ΥΠΑΡΧΟΥΝ περιθώρια για «θαύματα» στην Αλβανία; Είναι εκπληκτική η ευκολία και η επιπολαιότητα με την οποία τόσοι και τόσοι «επώνυμοι» προτείνουν «λύσεις»: τη στρατιωτική εισβολή απείλησε ο κ. Παπαθεμελής και δεν απέκλεισε ο κ. Εβερτ, λες και είναι αναγκαίο να μετατρέψουμε εμείς εδώ από την Αθήνα ένα δραματικό αλβανικό πρόβλημα σε θέμα αντιπαράθεσης της αλβανικής πλειοψηφίας με την ελληνική μειονότητα, δίνοντας επιχειρήματα σε όσους επιδιώκουν, εκεί, μια τέτοια έξοδο σωτηρίας και εδώ μια «ευκαιρία» για την «απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου». Είναι επίσης εκπληκτική η άνεση με την οποία ορισμένοι διατάσσουν ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά τον Μπερίσα για το τι πρέπει να κάνει και όλους τους άλλους, πώς και με ποιους οι Αλβανοί πρέπει να σχηματίσουν κυβέρνηση, πότε και υπό ποιες συνθήκες πρέπει να προχωρήσουν σε εκλογές. Αυτές οι απειλές και αυτές οι συστάσεις ένα μόνο αποτέλεσμα μπορεί να έχουν: να απαγορεύσουν, καθιστώντας την ύποπτη, κάθε ελληνική διαμεσολάβηση.
Ορισμένες συλλογικές ευρωπαϊκές και διεθνείς προσπάθειες, που σωστά η ελληνική κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί για να κινήσει, δεν αποκλείεται να διευκολύνουν θετικές εξελίξεις στα Τίρανα έστω και αν στο μεταξύ χυθεί αίμα. Οι προϋποθέσεις είναι όμως τρεις: να συνοδεύονται από συγκεκριμένη χρηματοδότηση που θα έδινε σε όλα τα θύματα των «πυραμίδων» την ελπίδα κάποιας προσωπικής σωτηρίας· να οδηγούσαν σε δημοκρατικές διαδικασίες που δεν θα αγνοούν την αλβανική πραγματικότητα και τη θεσμική υπανάπτυξη της χώρας· και να περιελάμβαναν και τις αναγκαίες διευθετήσεις για την εξασφάλιση της γενικότερης σταθερότητας στην γενικώς ανάστατη περιοχή.
Ορισμένες υπενθυμίσεις είναι πάντως απαραίτητες για μια κάποια κατανόηση του αλβανικού δράματος που αναγκαστικά ενδιαφέρει άμεσα και τη χώρα μας.
Η πρώτη αφορά το παρελθόν. Η Αλβανία δεν είναι μια από τις χώρες του τέως «υπαρκτού». Είναι η πιο τραγική. Οι ηγέτες της την οδήγησαν από ρήξη σε ρήξη σε μια κατάσταση απόλυτης διεθνούς απομόνωσης, πλήρους εξόντωσης κάθε διαφορετικής νοοτροπίας, απίστευτης οικονομικής υπανάπτυξης. Οσα ζει σήμερα δεν είναι συνέπεια της αλλαγής. Είναι συνέπεια του αλβανικού «υπαρκτού».
Η δεύτερη αφορά τους διαδόχους. Δεν είναι (δυστυχώς) αλήθεια ότι έχουμε να κάνουμε απλώς με έναν κακό Μπερίσα και καλούς δημοκράτες αντιπάλους του. Η κακοδιαχείριση (και τα σκάνδαλα) ήταν και δικό τους επίτευγμα, όπως το απέδειξε η αλόγιστη χρήση, συχνά για ιδιωτικές τσέπες, του μεγαλύτερου ποσοστού της πρώτης ξένης βοήθειας προς τη χώρα. Και σήμερα, το φαινόμενο των παρατραπεζών και των «πυραμίδων», που οδήγησαν στην κρίση, δεν είναι αποκλειστικά κυβερνητικό. Τα «διαπλεκόμενα συμφέροντα» αφορούν και άλλες δυνάμεις, τις περισσότερες. Φθάνουν ώς τις ελληνικές πόλεις όπου Αλβανοί, και ανάμεσά τους πολλοί Βορειοηπειρώτες, επένδυσαν τεράστια ποσά μέσω κάθε λογής κυκλωμάτων. Χωρίς εμείς οι «υπέροχοι» να τους προστατεύσουμε.
Η τρίτη αφορά τον χαρακτήρα της εξέγερσης. Η βία και η νοθεία των εκλογών του 1996 δεν προκάλεσε κάτι, έστω και σε μικρογραφία, το ανάλογο. Το προκάλεσαν οι «πυραμίδες», όπου οι διάφορες συμμορίες (ή όπως κακώς αποκαλούνται και μάλιστα σε ανύπαρκτο ενικό «μαφίες») ήταν ενεργά παρούσες ως οργανωτές του οικονομικού εγκλήματος, ενώ τώρα μετέχουν ενεργά στα γεγονότα. Ούτως ή άλλως οι εξεγερμένοι του Αυλώνα ή του Αργυρόκαστρου, που αξιώνουν άλλη κυβέρνηση, δεν προτείνουν συγκεκριμένη λύση, που προφανώς δεν έχουν καν συλλογικά φανταστεί.
Οι εκπρόσωποι της αλβανικής αντιπολίτευσης αλλά και οι πολιτικοί εκπρόσωποι της ελληνικής μειονότητας έχουν αποφύγει ώς τώρα τις λεκτικές υπερβολές ή έστω κάποια οργανική ταύτιση με τους εξεγερμένους, που ακόμη και το πολιτικό τους αίτημα (αλλαγή κυβέρνησης) συνδυάζεται πάντα με τη χαμένη τους αποταμίευση και όχι, ώς τώρα, με κάποιους άλλους δηλωμένους επαναστατικούς στόχους, που θα μπορούσαν να αποδειχθούν ξενόφοβοι και εθνικιστικοί. Είναι και αυτός ένας αποφασιστικός λόγος που θα έπρεπε να πείσει όλους, τουλάχιστον στην επιπόλαιη Αθήνα, να μη λένε επικίνδυνα λόγια στον αέρα.
ΡΙΧΑΡΔΟΣ ΣΩΜΕΡΙΤΗΣ | Κυριακή 9 Μαρτίου 1997