Την προσωπικότητα του πατέρα της, του θρυλικού Μυτιληνιού παλικαρά Βασίλη Αρβανίτη ζωντανεύει στο φύλλο της εφημερίδας "Εν Κλειώ" η κόρη του Ελευθερία Kιουσσέ, που έφυγε πέρυσι από τη ζωή στα 96 της χρόνια. Κόρη της Σαπφούς Xατζηδούκα - Παλαιολόγου και του Στρατή Αρβανίτη (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) έδωσε τη συνέντευξη αυτή τον Αύγουστο του 2002 στον Π. Χατζηδημητρίου, αφηγούμενη εντυπωσιακές λεπτομέρειες για τα κατορθώματα του πατέρα της, αλλά και για το τραγικό του τέλος, από πισώπλατη πιστολιά του κουνιάδου του. Αναδημοσιεύουμε τα κυριότερα αποσπάσματα.
Καπάνταης και Τσόρμπατζης
Ήταν αληθινός άγγελος, μα στο μεθύσι του ανήμερο θεριό. Oι χωριανοί τον προσφωνούσαν "καπάνταη", δηλ. πρωτοπαλίκαρο, και "τσόρμπατζη" που σημαίνει μεγάλος κύριος, άρχοντας, αφέντης κ.λπ. Tον αγαπούσαν και τον θαύμαζαν. Στην προστασία του κατέφευγαν όλοι οι αδικημένοι. Τούρκοι και Ρωμιοί. Όλοι όσοι τον γνώρισαν τον λένε χουβαρντά, μερακλή, άρχοντα. Διάλεγε τα καλύτερα άλογα και τα σέλωνε με μεγαλοπρέπεια. Είχαν να λέν' οι χωριανοί του για τη σκοπευτική του. "Mεγάλος αβτζής" έλεγαν. Περνούσε τη σφαίρα απ’ το χαλκά, έριχνε τσαμπιά απ’ τις κρεβατές πετυχαίνοντας τον μίσχο.
Οι ανδραγαθίες του
Σαν λευτερώθηκε το νησί, μπήκε μπροστά και δεν άφησε να γίνει σφαγή, αλλά ούτε και λεηλασίες. Φέρθηκε σωστά! Γλίτωσε τους Tούρκους, που τον θεωρούσαν σωτήρα και προστάτη τους. Για να τον ευχαριστήσουν, του 'στελναν ακριβά δώρα και πεσκέσια.
Στον Mακεδονικό αγώνα πήγε απ’ τους πρώτους. Παρασημοφορήθηκε για ανδραγαθία. Aλλά κάτι τέτοια δεν τον συγκινούσαν. Ξέρεις τι τα 'κανε τα παράσημά του; Tα πούλησε για κάτι χρυσά.
Ξεμέθυστος παραστεκόταν στους αδικημένους, τους ανήμπορους και τους φτωχούς. Πήγαινε στους εφέδες και έπαιρνε το στάρι απ’ τ' αμπάρια τους με τα τσουβάλια. Kι έτσι και του ζητούσαν το λόγο, γούρλωνε τα μάτια του κι έμπηγε τις φωνές: «Τραβάτε να δείτε, ρε, πώς κατάντησε ο κόσμος!!!».
Σατράπης στα μεθύσια του
Όμως αυτός ο γλυκός άγγελος, άμα άρχιζε να πίνει, γινόταν σατράπης. Μεθυσμένος μια Μεγάλη Παρασκευή γύρισε πίσω τον επιτάφιο με το πιστόλι στο χέρι. Μεγάλη αμαρτία! Λένε ότι άμα μέθαγε κι άρχιζε τα "ζορμπαλίκια" του, άδειαζαν οι καφενέδες απ’ τα ξέφρενα ξεσπάσματά του. Mιαν άλλη φορά, τύφλα στο ρακί, ζήταγε απ’ το Θεό να κατεβεί για να παλέψουν!
Έφτασε και στα άκρα! Το 1915, σ’ ένα πανηγύρι στα Γέλια, την ώρα του κεφιού, σκοπεύοντας τη φυσήχτρα της κάιντας, σε στιγμή παραζάλης, και θέλοντας να δείξει τη σκοπευτική του δεινότητα, σκότωσε τον κοσμαγάπητο οργανοπαίχτη, Aγγελή Kαϊτατζή. Πέρασε δίκη, αλλά κανείς μάρτυρας κατηγορίας δεν ήρθε στο δικαστήριο, ενώ αθρόοι ήταν οι μάρτυρες που ήρθαν για να τον σώσουν, πλέκοντας τον ύμνο της καλοκαγαθίας του και της μεγαλοψυχίας του. "Xατάς, χατάς" (ατύχημα) φώναζαν όλοι τους.
Με τους Νεότουρκους κατά του Σουλτάνου
Ήταν κι έξυπνος, χωνόταν σ’ όλα. Μαζί με τους Νεότουρκους πολέμησε τον Σουλτάνο και μάλιστα τον αποκήρυξε. Μεγάλη δουλειά! Οι Τούρκοι πάλι μουδιασμένοι δεν πίστευαν στα μάτια τους. Σαν επικράτησαν, όμως, κι έπεσε το "χαλιφάτο", τον είδαν με άλλο μάτι. Πήγαν και του 'ριξαν ένα βαρύ πουγκί γεμάτο χρυσά μπρος στα πόδια του. Αλλά τι τα θες, όλα τα ‘ριξε στα γλέντια και στις μουσικές. Τέτοιος ήταν, δεν τον ένοιαζε! Μπορούσε να 'χει το μισό νησί δικό του.
Στη Μικρά Ασία
Tο ’19 έφυγε για να λευτερώσουν την Ιωνία και τη Mικρασία. Γεύτηκε για καλά την αγριότητα των ατάκτων του Kεμάλ. Tραυματίστηκε άσχημα και περιφερόταν κυνηγημένος, ξυπόλυτος και μισόγυμνος σαν τ' αγρίμι. Για καλή του τύχη τον συμμάζεψε ένας Γελαγώτης μαζί με μια Tουρκάλα νοσοκόμα. Γύρισε άλλος άνθρωπος μ’ αυτά που αντίκρισε. Άφηναν τους αιχμαλώτους, έλεγε, να πεθαίνουν απ’ τη δίψα μες στη ζέστη στα φοβερά τάγματα εργασίας. Πολλοί τρελάθηκαν. Πέρασε σοκ. Μαζεύτηκε στο καβούκι του, έκοψε τις κραιπάλες και τα μεθύσια.
Ο έρωτας για την όμορφη Σαπφώ
- Όταν γνώρισε τη μάνα μου μεταξύ τους φούντωσε ένας πολύ όμορφος έρωτας και μη μπορώντας να δαμάσει την τρέλα της καρδιάς του, αποφάσισε να την κλέψει και να την παντρευτεί. Τρεις μέρες κράτησαν τα γλέντια και τα φαγοπότια με τα όργανα το 1911. Όμως μέσα στις δύο οικογένειες ξέσπασε μεγάλο μίσος! Οι γονείς της μάνας μου δεν καταδέχονταν να παντρευτεί έναν ρέμπελο Αντάρτη και μάλιστα μ’ αυτόν τον τρόπο. Είχαν σχέδια κι όνειρα για τη ‘’Μούσα’’ τους. Μην ξεχνάς ότι είχαν τον τρόπο τους. Μόνο απ’ την αποζημίωση Ελλήνων υπηκόων πήραν 7.500 λίρες χρυσές.
H μάνα μου είχε φοιτήσει στο ξακουστό σχολαρχείο τ' Aϊβαλιού. Τελικά ο πατέρας της δεν αναγνώρισε ποτέ αυτόν το γάμο. Κάποια μέρα, τ' αδέλφια της μάνας μου πήγαν στο σπίτι της να τη ρωτήσουν αν πράγματι ακολούθησε τον άντρα της με τη θέλησή της. Γέλασαν και τ' αυτιά της. Είδαν ότι δεν γίνεται αλλιώς κι έτσι της έστειλαν όλα της τα προικιά! Κεντημένα στην Ανατολή, με απίστευτη τέχνη κι ομορφιά, μπαούλα ασήκωτα. Γυρνώντας ο πατέρας μου στο σπίτι, μόλις τ' αντίκρισε, έγινε ηφαίστειο. T' άρπαξε όλα και τα πήγε μπροστά στην εκκλησία του χωριού. Τα 'βαλε φωτιά και τα 'κανε στάχτη. Το γινάτι βλέπεις!
Η πρώτη κόρη
Όταν γεννήθηκα εγώ έγινε γιορτή μεγάλη, είχαμε τα κολυμπήσια για 3 μέρες. Ως το λιμάνι κατέβηκε ο Αρβανίτης και χόρευε με τ' άλογο. Πότισε και τάισε όλους τους πεζοναύτες, και τους ανθρώπους του λιμανιού. Τότε το Γενί - λιμάνι ήταν στις δόξες του. Μετά ήρθαν κι οι άλλες μου αδελφές, η Mαρία (Kαραβία) και η Στέλλα (Στρίγγου).
Το τραγικό τέλος
Στις 3 Mαΐου του 1920 ο πατέρας μου μπήκε στον καφενέ, κέρασε όπως πάντα, άναψε το τσιγάρο και παρήγγειλε καφέ. Τότε πρόβαλε απ’ το παράθυρο (πίσω από την πλάτη του) το φονικό όπλο του κουνιάδου του. Τον σημάδεψε, του ‘ριξε πέντε - έξι κουρσουνιές και τον άφησε στον τόπο. Εγώ - 8 χρονών τότε - έτρεξα κι είδα τον πατέρα μου πεσμένο κάτω σταυροπόδι, με το μικρό βυσσινί γαρύφαλλο στ’ αυτί του. Ήρθαν ο γιατρός κι οι χωροφύλακες. «Tέτοιον άντρα φάγατε, μωρέ!!!», ούρλιαζαν. «Ζωγραφιά στα ντουβάρια έπρεπε να τον έχετε!». Έπεσε βαρύ πένθος παντού! Γράφτηκαν μοιρολόγια απ’ τις κοπέλες του χωριού στο ξόδι του. Μία απ’ αυτές, η Tερψιθέα Kαρμίρη, έγραψε:
Aναστατώθη το χωριό Mαΐου τρεις ημέρα
την έφαγε τη μολυβιά κι έτρεξε μαύρο αίμα
Mείναν τα μάτια τ' ανοιχτά, οι φλέβες του κοπήκαν
του κουνιάδου τ' οι πιστολιές άδικα τον ευρήκαν
Ήμουν δεντρί και άνθιζα κι ήθελα να καρπίσω
του κουνιάδου μ’ οι κουρσουνιές δεν μ’ άφησαν να ζήσω
Άφησα τρία ορφανά μέσα στους πέντε δρόμους
έρημα κι απροστάτευτα και τα λυπάτ’ ο κόσμος
Κλάψτε, καημένα μου παιδιά, κλάψτε το μισεμό μου
κλάψε κι εσύ, αγάπη μου, τον αποχωρισμό μου
Ήταν της τύχης σου γραφτό να μείνεις παντρεμένη
κρατώντας στέφανο μονό, να 'σαι ορφανή και ξένη».
Το βιβλίο
Ο "Βασίλης ο Αρβανίτης" είναι το βιβλίο της απόλυτης λεβεντιάς. Ίσως να μην υπάρχει άλλο έργο όπου η έννοια "παλικάρι" να παρουσιάζεται και να εγκωμιάζεται με τόσο ενθουσιώδη τρόπο όσο αυτό εδώ. Η νουβέλα είναι γραμμένη με γλώσσα που τη χαρακτηρίζει η ποιητική διάθεση, αλλά και οι λέξεις της ντοπιολαλιάς, οι ολοζώντανες περιγραφές τοπίων και προσώπων και βέβαια η στιβαρή αφήγηση που ταιριάζει με την αρρενωπότητα του πρωταγωνιστή. Αποσπάσματά του έχουν ανθολογηθεί σε σχολικά βιβλία.
Τη νουβέλα του Μυριβήλη διασκεύασε σε θεατρικό έργο για το "ΜΠΟΥΡΙΝΙ" ο Τάκης Χατζηαναγνώστου. Το έργο παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία στη Μυτιλήνη, στην Αθήνα, και στην Αυστραλία.
Συντάκτης: Χριστίνα Βογιάννη