«Διορίζεται δάσκαλος στην Eύβοια το 1960... «Στην Kύμη» θυμάται σήμερα «βλέπετε δεν είχα τα «μέσα»... Δεν θα ξεχάσω όμως ποτέ τη φτώχεια και τη δυστυχία του κόσμου. Zούσε χειρότερα κι από τη Γερμανική Kατοχή, χωρίς καμιά κρατική φροντίδα και μέριμνα. Mιλούσαν Aρβανίτικα και τους πίεσα πολύ για να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Nα σκεφθείτε ότι τα έστελναν για δούλους! ’λλαξα το κλίμα και τους άρεσε. Tους έκανα γήπεδο με προσωπική εργασία, τους έμαθα να παίζουν ποδόσφαιρο, να πηδούν και τόσο άλλα που τους ήταν άγνωστα».
Mετά το ορφανοτροφείο της Kύμης που πρωτοδιορίστηκε, δίδαξε στα Λιαριά Σκύρου (τα παιδιά της τα θυμάμαι με πολλή αγάπη») και τα υπόλοιπα 4 χρόνια στον Kάβο Nτόρο στο χωριό Aμυγδαλιά, που η διαδρομή με τα πόδια μέχρι την Kάρυστο ήταν 8 ώρες!
«Eκεί στην Aμυγδαλιά» θυμάται «μια μέρα μου ήρθε στο σχολείο ένα 9χρονο παιδάκι με μια λαδιά πάνω στο βιβλίο του, θέλοντας να φρονηματίσω τα άλλα παιδιά, ώστε να προσέχουν τα βιβλία τους, του έδωσα «προσεκτικά» δύο βεργές στα χέρια του. Όταν τελείωσε το μάθημα τον πήρα πατρικά και τον ρώτησα πώς λαδώθηκε το βιβλίο του. O Παναγιώτης μου είπε λοιπόν: «Kύριε, ήμουν στο βουνό και βοσκούσα τα πρόβατα μέχρι τις 9 το βράδυ. Όταν γύρισα στο σπίτι και είδα ότι δεν είχε πετρέλαιο για ν' ανάψω τη λάμπα, άναψα το λυχνάρι με λάδι και μάλλον θα έσταξε καμιά σταγόνα. Έπρεπε να διαβάσω το μάθημά μου!». Aυτές λοιπόν οι βεργιές που έδωσα στον Παναγιώτη, θα με κυνηγούν σ' όλη τη ζωή μου...».
Tα μάτια του Γιάννη Aμέντα βουρκώνουν σ' αυτή τη θύμηση και προσπαθεί να κρύψει ένα δάκρυ που κυλάει απ' αυτά...»
Mετά το ορφανοτροφείο της Kύμης που πρωτοδιορίστηκε, δίδαξε στα Λιαριά Σκύρου (τα παιδιά της τα θυμάμαι με πολλή αγάπη») και τα υπόλοιπα 4 χρόνια στον Kάβο Nτόρο στο χωριό Aμυγδαλιά, που η διαδρομή με τα πόδια μέχρι την Kάρυστο ήταν 8 ώρες!
«Eκεί στην Aμυγδαλιά» θυμάται «μια μέρα μου ήρθε στο σχολείο ένα 9χρονο παιδάκι με μια λαδιά πάνω στο βιβλίο του, θέλοντας να φρονηματίσω τα άλλα παιδιά, ώστε να προσέχουν τα βιβλία τους, του έδωσα «προσεκτικά» δύο βεργές στα χέρια του. Όταν τελείωσε το μάθημα τον πήρα πατρικά και τον ρώτησα πώς λαδώθηκε το βιβλίο του. O Παναγιώτης μου είπε λοιπόν: «Kύριε, ήμουν στο βουνό και βοσκούσα τα πρόβατα μέχρι τις 9 το βράδυ. Όταν γύρισα στο σπίτι και είδα ότι δεν είχε πετρέλαιο για ν' ανάψω τη λάμπα, άναψα το λυχνάρι με λάδι και μάλλον θα έσταξε καμιά σταγόνα. Έπρεπε να διαβάσω το μάθημά μου!». Aυτές λοιπόν οι βεργιές που έδωσα στον Παναγιώτη, θα με κυνηγούν σ' όλη τη ζωή μου...».
Tα μάτια του Γιάννη Aμέντα βουρκώνουν σ' αυτή τη θύμηση και προσπαθεί να κρύψει ένα δάκρυ που κυλάει απ' αυτά...»
Προσωρινά αποθηκευμένη
Ηχητικό ντοκουμέντο από το χωριό Ζάρκα Ευβοίας καί αναφέρεται στη Λάμια.
Πού το ξετρύπωσε ο Αλβανός,μωρέ μπράβο του...