«Μαυρομμάτι Θηβών, 1960. Θυμάμαι ακόμα το μακρόστενο ξύλινο τραπέζι, τους άντρες γύρω γύρω αυστηρούς, σοβαρούς, με τα άσπρα πουκάμισα, το κόκκινο κρασί το δικό τους, από τα αμπέλια τους. Στην κεφαλή του τραπεζιού ο παπα-Γιώργης, κάτι σαν αρχηγός και πολέμαρχος του χωριού, ο πιο άγριος απ’ όλους. Δίπλα του ο παππούς μου, ο μπαρμπα-Γιάννης Κατσιμίχας, ο πατερ-φαμίλιας. Μετά ο πατέρας μου, τα αδέλφια του, όλο το σόι. Στο τραπέζι ήταν μόνο άντρες• οι γυναίκες κάπου στο πλάι. Τα αγόρια κυκλοφορούσαν ελεύθερα στην «τελετή». Μας ήθελαν, μας γούσταραν και δίχως λόγια, μάλλον μας μετέδιδαν τα βασικά: «Έλα ’δω μπινιάρι» (μπινιάρι στα Αρβανίτικα σημαίνει δίδυμος). Χλαπ, ένα κοψίδι στο στόμα, και χλουπ, μια γουλιά κόκκινο κρασί από το βαγένι (το τεράστιο ξύλινο βαρέλι του κρασιού). Γουλιές κατευθείαν από το ποτήρι του παππού. Έπειτα άρχιζαν τα κλέφτικα. Τραγουδούσαν κάτι αρχέγονα, μακρόσυρτα τραγούδια της τάβλας, που δεν τελείωναν ποτέ. Πρώτα ένας και μετά όλοι μαζί. Δεν μπερδεύονταν, δεν έπεφτε ποτέ ο ένας πάνω στον άλλον, ξέρανε πολύ καλά τι έκαμναν».
Τραγουδούσαν μόνο κλέφτικα τραγούδια;
«Όχι, έπειτα το γύρναγαν στα αρβανίτικα. Έβγαζε ο παπα-Γιώργης την κουμπούρα από το ράσο του, άρχιζε τα μπαμ μπουμ και γινόταν κόλαση. Heavy και death metal μαζί… Ποτέ, όμως, δεν είδα ένα τέτοιου είδους γλέντι να εκτρέπεται σε οχλαγωγία. Δεν έκαναν πλάκα, κάτι άλλο πολύ σοβαρό έκαναν. Κανενός δεν τάραζε το μάτι, ήταν ήρεμοι, ποτέ δεν έγινε καβγάς. Ο παπάς, ο παππούς πατερ-φαμίλιας, μετά τα αδέρφια, από τον μεγαλύτερο ως τον μικρότερο. Υπήρχε κοντρόλ και ιεραρχία».
«Όχι, έπειτα το γύρναγαν στα αρβανίτικα. Έβγαζε ο παπα-Γιώργης την κουμπούρα από το ράσο του, άρχιζε τα μπαμ μπουμ και γινόταν κόλαση. Heavy και death metal μαζί… Ποτέ, όμως, δεν είδα ένα τέτοιου είδους γλέντι να εκτρέπεται σε οχλαγωγία. Δεν έκαναν πλάκα, κάτι άλλο πολύ σοβαρό έκαναν. Κανενός δεν τάραζε το μάτι, ήταν ήρεμοι, ποτέ δεν έγινε καβγάς. Ο παπάς, ο παππούς πατερ-φαμίλιας, μετά τα αδέρφια, από τον μεγαλύτερο ως τον μικρότερο. Υπήρχε κοντρόλ και ιεραρχία».