνων και η συμβολή των λεσχών στην ανάπτυξη της (1908-1912), εκδ. ΙΜΙΑΧ, Ιωάννινα 1984.
[18]. Κ. Θ. Δημαρά, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, εκδ. ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ, Αθήναι 1986.
[19]. Κωνσταντίνου Σάθα, Μνημεία Ελληνικής ιστορίας Documents inédits relatifs à l'histoire de la Grèce au Moyen Âge, Tome II, Paris 1881.
[20]. Π. Κανελλίδου, Περί Μάνης και Μανιατών, ΕΒΔΟΜΑΣ Δ’ (1877).
[21]. Π. Φουρίκης, Παρατηρήσεις εις τα τοπωνύμια των χρονικών του Μορέως, ΑΘΗΝΑ 40 (1928).
[22]. Κώστα Μπίρη, Αρβανίτες οι Δωριείς του Νεώτερου Ελληνισμού, Αθήναι 1960.
[23]. Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμος δεύτερος, Αθήνα 1976, κεφάλαιο «Αλβανικοί εποικισμοί στα νησιά του Αιγαίου».
[24]. Αλεξάνδρας Κραντονέλλη, Ιστορία της Πειρατείας στους πρώτους χρόνους της Τουρκοκρατίας, εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, Αθήνα 1985.
[25]. F. W. Hasluck, Albanian settlements in the Aegean Islands – The Annual of the British School at Athens, No XV (1908-1909).
[26]. S. Anamali, Εκ των Ιλλυριών εις τους Αλβανούς και E. Cabej, Το πρόβλημα του χώρου του σχηματισμού της αλβανικής γλώσσης, ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ(1973). Επίσης A. Buda, Οι Ιλλυριοί του Νότου ως ιστοριογραφικόν πρόβλημα,ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (1977). Και τα τρία κείμενα σε μετάφραση Τ. Γιοχάλα.
[27]. D. Zakythinos, Le Despotat Grec de Morée., τομ. 2, Chapitre Premier: Le population de Morée, Athènes 1953.
[28]. Ιωάννου Πούλου, Η εποίκησις των Αλβανών εις Κορινθίαν, ΕΠΕΤΗΡΙΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ (1950).
[29]. Peter Topping, Albanian Settlements in Medieval Greece: Some Venetian Testimonies, Charanis Studies, New Brunswick 1980.
[30]. Titos Jochalas, Über die Einwanderung der Albaner in Griechenland, Dissertationes Albanicae, XIII Band, München 1971.
[31]. Βασίλη Παναγιωτόπουλου, Πληθυσμός και Οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος-18ος αιώνας, εκδ. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, Αθήνα 1985.
[32]. Alain Ducellier, Δημογραφία, μεταναστεύσεις και πολιτισμικά σύνορα από τα τέλη του Μεσαίωνα στη νεώτερη εποχή, ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ, τεύχος 5 (1986).