Ο συγγραφέας ήρθε στην Ελλάδα με το πρώτο μεταναστευτικό κύμα από την Αλβανία, το Γενάρη του 1991. Από τότε έκανε όλες τις δουλειές του μετανάστη (οικοδόμος, λαντζιέρης, περιπτεράς), αλλά ταυτόχρονα αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εκπόνησε και τη διδακτορική του διατριβή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Σήμερα, στα 41 του χρόνια, είναι τακτικός αρθρογράφος της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ». Το «Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων» είναι το πρώτο βιβλίο που γράφει κατευθείαν στα ελληνικά(έχουν προηγηθεί άλλα στην αλβανική γλώσσα), το οποίο, σύμφωνα με τις κριτικές, τροφοδοτεί και ανανεώνει την κουρασμένη πεζογραφία μας. Σε όσους προκαλεί την έκπληξη το, ειρωνικό, απόσπασμα, από το βιβλίο του Καπλάνι, με το οποίο ανοίγει ετούτο το κείμενο, τους ενημερώνουμε ότι στην Αλβανία πραγματοποιήθηκε η πιο ακραία διαστρέβλωση του κομμουνισμού όπου οδήγησε σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς και σε ένα κλειστό κράτος. Η Αλβανία, την περίοδο του Ενβέρ Χότζα ήταν, πραγματικά, ένας “άλλος πλανήτης”, ένα κράτος βυθισμένο στην απόλυτη απομόνωση, όπου επικρατούσε ο χαφιεδισμός και η παράνοια! Πολύ επιτυχημένα ο συγγραφέας τη χαρακτηρίζει, λόγω των ερμητικά κλειστών συνόρων της, όχι ως, απλά, χώρα-φυλακή, αλλά ως χώρα-ζουρλομανδύα! Έτσι, μετά την ανατροπή του καθεστώτος, η Αλβανία, όπως γράφει, εύστοχα, ο ίδιος ο Καπλάνι, «έμοιαζε με δηλητηριασμένο οργανισμό που στην προσπάθειά του να επιβιώσει ξερνούσε ανθρώπους». Ο ίδιος ανήκει σ’ αυτούς που φύγανε, περνώντας τα σύνορα. Η περιγραφή του περάσματος είναι συγκλονιστική: «Τα τελευταία χιλιόμετρα ως το συνοριακό φυλάκιο τα διανύσαμε με τα πόδια, και έτσι στο δρόμο γίναμε γύρω στα εξήντα άτομα, κυρίως νέοι και όλοι άγνωστοι μεταξύ μας. Στο συνοριακό φυλάκιο, από την αλβανική πλευρά, μας περίμεναν τέσσερις στρατιώτες με καλάσνικοφ και ο αξιωματικός, ο οποίος μας κοιτούσε με ένα βλέμμα που φανέρωνε κάτι ανάμεσα σε περιφρόνηση και θυμό. Ο αξιωματικός: “Που πάτε;” Μια φωνή : “Να φύγουμε…” Ο αξιωματικός : “Ποιος μίλησε;” (Σιωπή) Ο αξιωματικός : “Έχετε διαβατήρια;” Μια φωνή : “Μας δώσατε εσείς διαβατήρια;” Ο αξιωματικός : “Ποιος μίλησε;” (Σιωπή) Ο αξιωματικός : “Ξέρετε ότι μπορεί να περάσετε χειρότερα εκεί που θα πάτε;” Μια φωνή : “Ας φύγουμε και ας περάσουμε…” Ο αξιωματικός : “Εντάξει τότε, όποιος θέλει μπορεί να περάσει…” Τρέξαμε στην αρχή φοβούμενοι ότι ίσως οι στρατιώτες μας χτυπήσουν από πίσω με τα καλάσνικοφ. Περάσαμε τα συρματοπλέγματα που ήταν ακόμα άθικτα, πράγμα που σήμαινε πως ήμασταν οι πρώτοι που περνούσαμε από εκείνο το φυλάκιο. Τα αγγίξαμε στην αρχή με ένα ξύλο, μήπως και είχαν ηλεκτρικό ρεύμα. Μετά ανοίξαμε μια τρύπα, με κάποια ξύλα που είχαν πάρει μαζί τους οι οδηγοί του φορτηγού, για να περάσουμε ένας ένας. Από τη βιασύνη έσκισα το μανίκι του μπουφάν μου. Ποιος νοιαζόταν όμως για το μπουφάν εκείνη τη στιγμή… Οι στρατιώτες, με το δάχτυλο στη σκανδάλη, μας κοιτούσαν, καθώς προσπαθούσαμε με λύσσα να περάσουμε τα συρματοπλέγματα, ενώ ο αξιωματικός διατηρούσε ακόμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του το κυνικό του χαμόγελο… Μετά τα συρματοπλέγματα έπρεπε να περάσουμε ένα μικρό χείμαρρο. Τον περάσαμε σαν να μην υπήρχε, αν και τα νερά του ήταν παγωμένα… Ύστερα αρχίσαμε να ανηφορίζουμε τρέχοντας σ ’ένα λοφάκι και ψάχνοντας το πρώτο σημάδι που θα μας έδειχνε πως είχαμε φύγει, πως είχαμε φτάσει στην άλλη πλευρά τον συνόρων… Στην άλλη πλευρά του κόσμου…Μέχρι τη στιγμή που κάποιος φώναξε : “Περάσαμε τα σύνορα!!!”. Δεν ξέρω πως το κατάλαβε. Θυμάμαι μόνο πως άκουσα υστερικές κραυγές ευτυχίας… Δεν υπήρχε ούτε στρατιώτης ούτε αστυνομικός στην άλλη πλευρά των συνόρων… Φτάσαμε στον ελεύθερο κόσμο… Φτάσαμε στην Δύση…». |