«Παιδιόθεν καί εξ απαλών ονύχων,ού μην αλλά καί πατρόθεν καί από πάππου καί των άλλων προγόνων,την Αλβανίαν εμάθομεν να θεωρούμε επαρχία ελληνικήν...τούς δε Αλβανούς Έλληνας γνησιωτάτους καί ελληνικωτάτους»(Λουκάς Μπέλλος)
«Η διαίρεσις ημών Αλβανών καί Ελλήνων διευκολύνει το κράτος άλλων.Μίαν ημέραν εξυπνήσαντες,θα ίδωμεν αίφνης ότι απωλέσθημεν,νομίσαντες ότι αναγεννώμεθα»(εφημερίς «Νεολόγος» αριθ.φ.617,Κων/πολη 1870)
«Ελλάς άνευ Αλβανίας καί Αλβανία άνευ Ελλάδος ουδέν γενναίον δύνανται να επιτελέσωσιν εν τη Χερσονήσω τού Αίμου»(Νεοκλής Καζάζης)
«...Οί Έλληνες είνε Αλβανοί καί οί Αλβανοί είνε Έλληνες»(Βλάσης Γαβριηλίδης,ιδρυτής καί διευθυντής της εφημερίδος «Ακρόπολις»,1883)
«Όπου υπήρχον Αλβανοί άποικοι,έμειναν καί ζώσι σήμερον άθικτοι,αμόλυντοι,αδελφοί Έλληνες πάντες,υπερήφανοι διά τούτο..»(Αντώνιος Δ.Κεραμόπουλος)
«Ευγνωμοσύνης καθήκον,πολιτισμού υποχρέωσις ήτο,οί νεώτεροι Έλληνες ελευθερωθέντες τού τυρρανικού ζυγού καί ανεξάρτητον έθνος αποτελέσαντες να στρέψωσιν το βλέμμα των περί τα περί εαυτούς ομογενή φύλα καί τον εκπολιτισμόν τούτων,αν όχι την απελευθέρωσιν,μία των κυρίων ενασχολιών των να έχωσιν.Εκείνο δε, πέριξ τού οποίου πάσα μέριμνα Κυβερνητική καί ιδιωτική έπρεπε να περιστραφεί,είναι η Αλβανία,ο ιπποτικός εκείνος τόπος όστις διά των ανδρείων τέκνων του,τα μάλα συνετέλεσεν είς την απελευθέρωσιν τού τμήματος τούτου της Ελλάδος..»(Κων/νος Χ.Βάμβας)
«Επί των οροπεδίων της Αλβανίας απαντώνται πλείστοι νομάδες καί ποιμένες λαοί,παρ' οίς ανευρίσκονται Ομηρικά έθη καί ήθη καί έθιμα.Εν τη Αλβανία πολλαί σκηναί της Ιλιάδος καί της Οδυσσείας αλλά καί της Αινειάδος διαδραματίζονται πολλά ολίγον αυταίς παραλάσσουσαι»(ελληνική εφημερίς της Ρουμανίας «Δεκέβαλος» 1874,αρ.2 καί 7)

Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

«Αρβανίτης πού παντρεύεται χωρίς προίκα είναι μόνο ο νεκρός Αρβανίτης»

[Ο δρόμος που ενώνει την κεντρική δημοσιά με το χωριό έχει κάτι που πάντα με γοήτευε]
Αθανασίου Κυριάκος
Εκτύπωση

Ο δρόμος που ενώνει την κεντρική δημοσιά με το χωριό έχει κάτι που πάντα με γοήτευε. Ανηφορίζει φιδωτά μέσα από αμπέλια και ελιές περνώντας από ένα καταπράσινο τοπίο. Κάπου στη μέση της διαδρομής, κρυμμένα μέσα σε βάτα και βούρλα, στη βάση μιας πλαγιάς, βρίσκονται στη σειρά τα τρία από τα πέντε πηγάδια που εφοδίαζαν για χρόνια με νερό το χωριό.
Παράλληλα με τη δημοσιά πηγαίνει και η γραμμή του τρένου που ενώνει την πρωτεύουσα με την Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα.
Τα χρόνια της Κατοχής το ταξίδι με το τρένο ήταν σχεδόν μονόδρομος. Με το τρένο ξεχύνονταν και οι πεινασμένοι Αθηναίοι στα χωριά για να πουλήσουν ό,τι είχαν και δεν είχαν για λίγο λάδι ή αλεύρι. Στην Αθήνα και τον Πειραιά η ζωή ήταν πλέον αφόρητη, ο φόβος του θανάτου από την πείνα ορατός.
Το ίδιο έκανε η μάνα μου και η γιαγιά μου μαζί με μια άλλη φίλη τους, τη Ζαμπέλ. Η παρουσία της τελευταίας θα αποβεί καθοριστική αργότερα για τον προσδιορισμό της μάνας μου στο χωριό.
– Ποια Μαρία;
– Αυτήν που ήταν με τη Ζαμπέλ.
– Α, η Μαρία, εκείνη με τη Ζαμπέτα, η Μαρία με τη Ζαμπέτα. Η Μαρία-Ζαμπέτα. Έτσι βγήκε το παρατσούκλι της μάνας μου.
Σ’ αυτό αναφερόμουν κάπου κάπου όταν με ρωτούσαν.
– Ποιανού είσαι γιόκα μου;
– Της Μαρίας της Ζαμπέτας.
Άλλες φορές αναφερόμουν στο πατρικό παρατσούκλι:
– Του Βασίλη του Χαϊδίτσα. Από το όνομα της γιαγιάς μου. Χάιδω, Χαϊδίτσα, Χαϊδίτσας.
Φόρτωσαν λοιπόν σε μπόγους ό,τι κεντήματα είχαν και ξεκίνησαν για τα Βάγια, το κεφαλοχώρι της επαρχίας. Είχαν ακούσει ότι οι άνθρωποι εκεί έχουν κτήματα και μποστάνια και πως υπάρχει λίγο φαγητό και για τους απ’ έξω. Άφησαν τα δελτία του ψωμιού στο άλλο μέλος της οικογένειας, τον αδελφό της μάνας μου, και ξεκίνησαν. Έτσι, με τρία δελτία ψωμιού, που μάλλον αντιστοιχούσαν σε τρεις φέτες ψωμιού τη μέρα, ο νεαρός Αρτίν μάλλον δεν θα πέθαινε της πείνας.
Πήραν για λίγο τη δημοσιά και άρχισαν να ανηφορίζουν τον κεντρικό χωματόδρομο που βρήκαν μπροστά τους. Μόνο που δεν πήραν το σωστό δρόμο, αλλά αυτόν που έβγαζε στο χωριό μας. Σε λίγο θα άρχιζε να σουρουπώνει και αυτές ακόμη ανέβαιναν.
Ευτυχώς, κάποια στιγμή φάνηκε από μακριά ένα κάρο να ανεβαίνει τη δημοσιά. Καθώς πλησίαζε, διέκριναν πως το οδηγούσαν δύο νεαροί. Ήταν ο πατέρας μου με τον μικρότερο αδερφό του τον Νάσο, δεκαέξι περίπου ετών τότε, που επέστρεφαν από την Κωπαΐδα, τον μεγάλο κάμπο της περιοχής.
Τις διευκρινίσεις τις ανέλαβε η μάνα μου, μια και ήταν η μόνη που μιλούσε ελληνικά. Οι άλλες δύο της παρέας, όπως οι περισσότερες Αρμένισσες της γενιάς τους που είχαν έρθει από την περιοχή της Κιλικίας στη Μικρά Ασία, μιλούσαν μόνο τούρκικα. Οι Αρμένιοι ήταν πάντα για τους Τούρκους το κόκκινο πανί. Πιο κόκκινο κι από τους Έλληνες. Δεν τους επέτρεπαν να έχουν σχολεία, εκκλησίες, κοινωνική ζωή. Γι’ αυτό και υπήρχαν ολόκληροι πληθυσμοί Αρμενίων που μιλούσαν μόνο τούρκικα. Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκε και η γιαγιά μου. Απ’ αυτήν έμαθα τα τούρκικα, αλλά αυτή δεν έμαθε ποτέ της ελληνικά. Ούτε αρβανίτικα. Γι’ αυτό και το παρατσούκλι που της έδωσαν ήταν, η γιαγιά η Γκούλου-γκούλου.
– Για πού, με το καλό, πηγαίνετε;
– Για τα Βάγια.
– Αυτός ο δρόμος, όμως, πάει στο Μαυρομμάτι.
Στη μικρή ομήγυρη των γυναικών έπεσε ένας σχετικός πανικός. Το σούρουπο έπεφτε για τα καλά.
Τη λύση την πρότεινε ο πατέρας μου.
– Γιατί δεν ερχόσαστε στο χωριό μας και αύριο με τη μέρα πηγαίνετε στα Βάγια.
Η πρόταση μάλλον δεν εστερείτο υστεροβουλίας και φαίνεται πως καθοριστικό ρόλο για τη διατύπωσή της έπαιξε η παρουσία της όμορφης νεαρής Αρμένισσας με τα αμυγδαλωτά μαύρα μάτια και τη σταρένια επιδερμίδα. Καταλάβαιναν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή και πως ήταν αναγκασμένες να δεχτούν την πρόταση. Έτσι δεν άργησαν να φορτωθούν οι μπόγοι στο κάρο προς μεγάλη θλίψη του αλόγου. Ξεκίνησαν αγκομαχώντας για το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής. Κάπου τρία τέταρτα δρόμο.
Στις ξένες γυναίκες έκανε εντύπωση ο νεαρός χωριάτης με την ευγενική παρουσία.
– Καλέ για δες τι όμορφος που είναι.
– Έχει κάτι το αρχοντικό επάνω του.
– Δε θυμίζει καθόλου χωριάτη.
Φυσικά, όλα τα σχόλια γινόντουσαν στα τούρκικα. Μέχρι να φτάσουν στο χωριό είχε σπάσει ο πάγος και είχε γίνει η πρώτη γνωριμία.
Όταν έφθασαν εκεί, ακολούθησε τρικούβερτη λογομαχία με την κυρα-Χάιδω ή Χαϊδίτσα, τη μητέρα του πατέρα μου. Φυσικά, τα πάντα λεγόντουσαν στα αρβανίτικα, αλλά κάθε λίγο και λιγάκι ακουγόταν η ελληνικότατη λέξη «μαυραγορίτες», μια και η λέξη δεν πρέπει να υπήρχε στα αρβανίτικα. Αυτό που τους έλεγε η γυναίκα με το δίκιο της ήταν:
«Τι μου τις κουβαλήσατε αυτές εδώ... Δε μας φτάνουν οι τρεις μαυραγορίτες που ήδη φιλοξενούμε;»
Πραγματικά, για κακή τους τύχη υπήρχαν άλλοι τρεις ομοιοπαθείς που είχαν προλάβει να κατασκηνώσουν στην αυλή τού, έτσι κι αλλιώς, όχι και τόσο ευρύχωρου σπιτιού. Και βέβαια, για τους χωριάτες, όλοι εκείνοι που ερχόντουσαν από τη μεγάλη πολιτεία για να πουλήσουν την πραμάτεια τους ήταν μαυραγορίτες. Η λέξη, παρ’ όλο που αναφερόταν κυρίως σ’ αυτούς που έκαναν εμπόριο, έπιανε όλους που προσπαθούσαν να πουλήσουν κάτι για να ζήσουν. Και επειδή η μετακίνηση γινόταν συνήθως με τα τρένα της εποχής που ήταν όλα μουντζούρηδες και επειδή πολλοί από αυτούς κρύβονταν στο πάνω μέρος του τρένου και έτρωγαν όλη τη μουντζούρα, έφταναν πολλές φορές κατάμαυροι στον προορισμό τους. Γι’ αυτό και μαυραγορίτες!
Μετά από την πρώτη μπόρα και τις διαβεβαιώσεις της μητέρας μου πως την άλλη μέρα θα έφευγαν για τα Βάγια, βρέθηκε λίγος χώρος στην αυλή και έστρωσαν τα στρωσίδια που κουβάλαγαν μαζί τους για ένα ύπνο που δεν άργησε καθόλου να πάρει τις κατακουρασμένες γυναίκες.
Μόνο που δεν ήταν γραφτό να γίνει ποτέ το ταξίδι για τα Βάγια.
Όταν το άλλο πρωί η μάνα μου άνοιξε το βαλιτσάκι με τα κεντήματα που η ίδια είχε καμωμένα για να κάνει δώρο σε μία από τις κοπέλες του σπιτιού, την Ευταλία, μερικά πετσετάκια, φανερώθηκε το περιεχόμενο. Και τότε αποδείχτηκε πως υπήρχε στη γειτονιά της γιαγιάς μου έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον για κεντήματα και είδη προικός.
Μαζεύτηκαν όλες οι κοπέλες της γειτονιάς, μια και τα νέα περνούσαν εκεί πολύ γρήγορα από στόμα σε στόμα.
– Η Αθηναία η μαυραγορίτισσα έχει καταπληκτικά κεντήματα.
Πολλά από τα εκθέματα πουλήθηκαν επί τόπου. Και φυσικά, ακολούθησε η πρόταση:
– Γιατί να πάτε στα Βάγια; Και εδώ χρειαζόμαστε κεντήματα. Κι εδώ υπάρχει όσο να ’ναι φαγητό για χέρια σαν της Μαρίας. Εξάλλου δεν το ξέρετε, οι Βαγαίοι είναι παλιάνθρωποι. Δεν θα σ’ αφήσουν ήσυχη κοπέλα πράμα.
Όλοι ήσαν παλιάνθρωποι εφ’ όσον η κατοικία τους απείχε πάνω από ένα ή δύο τσιγάρα δρόμο. Οι Βαγαίοι παλιάνθρωποι, οι Παλιοπαναγίτες λαθουράδες, οι Θηβαίοι τσιγκούνηδες, οι Λειβαδίτες παλιόβλαχοι...
Κι έτσι έμειναν εκεί μάνα και κόρη και άφησαν τη Ζαμπέτα να συνεχίσει μόνη της το ταξίδι προς τα Βάγια.
Έμειναν για λίγες μέρες στο σπίτι της γιαγιάς μου της Χάιδως και μετά νοίκιασαν κάποιο δωμάτιο εκεί δίπλα στην Κούλια του Μούρτζη, μια αντρογυναίκα που έκανε κουμάντο σ’ όλη τη γειτονιά. Παρ’ όλο που είχε άντρα και δύο παιδιά, εμένα μου έχει μείνει κυρίως η δική της φιγούρα να δεσπόζει όχι μόνο στο σπιτικό της, αλλά σε όλη τη γειτονιά. Ήξερε τα πάντα για τους γύρω της και σχεδόν κανόνιζε τα πάντα για τη ζωή τους. Το σπίτι της σχημάτιζε σχεδόν ένα γάμα με το σπίτι της γιαγιάς μου, ενώ μεσολαβούσε και ένα κενό τριών τεσσάρων μέτρων. Στην εσωτερική γωνία του γάμα υπήρχε ο φούρνος και δίπλα η αποθήκη. Ο φούρνος αυτός έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή της μητέρας μου, όχι πολλούς μήνες μετά.
Έμειναν εκεί και η μάνα μου άρχισε αμέσως τη δουλειά. Κεντούσε κάθε λογής προικιά και στολίδια. Δουλειά υπήρχε άφθονη μια και οι κοπέλες της παντρειάς δεν έλειπαν. Ταυτόχρονα, υπήρχε και αρκετή βοήθεια και από τη γιαγιά μου.
Η τελευταία βρήκε να κάνει την πιο απίστευτη δουλειά που έχω ακούσει: έκοβε μανέστρα με το χέρι. Απίστευτο κι όμως αληθινό. Και βέβαια αν το καλοσκεφτείς, τελείως λογικό να χρειάζονται οι άνθρωποι εκεί κάτι τέτοιο. Σε μια εποχή που τα εργοστάσια δεν παρήγαγαν ζυμαρικά, τους έλειπαν τα μακαρόνια και η μανέστρα. Τα υλικά τα είχαν όλα. Αλεύρι, αυγά, λάδι. Τους έλειπε η τεχνολογία. Και αυτήν την αντικατέστησαν τα χέρια της γιαγιάς μου. Τη θυμάμαι και αργότερα να φτιάχνει καμιά φορά μανέστρα. Ζύμωνε το ζυμάρι και μετά, αφού το τράβαγε προς τα κάτω για να κάνει μύτη, άρχιζε με φοβερή ταχύτητα και τεχνική να κόβει μικρά μικρά κομματάκια το κριθαράκι.
Το ίδιο έκανε και στην περίοδο της Κατοχής στο χωριό. Έτσι, συμπλήρωνε το λιγοστό εισόδημα της οικογένειας και ταυτόχρονα και το διαιτολόγιο. Μια και ένα μέρος της αμοιβής ήταν σε αλεύρι.
Κατά διαστήματα σταματούσε για κάποιες μέρες τη δουλειά αυτή για να μεταφέρει μερικές από τις προμήθειες στην Κοκκινιά. Για το γιο της που παρέμενε εκεί. Και βέβαια με απίστευτες δυσκολίες. Ποδαρόδρομο μέχρι το τρένο, φορτωμένη με κανένα τσουβάλι, κινδυνεύοντας να μη φτάσει ποτέ στον προορισμό. Και μετά ταξίδι με το τρένο, με το φόβο να σε κλέψουν, να κολλήσεις ψείρες, και πάλι ποδαρόδρομο και πάλι η ταλαιπωρία της επιστροφής. Καταστάσεις αφόρητες για τα σημερινά δεδομένα. Οι άνθρωποι τις έζησαν τότε καρτερικά, με ηρωισμό, με αξιοπρέπεια, τις περισσότερες φορές...


Το πιο σημαντικό, βέβαια, για την εξέλιξη της όλης ιστορίας, ήταν πως πολύ σύντομα πλέχτηκε το ειδύλλιο που ξεκίνησε με τις πρώτες ματιές στον καρόδρομο προς το χωριό, εκείνο το σούρουπο.
Η Ευταλία ήταν μία από τις αδερφές του πατέρα μου από τον πρώτο γάμο της γιαγιάς μου. Εκείνες τις μέρες αρραβωνιαζόταν και έπρεπε να πλύνει τα προικιά της. Θα την πήγαινε ο πατέρας μου στο Κεφαλάρι, στις πηγές του Ασωπού, με το κάρο. Η αφορμή ήταν ιδανική.
– Μαρία, θέλεις να έρθεις μαζί μας; Θα είναι σαν εκδρομή. Το μέρος είναι πολύ όμορφο και θα σου μείνει αξέχαστο.
Η τοποθεσία που απέχει σχεδόν δύο ώρες δρόμο είναι πανέμορφη. Τα νερά γάργαρα και άφθονα, η βλάστηση οργιώδης. Και φυσικά της έμεινε αξέχαστη για όλη της τη ζωή.
Ήταν και οι δύο πολύ νέοι, στην καλύτερη ηλικία τους. Και οι δύο όμορφοι. Και γύρω τους πιο πέρα η ανθρωπότητα ζούσε τον εφιάλτη του παγκόσμιου πολέμου. Στην Αθήνα οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα. Και οι Γερμανοί καθόντουσαν στο σβέρκο όλης της Ευρώπης.
Εκείνοι, ήσαν εκεί, οι δυο τους μέσα στην ομορφιά της φύσης, λίγο πριν φουντώσει το κατακαλόκαιρο. Δεν ήξεραν αν θα ζουν αύριο. Και κείνος της τραγούδησε όπως δεν είχε ακούσει κανέναν να τραγουδάει έτσι.
Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Αμοιβαίος και απόλυτος.
Η μάνα μου δεν γύρισε ποτέ να κοιτάξει ξανά άλλον άντρα, παρ’ όλο που έμεινε χήρα στα τριάντα της. Κανένας δεν βρέθηκε ποτέ στο χωριό να πει πως έδωσε την παραμικρή αφορμή και το δικαίωμα σε κανέναν. Και γι’ αυτό (και για άλλα) είχε πάντα τον απόλυτο σεβασμό όλων των συγχωριανών.
Το ειδύλλιο προχώρησε και ολοκληρώθηκε πολύ γρήγορα. Έδωσαν λόγο μόλις εκείνη κατάλαβε πως είναι έγκυος... Αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα ήθελαν αυτοί οι δύο.
Πολύ σύντομα κατάλαβαν και οι δύο πως είχαν να αντιμετωπίσουν την αντίδραση όλης της οικογένειας. Γιατί Αρβανίτης που παντρεύεται χωρίς προίκα είναι μόνο ο νεκρός Αρβανίτης.

http://www.snhell.gr/testimonies/content.asp?id=599&author_id=141

Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Αθανασίου Κυριάκος - Athanasiou-
Προσωρινά αποθηκευμένη

ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ

Η Αρβανιτιά στο Μοριά

Η Ερμιονίδα ανά τούς αιώνες

Η Ερμιονίδα ανά τούς αιώνες
http://openarchives.gr/view/412853

Τα αρβανίτικα τραγούδια της Ερμιονίδας

Τα αρβανίτικα τραγούδια της Ερμιονίδας
http://invenio.lib.auth.gr/record/1887

ΜΠΕΣΑ

ΜΠΕΣΑ
Βλέπε τεύχη από το περιοδικό «ΜΠΕΣΑ»

Άρβανον

Άρβανον
Βλέπε τεύχη από το περιοδικό «Άρβανον»

Β'Συμπόσιο Ιστορίας-Λαογραφίας

Β'Συμπόσιο Ιστορίας-Λαογραφίας
Β'Συμπόσιο Ιστορίας-Λαογραφίας Βόρειας-Δυτικής Αττικής(1992)

Arbërës-Arbanas

Μπεκτασήδες

Μπεκτασήδες
Βλέπε γιά Αλήπασα-Ρήγα Φεραίο

Αρβανίτες καί Αλβανοί μετανάστες

Αρβανίτες καί Αλβανοί μετανάστες
«Αρβανίτες καί Αλβανοί Μετανάστες:Διαπραγμάτευση της Συλλογικής Ταυτότητας σε μιά αγροτική κοινότητα τού Νομού Αργολίδας» της Αγγελικής Αθανασοπούλου.

Ήπειρος-Ιλλυρίς

Arnaoutes

Arnauten-Albanesen-Skipetaren-Arbanitai

Ομοσπονδία Ελλάδας καί Αλβανίας

Ομοσπονδία Ελλάδας καί Αλβανίας
Ιωάννης Μπαλάσκας:Ομοσπονδία Ελλάδας-Αλβανίας,σλαυική επιβουλή είς βάρος τού Ελληνισμού

Σούλι καί Σουλιώτες

Η ζωή των Αρβανιτών

Αρβανίτικο Μοιρολόϊ

Οί Αρβανίτες της Αττικής

Η συμβολή των Αρβανιτών

Μήτρος-Τρούκης

Αρβανίτικα θέματα

Arbanasi

Γάμος καί Γαμήλια Σύμβολα

Τhe Highland Lute

Τhe Highland Lute
The Albanian national epic

Αρβανίτες καί Έλληνες

Η Ελληνο-Αλβανική Συμμαχία τού 1821

Η Ελληνο-Αλβανική Συμμαχία τού 1821
Grec et Arnaute Ethnographique des peuples de la Russie 1862 (Pauli Gustav Theodore Hristianovich) , http://skif-tag.livejournal.com/682663.html , http://fotki.yandex.ru/users/humus777/album/284616 , http://old.rgo.ru/2011/01/drugogo-roda-lyudi-arnauty/

«Η εικόνα της Αλβανίας καί των Αλβανών στην Ελλάδα τού 19ου αιώνα» τού Ν.Γκίκα

Η μάχη στη Σελλασία

Η μάχη στη Σελλασία
Funerary mask with helmet Gold funerary mask with bronze 'Illyrian' helmet from the cemetery of Sindos, circa 520 BC, Thessaloniki, Archaeological Museum,http://www.macedonian-heritage.gr/HellenicMacedonia/en/img_B1217a.html

Δελτίον της ιστορικής και εθνολογικής εταιρείας της Ελλάδος| Τόμος 5

Δελτίον της ιστορικής και εθνολογικής εταιρείας της Ελλάδος| Τόμος 5
Κορυτσά,Πελασγοί καί Ιλλυριοί,Γκέγκες καί Δωριείς,Μακεδονία καί Ιλλυρο-Πελασγοί, Πελασγικές Θεότητες κτλπ.

Αλβανοί,αποσπάσματα από «Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους»

Έλληνες καί Αλβανοί της Κάτω Ιταλίας

ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ

ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ
ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ-ΑΡΒΑΝΟΝ

ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΟΙ

Αρβανίτες μουσουλμάνοι

Θεσσαλονίκη-Salonika

Албанец. 1829

The Spartan touch:albanian women who help their fighting men

Albanian Guard

Albanian Duel

Albania

Gegëria

Gegëria

Royal Albanian Gendarmerie

Αυλώνας-Vlorë(Λιαπουριά-Labëria)

Albanian wedding rejoicings

Gegëria

An old Albanian warrior(Greece)

Albanians firing at Turks in Istib

Albanians firing at Turks in Istib
Mάλλον θα εννοεί το γνωστό Ιστίμπεη.Albanians firing at Turks in Istib, in the Balkans. Illustration from French newspaper Le Petit Parisien. April 28, 1901

King Zog of Albania

King Zog of Albania
http://www.ebay.com/itm/King-Zog-of-Albania-w-sisters-in-traditional-native-costomes-1938-vintage-photo-/121387128131?pt=Art_Photo_Images&hash=item1c433c9543 , http://ellines-albanoi.blogspot.gr/2012/06/blog-post_9784.html

grecian and albanian costumes

The New King and Queen of Albania

Pogradec

A Prayer for Revenge

Albanians

A Rebel Chief from Albania

A Rebel Chief from Albania
THE SUN(1906)

Albanese mercenaries in a coffeeshop

Albanese mercenaries in a coffeeshop
A painting by Albert Franke

Tomb of Skanderbeg at Alessio(Lezhë)

Alessio-Lezhë (Gegëria)

Albanians at the tomb of Scanderbeg(Lezhë)

Tosks with Ghegs

Tosks with Ghegs
Oldest and Quaintest of Balkan Peoples By M. Edith Durham

Albania

Albania
1939

A Game of Chess(Gegëria)

A Game of Chess(Gegëria)
ALBERT JOSEPH FRANKE (German,1860-1924) , https://www.artrenewal.org/pages/artwork.php?artworkid=38058&size=large , http://www.liveauctioneers.com/item/11365716_attributed-to-albert-joseph-franke-german-1860 , http://www.masterart.com/Albert-Joseph-Franke-1860-1924-Board-Players-PortalDefault.aspx?tabid=53&dealerID=279&objectID=601523

Albanians

Albanians
The photo collection of Paul Siebertz,Albania in 1909

Albanier

Albanier
1815,Fremde Länder und Völker,Wilmsen, Friedrich Philipp.

Albanians-Gegëria

Study of Three Albanian Arnavuts and a Woman in Albanian Costume

En Albanie

Albania,The Love-Letter

Southern Albania

Αλβανία-Aπoλλωνία(1848)

Αλβανία-Aπoλλωνία(1848)
Edward Lear. http://oasis.lib.harvard.edu/oasis/deliver/~hou01475

Greek highland troops

Greece

Greece
Peoples Of All Nations Hammerton, J.A. Published by Educational Book Co., London, 1920 , http://www.abebooks.com/Peoples-Nations-Hammerton-J.A-Educational-Book/954598915/bd

Modern Greek Peasants

Greek funeral at Levadeia (Attica)

Greek funeral at Levadeia (Attica)
1894

Έλληνες ποιμένες-Greek sheperds

Chicago(1949)

Albanians(Australia)