ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΕΝΟΥ 1970»
«ΝΕΟΝ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ»
«Επιτομή του Μεγάλου 9τομου Λεξικού όλης της Ελληνικής Γλώσσης»
«ΠΡΩΤΟΝ ΒΡΑΒΕΙΟΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ»
«Αναθεώρησης, συμπλήρωσης και διόρθωσης υπό
ΘΗΣΕΩΣ ΤΖΑΝΝΕΤΑΤΟΥ
Καθηγητού της κλασσικής φιλολογίας του Παν/μιου Αθηνών και ομάδος φιλολόγων»
Σελ. 220
«Αρβανίτης ο:, θηλ. -ιτισσα Δ Αλβανός την εθνότητα η την καταγωγην κ. ο κάτοικος της Αλβανίας. 2 αλβανικής καταγωγής Έλλην και εν Ελλάδι ζων. 3 συνεκδ. πείσμων, ισχυρογνώμων, εκδικητικός. 4 εν Ήπειρο, ο βόρειος άνεμος.»
«Αρβανιτάκη το: Δ Αλβανοπαις. 2 χριστιανός Αρβανίτης πολεμιστής.»
«Αρβανιτιά η: Δ η αλβανική εθνότης. 2 η χώρα των Αλβανών. 3 στίφος Αλβανών επιδρομέων.»
«αρβανίτικος-η-ο: Δ ο αλβανικός. 2 πείσμων, εκδικητικός. 3 επί πυράς, η υπερβολική. Ουσ. αρβανίτικα τα, η Αλβανική γλώσσα. Επιρρ. α.»
«Αρβανιτο-πουλο το: Δ Αλβανοπαις.»
«αρβανιτουρια η: Δ το σύνολον των Αλβανών. 2 στίφος Αλβανών επιδρομέων. 3 η ρυπαροτης.»
«αρβανιτο-χωρι το: Δ χωρίον Αλβανών ή αλβανόφωνων Ελλήνων.»
Σελ. 78
«Αλβανικός-η-ον: Ν κ. ια-ο Δ ο των Αλβανών, αρβανίτικος. Ουσ. Αλβανική ή, αλβανικά τα, η Αλβανική γλώσσα. Επίρρ. α Αλβανιστι.»
Όπου «Δ» στην δημοτική.
Όπου «Ν» στην νεοελληνική.