«Και ενωρίτερα (16) όταν οι Αραπάδες αποπειράθηκαν να κυριεύσουν τη Δημητσάνα, που δεν απετόλμησαν έφοδο, διότι πίστεψαν ότι η πόλις έχει υπονομευτεί με μπαρούτι, ο «Αρτοζήνος» έσωσε την ορεινή Ηραία. Ενώ είχαν στρατοπεδεύσει στον Κάμπο της Καρκαλούς οι προαναφερθέντες οπλαρχηγοί άναψαν φωτιές στο βουνό «Αρτοζήνος» (17), μαζί με τους τσοπάνηδες, έβαλαν τα φέσια και τις κάπες στις πέτρες και περνούσαν από το ίδιο σημείο πολλές φορές δίδοντας την εντύπωση στους Τούρκους που τους έβλεπαν από την Καρκαλού, ότι καταφθάνουν ενισχύσεις.
Το ευρηματικό αυτό τέχνασμα, μεταχειριζόντουσαν συχνά κατά την Επανάσταση του 1821 ώστε είχε τραγουδηθεί από τον ανώνυμο λαό. Περισώσαμε ένα τετράστιχο.
Είναι μισό Ελληνικό και μισό Αρβανίτικο και παραφράζοντας το θα λέγαμε ότι σημαίνει τα εξής. Ενώ είμαστε σαράντα κλέφτες, πάμε γυρίζουμε (ξαναγυρίζουμε) και γινόμαστε τόσοι πολλοί ώστε έχουμε και ...εξήντα. καπετάνιους.
Οι εξεγερθέντες το 1821, οι ορεινοί, ήσαν ευρηματικοί και πολεμούσαν με ... «πονηρίες». Βουνίσιο και πονηρό είχε αποκαλέσει τον Θ. Κολοκοτρώνη και ο Ιμπραήμ. (18). Ο τρόπος που πολεμούσαν οι Έλληνες δεν τον καταλάβαιναν οι ξένοι. Αυτή ήταν και η αιτία που οι φιλέλληνες αξιωματικοί, απόμαχοι των Ναπολεόντειων Πολέμων, παρεξηγούσαν τους Έλληνες που έκαμαν κλεφτοπόλεμο. Εκείνοι είχαν διδαχθεί να πολεμούν όρθιοι με την υποστήριξη του ιππικού και πυροβολικού.
Την ίδια περίπου τακτική εφάρμοσαν οι Τζώρτζ και Κόχραν, μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη και έριξαν τους Έλληνες στο σφαγείο, στην καταστροφικότερη για τους Έλληνες μάχη της Επανάστασης του 1821, τη μάχη του Ανάλατου παρά τον Αγιο Σώστη Λ. Συγγρού».