ΜΠΟΡΕΙ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΝΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟ ΜΕΣΟ ΜΙΑΣ ΚΡΙΣΗΣ ΠΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΠΟΛΛΑ ΔΥΣΩΔΗ ΚΑΙ ΒΟΡΒΟΡΩΔΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣ ΤΗΣ Η ΙΔΙΑ ΟΜΩΣ ΕΧΕΙ ΕΠΙΔΕΙΞΕΙ ΑΠΑΡΑΜΙΛΛΟ ΤΑΛΕΝΤΟ ΣΤΟ ΝΑ ΚΡΙΝΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΣΤΙΓΜΑΤΙΖΕΙ ΟΠΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΔΕΝ ΣΥΝΑΔΕΙ ΜΕ ΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΠΙΣΤΑ ΤΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΗΣ.
Ο χριστιανισμός ορίστηκε στις απαρχές του ως μια κοινότητα ισότιμων και αγαπημένων μελών. Ο μόνος τρόπος επιβίωσης της νέας θρησκείας και των μελών της ήταν ακριβώς αυτή η έννοια της κοινότητας. Έτσι λοιπόν, η μέγιστη ποινή για κάθε μη σύννομη πράξη ήταν η αποβολή από την κοινότητα, η εγκατάλειψη του μέλους και η αποκοπή του από τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Αυτή η πρακτική τιμωρία πέρασε κατά τα βυζαντινά χρόνια στο τυπικό της Εκκλησίας και έλαβε διάφορες μορφές περισσότερο ή λιγότερο αυστηρές και απέκτησε μια σημασία συμβολική.
Στο μυαλό των χριστιανών ο αφορισμός συνδέθηκε με τους παγανιστικούς βρικόλακες αφού οι πατέρες της εκκλησίας όριζαν για τους αφορεσμένους ότι: «Εν τω ονόματι της αγίας τριάδας έχομεν και κυρίττομεν αυτούς αφορισμένους, κατηραμένους και ασυγχώρητους παρά πατρός, υιού και αγίου πνεύματος και έστωσαν μετά θάνατον άλυτοι και τυμπανιαίοι, αι πέτραι και ο σίδηρος λυθήσονται αυτοί δε ουδαμώς». Με το πέρασμα των αιώνων ο μικρός και ο μεγάλος αφορισμός (ακοινωνησία και ανάθεμα αντιστοίχως) εφαρμόστηκαν από την εκκλησία σε αιρετικούς, εχθρούς της πίστεως, εχθρούς και αντιπάλους των κατά τόπον μητροπολιτών και αρχιερέων.
Δεν ήταν λίγες οι φορές λοιπόν που ο αφορισμός χρησιμοποιήθηκε ως μέσω λογοκρισίας σε μια προσπάθεια της εκκλησίας να αποτρέψει τους πνευματικούς ανθρώπους της κάθε εποχής από το να σκέφτονται και να κρίνουν. Λογοτέχνες επιστήμονες και πολιτικοί έπεσαν θύματα της απολυταρχίας μιας εκκλησίας που δύσκολα θα μπορούσε να διατηρήσει τα προνόμια της και την κυριαρχία της πάνω σε αυτόβουλα όντα. Γνωστές είναι οι περιπτώσεις του αφορισμού των Ρήγα Φεραίου, Αλέξανδρου Υψηλάντη και Ελευθερίου Βενιζέλου, και μάλιστα σε εποχές που το έθνος είχε απόλυτη ανάγκη την ενότητα και την σύμπνοια πολιτικών και θρησκευτικών δυνάμεων. Στην νεοελληνική λογοτεχνία έχουμε το παράδειγμα τριών λογοτεχνών που κυνηγήθηκαν από την εκκλησία με όλους τους δυνατούς τρόπους και που σήμερα η αξία του έργου τους είναι αναμφισβήτητη.
Ανδρέας Λασκαράτος
Ο Ανδρέας Λασκαράτος υπήρξε σπουδαίος σατιρικός ποιητής και πεζογράφος. Εκ Κεφαλληνίας καταγόμενος, δεν έχασε ποτέ του το χαρακτηριστικό επτανησιακό μπρίο, που τον έβαλε μάλιστα σε μεγάλους μπελάδες όταν η πένα του στράφηκε κατά των εκκλησιαστικών αρχών. Ο Λασκαράτος ήταν διακριτό μέλος των επτανησιακών φιλολογικών κύκλων, με σπουδές στο Παρίσι και στην Πίζα και με πνεύμα αντιδραστικό –όπως όλοι οι Κεφαλλονίτες. Από τα πρώτα του κείμενα φάνηκε η διαφωνία του με τα τεκταινόμενα στην εκκλησία της Κεφαλονιάς. Ακόμα όμως κι αν οι τοπικοί ιεράρχες των ανέχονταν ως ένα βαθμό, μετά τη δημοσίευση των Μυστηρίων της Κεφαλονιάς το 1856, όπου ειρωνεύεται και καυτηριάζει την αμάθεια και την υποκρισία του κλήρου, η ανοχή εξαντλήθηκε. Ο μητροπολίτης Κεφαλληνίας Σπυρίδωνας Κοντομιχάλης προβαίνει σε αφορισμό του συγγραφέα με την υποστήριξη του φανατισμένου όχλου. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τον λόγο της ενόχλησης των δεσποτάδων όταν η γραφή του Λασκαράτου ξεσκεπάζει τους βολεμένους κληρικούς και τους τσιγκλάει σαν αγκάθι στο πλευρό: «Μπορούνε να ειπωθούνε οπαδοί του Χριστού, επειδή πιστεύουνε πως η θεότητα είναι τρισυπόστατη, ενώ η πραγματική τους θεότητα είναι το νιτερέσο τους;» αναρωτιέται ο Λασκαράτος.
Ο αφορεσμός του επαναλαμβάνεται και την επόμενη χρονιά κι έτσι ο Λασκαράτος καταφεύγει στο Λονδίνο για να λήξει η ένταση. Τον επόμενο χρόνο επιστρέφει στο νησί αλλά οι περιπέτειές του δεν τελειώνουν εδώ αφού περνά 4 μήνες φυλακισμένος στο Σωφρονιστήριο της Κεφαλονιάς μετά από ερήμην καταδίκη του, εξαιτίας της κυκλοφορίας της καυστικής εφημερίδας Λύχνος. Το 1867 εκδίδει την Απόκριση εις τον Αφορεσμόν του Κλήρου της Κεφαλονιάς τω 1856 και μπαίνει σε νέους μπελάδες και νέα δικαστική διαμάχη, αυτή τη φορά όμως το σώμα των ενόρκων τον αθωώνει. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το διήγημα του Όνειρο στο οποίο εμπαίζει ολόκληρο τον κλήρο και μαζί όλα τα ιερά και τα όσια. Στο διήγημα αυτό ονειρεύεται, λέει, πως πέθανε και πήγε, εξαιτίας του αφορισμού του, στην κόλαση όπου συνάντησε ένα σωρό Ιερείς, Αρχιερείς και Πατριάρχες να απολαμβάνουν περιποιήσεις ως φιλοξενούμενοι του Εωσφόρου στην κόλαση! Απευθυνόμενος μάλιστα σε γνωστό του Δεσπότη λέει τα εξής χαριτωμένα: «Μα βλέπω που αφορεσμένοι κι αφορεστάδες εις την ίδια τρύπα του Διαόλου καταντάμε!».
Στα 1899 ο ιερέας Γεράσιμος Δορίζας, φίλος και θαυμαστής του συγγραφέα, ζήτησε και πέτυχε, μέσα από περίπλοκες διαδικασίες και με το Λασκαράτο να αρνείται κατηγορηματικά να απολογηθεί, την άρση του αφορισμού. Ο Ανδρέας Λασκαράτος πέθανε ενάμιση χρόνο μετά στις 24 Ιουλίου του 1901 και κηδεύτηκε με όλες τις τιμές, ενώ η σπουδαιότητα του ως συγγραφέα έχει αναγνωριστεί στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Εμμανουήλ Ροΐδης
Το 1866 εκδίδεται στην Αθήνα ένα βιβλίο που έμελλε να ταράξει τα νερά των λογοτεχνικών κύκλων της εποχής και να φέρει φουρτούνα στους εκκλησιαστικούς. Η Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη, ένα βιβλίο το οποίο επιγράφεται ως Μεσαιωνική Μελέτη και βρίθει παραπομπών και υποσημειώσεων, είναι στην ουσία ένα σατυρικό μυθιστόρημα που, σύμφωνα με τον καθηγητή λογοτεχνίας κύριο Δημήτρη Δημηρούλη, υπονομεύει τόσο το λογοτεχνικό θεσμό όσο και τις κοινωνικές συμβάσεις. Το βιβλίο αυτό αναφέρεται στη νόθα κόρη μιας χηνοβοσκού που με ένα σωρό δολοπλοκίες φτάνει τελικά στο ύπατο αξίωμα της Καθολικής εκκλησίας. Γίνεται Πάπας –Πάπισσα δηλαδή, κρύβοντας το φύλο της, και πεθαίνει με τον πλέον σκανδαλιστικό τρόπο φέρνοντας στον κόσμο το παιδί του εραστή της μπροστά στα μάτια του χριστεπώνυμου πλήθους που περιμένει την ευλογία του Ποντίφικα.
Ο Ροΐδης δεν χάνει την ευκαιρία να ειρωνευτεί την ανηθικότητα και την υποκρισία του κλήρου, αυτού του βυθισμένου στην αμαρτία που άλλο δεν κάνει παρά να καλοπερνά και να στηλιτεύει τα δήθεν ανομήματα των καθημερινών ανθρώπων. Η εκκλησία αντιδρά μανιασμένα, ζητά την επέμβαση του εισαγγελέα, αποκηρύσσει το σατανικό βιβλίο και κηρύττει αφορεσμένους όσους τολμήσουν να το διαβάσουν. Υπάρχει μια ασάφεια σχετικά με το αν αφορίστηκε και ο ίδιος ο Ροΐδης για μικρό χρονικό διάστημα πριν ανακληθεί ο αφορισμός του, ή αν τελικά δεν αφορίστηκε καθόλου, το βέβαιο όμως είναι ότι πολεμήθηκε πολύ σκληρά από τους εκκλησιαστικούς άρχοντες.
Ο Ροΐδης αντιδρά στον πόλεμο που δέχεται, αφενός με μια άμεση επιστολή προς απάντηση της εγκυκλίου της Ιεράς Συνόδου Περί αποκηρύξεως Βλάσφημου και Κακοήθους Βιβλίου, και με τις Επιστολές Αγρινιώτου, τέσσερις επιστολές τις οποίες υπογράφει ως Διονύσιος Σουρλής και οι οποίες αποτελούν ένα καταπληκτικό δείγμα της γραφής του Ροΐδη, σαρκαστικές, δεικτικές, καυστικές και πανέξυπνες. Με το θαυμάσιο ύφος του, και με όπλο μια τεράστια βιβλιογραφία απ’ όπου αντλεί παραπομπές που υποστηρίζουν τις θέσεις του, ο Ροΐδης δεν αφήνει πέτρα πάνω στην πέτρα. Υπερασπίζεται την ελευθερία του λόγου, το δικαίωμα του στην αδέσμευτη έκφραση και πάνω απ’ όλα κατατροπώνει τους υποκριτές ιεράρχες με τον πλέον δηκτικό τρόπο. Κλείνοντας την Απάντηση του προς την εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου, και αφού έχει σχολιάσει τον θρησκευτικό μεσαίωνα που επιδιώκει να διατηρήσει η εκκλησία, γράφει: «ο καιρός ίσως δεν είναι μακράν ότε θα είπωσι και οι Έλληνες: Δεν θέλομεν πλέον να ήμεθα Βυζαντινοί αλλά Χριστιανοί! και τότε άγιοι μου Πατέρες, όταν η ηώς αυτή και εφ’ ημάς ανατείλη, αν επιμένετε ακόμη θεωρούντες ως καταχθόνιον δαίμονα τον συγγραφέα της Ιωάννας, θέλετε αναγκασθή τουλάχιστον αντί Σατανά ονομάσετε αυτόν Εωσφόρον».
Νίκος Καζαντζάκης
Ένας από τους σπουδαιότερους νεοέλληνες πεζογράφους που προκάλεσε τις εκκλησιαστικές αρχές, όχι γιατί ειρωνεύτηκε την κοσμικότητα της εκκλησίας, αλλά λόγου του ανήσυχου πνεύματος του, της υπαρξιακής αγωνίας και των φιλοσοφικών του αναζητήσεων. Ο Καζαντζάκης χαρακτήριζε ο ίδιος τον εαυτό του πολίτη του κόσμου και ως τέτοιος στοχαζόταν μακριά από τον συντηρητισμό και τη στενομυαλιά της ελληνικής κοινωνίας. Επιπλέον, εκτός του ότι είχε δεχθεί την επίδραση ανατολίτικων θρησκειών και κυρίως του Βουδισμού, ο Καζαντζάκης ήταν και μέλος της Τεκτονικής Στοάς των Αθηνών. Μια προσωπικότητα λοιπόν που αν μη τι άλλο ενοχλούσε την εκκλησιαστική ηγεσία της εποχής.
Το 1953 η εκκλησία ζητά το διωγμό του Νίκου Καζαντζάκη πριν ακόμα εκδοθεί ο Τελευταίος Πειρασμός, ο συγγραφέας απαντά στις απειλές για αφορισμό λέγοντας: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι πατέρες, σας δίνω κι εγώ μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδηση σας τόσο καθαρή, όσο είναι η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Ο Πάπας συμπεριλαμβάνει τον Τελευταίο Πειρασμό στο Index Librorum Prohibitorum. Ο Καζαντζάκης δεν δίνει την παραμικρή σημασία στις απειλές και τις διώξεις, συνεχίζει να γράφει και να προσφέρει μέχρι το θάνατο του το 1957 στη Γερμανία. Η κηδεία του έγινε στο Ηράκλειο χωρίς εκκλησιαστική τελετή. Πάνω στον τάφο του είχε ζητήσει να αναγραφεί η γνωστή βουδιστική φράση: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος».
Το ειρωνικό είναι ότι όπως αποκάλυψε η έρευνα της δημοσιογράφου Ελένης Κατσουλάκη χρόνια μετά, ο αφορισμός του Καζαντζάκη δεν ίσχυσε ποτέ στην πραγματικότητα, αφού δεν είχε υπογραφεί, όπως απαιτείται, από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Τα έργα του Καζαντζάκη γνωρίζουν ακόμα και σήμερα τεράστια επιτυχία, όμως οι αντιδράσης τις εκκλησίας δεν έλειψαν με τον θάνατο του συγγραφέα. Το 1975 η ελληνική τηλεόραση ετοιμάζεται να προβάλει σε συνέχειες το έργο του Νίκου Καζαντζάκη Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται αντιδρά έντονα: «Η Ιερά Σύνοδος κατά την σημερινήν αυτήν συνεδρίαν, πληροφορηθείσα ότι υπάρχει πρόθεσις προβολής από της τηλεοράσεως του βλασφήμιου έργου του Ν. Καζαντζάκη Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, περί του οποίου από πολλών ετών η Εκκλησία, απεφάνθη ότι είναι δυσσεβές και αντιχριστιανικόν, απεφάσισε να προβή εις αμέσους εντόνους ενεργείας παρά τοις αρμοδίοις προς αποτροπήν της τοιαύτης προβολής, η οποία θα σκανδαλίσει και θα βλάψει πνευματικώς το Χριστεπώνυμον πλήρωμα της εκκλησίας της Ελλάδος...». Επιπλέον, ο Τελευταίος Πειρασμός του Μάρτιν Σκορτσέζε αντιμετωπίζει από το 1988 τις κλειστές πόρτες των ελληνικών κινηματογραφικών αιθουσών, ενώ την χρονιά που μας πέρασε και ενώ επρόκειτο να προβληθεί από τον τηλεοπτικό σταθμό Star, η προβολή του ακυρώθηκε χάρη στην αντίδραση της αρχιεπισκοπής εκ μέρους σκανδαλιζόμενων χριστιανών.
Ο χριστιανισμός ορίστηκε στις απαρχές του ως μια κοινότητα ισότιμων και αγαπημένων μελών. Ο μόνος τρόπος επιβίωσης της νέας θρησκείας και των μελών της ήταν ακριβώς αυτή η έννοια της κοινότητας. Έτσι λοιπόν, η μέγιστη ποινή για κάθε μη σύννομη πράξη ήταν η αποβολή από την κοινότητα, η εγκατάλειψη του μέλους και η αποκοπή του από τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Αυτή η πρακτική τιμωρία πέρασε κατά τα βυζαντινά χρόνια στο τυπικό της Εκκλησίας και έλαβε διάφορες μορφές περισσότερο ή λιγότερο αυστηρές και απέκτησε μια σημασία συμβολική.
Στο μυαλό των χριστιανών ο αφορισμός συνδέθηκε με τους παγανιστικούς βρικόλακες αφού οι πατέρες της εκκλησίας όριζαν για τους αφορεσμένους ότι: «Εν τω ονόματι της αγίας τριάδας έχομεν και κυρίττομεν αυτούς αφορισμένους, κατηραμένους και ασυγχώρητους παρά πατρός, υιού και αγίου πνεύματος και έστωσαν μετά θάνατον άλυτοι και τυμπανιαίοι, αι πέτραι και ο σίδηρος λυθήσονται αυτοί δε ουδαμώς». Με το πέρασμα των αιώνων ο μικρός και ο μεγάλος αφορισμός (ακοινωνησία και ανάθεμα αντιστοίχως) εφαρμόστηκαν από την εκκλησία σε αιρετικούς, εχθρούς της πίστεως, εχθρούς και αντιπάλους των κατά τόπον μητροπολιτών και αρχιερέων.
Δεν ήταν λίγες οι φορές λοιπόν που ο αφορισμός χρησιμοποιήθηκε ως μέσω λογοκρισίας σε μια προσπάθεια της εκκλησίας να αποτρέψει τους πνευματικούς ανθρώπους της κάθε εποχής από το να σκέφτονται και να κρίνουν. Λογοτέχνες επιστήμονες και πολιτικοί έπεσαν θύματα της απολυταρχίας μιας εκκλησίας που δύσκολα θα μπορούσε να διατηρήσει τα προνόμια της και την κυριαρχία της πάνω σε αυτόβουλα όντα. Γνωστές είναι οι περιπτώσεις του αφορισμού των Ρήγα Φεραίου, Αλέξανδρου Υψηλάντη και Ελευθερίου Βενιζέλου, και μάλιστα σε εποχές που το έθνος είχε απόλυτη ανάγκη την ενότητα και την σύμπνοια πολιτικών και θρησκευτικών δυνάμεων. Στην νεοελληνική λογοτεχνία έχουμε το παράδειγμα τριών λογοτεχνών που κυνηγήθηκαν από την εκκλησία με όλους τους δυνατούς τρόπους και που σήμερα η αξία του έργου τους είναι αναμφισβήτητη.
Ανδρέας Λασκαράτος
Ο Ανδρέας Λασκαράτος υπήρξε σπουδαίος σατιρικός ποιητής και πεζογράφος. Εκ Κεφαλληνίας καταγόμενος, δεν έχασε ποτέ του το χαρακτηριστικό επτανησιακό μπρίο, που τον έβαλε μάλιστα σε μεγάλους μπελάδες όταν η πένα του στράφηκε κατά των εκκλησιαστικών αρχών. Ο Λασκαράτος ήταν διακριτό μέλος των επτανησιακών φιλολογικών κύκλων, με σπουδές στο Παρίσι και στην Πίζα και με πνεύμα αντιδραστικό –όπως όλοι οι Κεφαλλονίτες. Από τα πρώτα του κείμενα φάνηκε η διαφωνία του με τα τεκταινόμενα στην εκκλησία της Κεφαλονιάς. Ακόμα όμως κι αν οι τοπικοί ιεράρχες των ανέχονταν ως ένα βαθμό, μετά τη δημοσίευση των Μυστηρίων της Κεφαλονιάς το 1856, όπου ειρωνεύεται και καυτηριάζει την αμάθεια και την υποκρισία του κλήρου, η ανοχή εξαντλήθηκε. Ο μητροπολίτης Κεφαλληνίας Σπυρίδωνας Κοντομιχάλης προβαίνει σε αφορισμό του συγγραφέα με την υποστήριξη του φανατισμένου όχλου. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τον λόγο της ενόχλησης των δεσποτάδων όταν η γραφή του Λασκαράτου ξεσκεπάζει τους βολεμένους κληρικούς και τους τσιγκλάει σαν αγκάθι στο πλευρό: «Μπορούνε να ειπωθούνε οπαδοί του Χριστού, επειδή πιστεύουνε πως η θεότητα είναι τρισυπόστατη, ενώ η πραγματική τους θεότητα είναι το νιτερέσο τους;» αναρωτιέται ο Λασκαράτος.
Ο αφορεσμός του επαναλαμβάνεται και την επόμενη χρονιά κι έτσι ο Λασκαράτος καταφεύγει στο Λονδίνο για να λήξει η ένταση. Τον επόμενο χρόνο επιστρέφει στο νησί αλλά οι περιπέτειές του δεν τελειώνουν εδώ αφού περνά 4 μήνες φυλακισμένος στο Σωφρονιστήριο της Κεφαλονιάς μετά από ερήμην καταδίκη του, εξαιτίας της κυκλοφορίας της καυστικής εφημερίδας Λύχνος. Το 1867 εκδίδει την Απόκριση εις τον Αφορεσμόν του Κλήρου της Κεφαλονιάς τω 1856 και μπαίνει σε νέους μπελάδες και νέα δικαστική διαμάχη, αυτή τη φορά όμως το σώμα των ενόρκων τον αθωώνει. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το διήγημα του Όνειρο στο οποίο εμπαίζει ολόκληρο τον κλήρο και μαζί όλα τα ιερά και τα όσια. Στο διήγημα αυτό ονειρεύεται, λέει, πως πέθανε και πήγε, εξαιτίας του αφορισμού του, στην κόλαση όπου συνάντησε ένα σωρό Ιερείς, Αρχιερείς και Πατριάρχες να απολαμβάνουν περιποιήσεις ως φιλοξενούμενοι του Εωσφόρου στην κόλαση! Απευθυνόμενος μάλιστα σε γνωστό του Δεσπότη λέει τα εξής χαριτωμένα: «Μα βλέπω που αφορεσμένοι κι αφορεστάδες εις την ίδια τρύπα του Διαόλου καταντάμε!».
Στα 1899 ο ιερέας Γεράσιμος Δορίζας, φίλος και θαυμαστής του συγγραφέα, ζήτησε και πέτυχε, μέσα από περίπλοκες διαδικασίες και με το Λασκαράτο να αρνείται κατηγορηματικά να απολογηθεί, την άρση του αφορισμού. Ο Ανδρέας Λασκαράτος πέθανε ενάμιση χρόνο μετά στις 24 Ιουλίου του 1901 και κηδεύτηκε με όλες τις τιμές, ενώ η σπουδαιότητα του ως συγγραφέα έχει αναγνωριστεί στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Εμμανουήλ Ροΐδης
Το 1866 εκδίδεται στην Αθήνα ένα βιβλίο που έμελλε να ταράξει τα νερά των λογοτεχνικών κύκλων της εποχής και να φέρει φουρτούνα στους εκκλησιαστικούς. Η Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη, ένα βιβλίο το οποίο επιγράφεται ως Μεσαιωνική Μελέτη και βρίθει παραπομπών και υποσημειώσεων, είναι στην ουσία ένα σατυρικό μυθιστόρημα που, σύμφωνα με τον καθηγητή λογοτεχνίας κύριο Δημήτρη Δημηρούλη, υπονομεύει τόσο το λογοτεχνικό θεσμό όσο και τις κοινωνικές συμβάσεις. Το βιβλίο αυτό αναφέρεται στη νόθα κόρη μιας χηνοβοσκού που με ένα σωρό δολοπλοκίες φτάνει τελικά στο ύπατο αξίωμα της Καθολικής εκκλησίας. Γίνεται Πάπας –Πάπισσα δηλαδή, κρύβοντας το φύλο της, και πεθαίνει με τον πλέον σκανδαλιστικό τρόπο φέρνοντας στον κόσμο το παιδί του εραστή της μπροστά στα μάτια του χριστεπώνυμου πλήθους που περιμένει την ευλογία του Ποντίφικα.
Ο Ροΐδης δεν χάνει την ευκαιρία να ειρωνευτεί την ανηθικότητα και την υποκρισία του κλήρου, αυτού του βυθισμένου στην αμαρτία που άλλο δεν κάνει παρά να καλοπερνά και να στηλιτεύει τα δήθεν ανομήματα των καθημερινών ανθρώπων. Η εκκλησία αντιδρά μανιασμένα, ζητά την επέμβαση του εισαγγελέα, αποκηρύσσει το σατανικό βιβλίο και κηρύττει αφορεσμένους όσους τολμήσουν να το διαβάσουν. Υπάρχει μια ασάφεια σχετικά με το αν αφορίστηκε και ο ίδιος ο Ροΐδης για μικρό χρονικό διάστημα πριν ανακληθεί ο αφορισμός του, ή αν τελικά δεν αφορίστηκε καθόλου, το βέβαιο όμως είναι ότι πολεμήθηκε πολύ σκληρά από τους εκκλησιαστικούς άρχοντες.
Ο Ροΐδης αντιδρά στον πόλεμο που δέχεται, αφενός με μια άμεση επιστολή προς απάντηση της εγκυκλίου της Ιεράς Συνόδου Περί αποκηρύξεως Βλάσφημου και Κακοήθους Βιβλίου, και με τις Επιστολές Αγρινιώτου, τέσσερις επιστολές τις οποίες υπογράφει ως Διονύσιος Σουρλής και οι οποίες αποτελούν ένα καταπληκτικό δείγμα της γραφής του Ροΐδη, σαρκαστικές, δεικτικές, καυστικές και πανέξυπνες. Με το θαυμάσιο ύφος του, και με όπλο μια τεράστια βιβλιογραφία απ’ όπου αντλεί παραπομπές που υποστηρίζουν τις θέσεις του, ο Ροΐδης δεν αφήνει πέτρα πάνω στην πέτρα. Υπερασπίζεται την ελευθερία του λόγου, το δικαίωμα του στην αδέσμευτη έκφραση και πάνω απ’ όλα κατατροπώνει τους υποκριτές ιεράρχες με τον πλέον δηκτικό τρόπο. Κλείνοντας την Απάντηση του προς την εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου, και αφού έχει σχολιάσει τον θρησκευτικό μεσαίωνα που επιδιώκει να διατηρήσει η εκκλησία, γράφει: «ο καιρός ίσως δεν είναι μακράν ότε θα είπωσι και οι Έλληνες: Δεν θέλομεν πλέον να ήμεθα Βυζαντινοί αλλά Χριστιανοί! και τότε άγιοι μου Πατέρες, όταν η ηώς αυτή και εφ’ ημάς ανατείλη, αν επιμένετε ακόμη θεωρούντες ως καταχθόνιον δαίμονα τον συγγραφέα της Ιωάννας, θέλετε αναγκασθή τουλάχιστον αντί Σατανά ονομάσετε αυτόν Εωσφόρον».
Νίκος Καζαντζάκης
Ένας από τους σπουδαιότερους νεοέλληνες πεζογράφους που προκάλεσε τις εκκλησιαστικές αρχές, όχι γιατί ειρωνεύτηκε την κοσμικότητα της εκκλησίας, αλλά λόγου του ανήσυχου πνεύματος του, της υπαρξιακής αγωνίας και των φιλοσοφικών του αναζητήσεων. Ο Καζαντζάκης χαρακτήριζε ο ίδιος τον εαυτό του πολίτη του κόσμου και ως τέτοιος στοχαζόταν μακριά από τον συντηρητισμό και τη στενομυαλιά της ελληνικής κοινωνίας. Επιπλέον, εκτός του ότι είχε δεχθεί την επίδραση ανατολίτικων θρησκειών και κυρίως του Βουδισμού, ο Καζαντζάκης ήταν και μέλος της Τεκτονικής Στοάς των Αθηνών. Μια προσωπικότητα λοιπόν που αν μη τι άλλο ενοχλούσε την εκκλησιαστική ηγεσία της εποχής.
Το 1953 η εκκλησία ζητά το διωγμό του Νίκου Καζαντζάκη πριν ακόμα εκδοθεί ο Τελευταίος Πειρασμός, ο συγγραφέας απαντά στις απειλές για αφορισμό λέγοντας: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι πατέρες, σας δίνω κι εγώ μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδηση σας τόσο καθαρή, όσο είναι η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Ο Πάπας συμπεριλαμβάνει τον Τελευταίο Πειρασμό στο Index Librorum Prohibitorum. Ο Καζαντζάκης δεν δίνει την παραμικρή σημασία στις απειλές και τις διώξεις, συνεχίζει να γράφει και να προσφέρει μέχρι το θάνατο του το 1957 στη Γερμανία. Η κηδεία του έγινε στο Ηράκλειο χωρίς εκκλησιαστική τελετή. Πάνω στον τάφο του είχε ζητήσει να αναγραφεί η γνωστή βουδιστική φράση: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος».
Το ειρωνικό είναι ότι όπως αποκάλυψε η έρευνα της δημοσιογράφου Ελένης Κατσουλάκη χρόνια μετά, ο αφορισμός του Καζαντζάκη δεν ίσχυσε ποτέ στην πραγματικότητα, αφού δεν είχε υπογραφεί, όπως απαιτείται, από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Τα έργα του Καζαντζάκη γνωρίζουν ακόμα και σήμερα τεράστια επιτυχία, όμως οι αντιδράσης τις εκκλησίας δεν έλειψαν με τον θάνατο του συγγραφέα. Το 1975 η ελληνική τηλεόραση ετοιμάζεται να προβάλει σε συνέχειες το έργο του Νίκου Καζαντζάκη Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται αντιδρά έντονα: «Η Ιερά Σύνοδος κατά την σημερινήν αυτήν συνεδρίαν, πληροφορηθείσα ότι υπάρχει πρόθεσις προβολής από της τηλεοράσεως του βλασφήμιου έργου του Ν. Καζαντζάκη Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, περί του οποίου από πολλών ετών η Εκκλησία, απεφάνθη ότι είναι δυσσεβές και αντιχριστιανικόν, απεφάσισε να προβή εις αμέσους εντόνους ενεργείας παρά τοις αρμοδίοις προς αποτροπήν της τοιαύτης προβολής, η οποία θα σκανδαλίσει και θα βλάψει πνευματικώς το Χριστεπώνυμον πλήρωμα της εκκλησίας της Ελλάδος...». Επιπλέον, ο Τελευταίος Πειρασμός του Μάρτιν Σκορτσέζε αντιμετωπίζει από το 1988 τις κλειστές πόρτες των ελληνικών κινηματογραφικών αιθουσών, ενώ την χρονιά που μας πέρασε και ενώ επρόκειτο να προβληθεί από τον τηλεοπτικό σταθμό Star, η προβολή του ακυρώθηκε χάρη στην αντίδραση της αρχιεπισκοπής εκ μέρους σκανδαλιζόμενων χριστιανών.
Από το ηλεκτρονικό περιοδικό π@π@κι του Παντείου
http://www.alfavita.gr/history/history5.htm-Προσωρινά αποθηκευμένη