Γιατί φοβούνται την αλήθεια; («ψεύδεσθαι ανελεύθερον· αλήθεια γενναίον»)
Γράφει: Βασίλης Ψαριανός
05/08/2009
05/08/2009
«Η αξία ενός ανθρώπου», λέει ο Νίτσε, «μετριέται με το πόση αλήθεια μπορεί να σηκώσει.»
Κι αυτή η σοφή ρήση αποκτά πολύ μεγαλύτερη σημασία, όταν αφορά σε ευρύτερα σύνολα ανθρώπων, σε θεσμοθετημένες εξουσίες, όπως είναι η Κυβέρνηση, η Νομοθετική Εξουσία, τα πολιτικά κόμματα, η Δικαιοσύνη, η Εκκλησία, η εκπαίδευση, ο συνδικαλισμός, η Δημόσια Διοίκηση κ.ά..
Η ομολογία και η αποδοχή της αλήθειας είναι πάντα ένα γενναίο βήμα προς τα εμπρός· είναι η γερή και στέρεα βάση, για να θεμελιωθεί μια υγιής και έντιμη σχέση με την κοινωνία. Αποτελεί την αναγκαία αυτοκαθαρκτική και εξυγιαντική λειτουργία για κάθε οργανισμό που φιλοδοξεί να υπηρετήσει την κοινωνία και να συμβάλει στην πρόοδό της.
Αντίθετα, η προσπάθεια να παρουσιαστεί το ψέμα ως αλήθεια, να αποσιωπηθεί και να αποκρυφθεί ή να ειπωθεί μόνο η μισή αλήθεια, φανερώνουν τη δειλία και την περιφρόνηση του ψευδομένου προς τη νοημοσύνη του κοινωνικού συνόλου.
Στην διαπάλη ψέματος και αλήθειας, στο τέλος νικητής αναδεικνύεται η αλήθεια. «Ουδέν συγκεκαλυμμένον έστιν, ο ουκ αποκαλυφθήσεται και κρυπτόν ο ουκ γνωσθήσεται», λέγει ο ευαγγελιστής Λουκάς. Και τότε η κοινωνία θα αξιώσει ή θα απαξιώσει τον καθένα, κατά το μέτρο της αλήθειας των λόγων και των έργων του.
Τους παραπάνω «διαλογισμούς» μου προκάλεσαν οι αντιδράσεις κάποιων «εκκλησιαστικών κύκλων» που ενοχλήθηκαν από την προβολή στο Μουσείο της Ακρόπολης του φιλμ του Κώστα Γαβρά, όπου εμφανίζονταν, μεταξύ των άλλων, και χριστιανοί (των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων;) να καταστρέφουν τα γλυπτά του Παρθενώνα.
Δεν γνωρίζω εάν οι παραπάνω αντιδράσεις εκφράζουν και τη σημερινή ηγεσία της Ελλαδικής Εκκλησίας, η οποία έχει αποδείξει ότι διαθέτει και γνώση - και μάλιστα ειδικά περί την αρχαιολογία - και σύνεση και σύγχρονη αντίληψη για το ρόλο της Εκκλησίας ή προέρχονται από τους γνωστούς επιγόνους του Χριστόδουλου που απαρτίζουν τον αντιδραστικό... «ανθεμώνα» της Θεσσαλονίκης.
Είναι πάντως θλιβερό (για τη θλιβερότερη αντίδραση των εκπροσώπων της κυβέρνησης που συμμορφώθηκαν αμέσως προς τας υποδείξεις των ρασοφόρων δε θα μιλήσω σήμερα) η Εκκλησία που έχει ως έμβλημά της «το φως και την αλήθεια» να εκδηλώνει τόση φοβικότητα απέναντι στην ιστορική αλήθεια, να προσπαθεί να κρύψει ότι οι Χριστιανοί όταν έγιναν «κρατική θρησκεία» εξετράπησαν σε διωγμούς εναντίον των ειδωλολατρών, εκδικούμενοι έτσι για τους «διωγμούς» που οι ίδιοι είχαν υποστεί στα προηγούμενα χρόνια (για άλλη μια φορά τα θύματα αντιγράφουν τους θύτες τους) και ότι συγχρόνως επιδόθηκαν μετά μανίας στον αποκεφαλισμό των ειδωλολατρικών αγαλμάτων και στην καταστροφή των μνημείων του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού (αψευδείς μάρτυρες τα κατά χιλιάδες ακρωτηριασμένα αγάλματα και βέβαια οι μαρτυρίες των ιστορικών της εποχής).
Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης ιστορική αλήθεια ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Βυζαντίου οφείλουμε τη διάσωση μεγάλου μέρους της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και της ελληνικής γλώσσας, καθώς και της μνήμης του αρχαίου ελληνικού παρελθόντος, στοιχεία που συνέβαλαν στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων μετά την κατάρρευση του πολυεθνικού βυζαντινού κράτους.
Και είναι ακόμα ιστορική αλήθεια ότι η εκκλησία απετέλεσε την μοναδική πνευματική εστία και το πολύτιμο ηθικό στήριγμα του υπόδουλου ελληνισμού στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας.
Αυτές όμως οι αλήθειες δεν μπορούν ν’ αποτελούν το «άλλοθι» για την απόκρυψη των βανδαλισμών στα κέντρα λατρείας των αρχαίων Ελλήνων ούτε για την αποσιώπηση του ρόλου κάποιων «τουρκολατρών» εκπροσώπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που θεωρούσαν «θέλημα θεού» την οθωμανική κυριαρχία και καταδίκαζαν τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού καθώς και κάθε επαναστατική κίνηση ως επινοήματα «των αθέων Γάλλων»!
Ο εθνικός ρόλος, που έπαιζε η Εκκλησία σε κάποιες κρίσιμες φάσεις του ιστορικού μας βίου, δεν μπορεί να ηρωοποιεί και όλους εκείνους τους αρχιερείς που κατά την επανάσταση του ‘21 συντάχθηκαν με τον κατακτητή και κείνους που στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης αποκαλούσαν «επικίνδυνο ταραξία» τον Παπαφλέσσα και σχεδίαζαν την εξόντωσή του. Κι ούτε βέβαια δικαιολογεί τις «μεσαιωνικές» φιλοδοξίες κάποιων ηγετών της Εκκλησίας, σήμερα, οι οποίοι, για να επιτύχουν την επέκταση της πνευματικής τους κηδεμονίας στην κοινωνία, επιδιώκουν τη χειραγώγηση της πολιτικής εξουσίας και εν πλήρη δημοκρατία απαιτούν να καθορίζουν - ως υπέρτατη εξουσία - εάν θα διδάσκονται υποχρεωτικά τα Θρησκευτικά στα σχολεία (και να καθορίζουν μάλιστα και τις ώρες διδασκαλίας τους εβδομαδιαίως), εάν τα εγχειρίδια της Ιστορίας θα εξαίρουν λίγο ή πολύ το ρόλο της Εκκλησίας, εάν θα διδάσκεται η δαρβίνεια θεωρία στους μαθητές, εάν θα αναγράφεται ή όχι το θρήσκευμα στις αστυνομικές ταυτότητες, εάν θα ανεγερθεί ή όχι τέμενος για τις θρησκευτικές ανάγκες των μουσουλμάνων κ.λπ..
Άκουσα και την περίεργη θεωρία από κάποιο ιερωμένο πως «ακόμα κι αν είναι αυτή η ιστορική αλήθεια, δεν πρέπει να προβάλλεται, χάριν της ενότητας των Ελλήνων»! Να, λοιπόν, που η αλήθεια κινδυνεύει να γίνει «μαλώτριγια», όπως λέει λεσβιακή παροιμία («η αλήθεια είναι μαλώτριγια»).
Γι’ αυτό καλύτερα να κρύψουμε ό,τι άσχημο, ανόητο ή βάρβαρο κουβαλάει η ιστορία μας. Να θυμόμαστε και να φωνάζουμε μόνο ό,τι άσχημο έκαναν οι άλλοι - οι βάρβαροι! Για μας ταιριάζει η σιωπή των αμνών, η άγνοια και η άνοια των ανοήτων.
Έτσι ανιστόρητοι θα πορευτούμε υπερηφάνως στο μέλλον, περιδινούμενοι στο φαύλο κύκλο της επανάληψης των ίδιων και των ίδιων λαθών μας!
Κι αυτή η σοφή ρήση αποκτά πολύ μεγαλύτερη σημασία, όταν αφορά σε ευρύτερα σύνολα ανθρώπων, σε θεσμοθετημένες εξουσίες, όπως είναι η Κυβέρνηση, η Νομοθετική Εξουσία, τα πολιτικά κόμματα, η Δικαιοσύνη, η Εκκλησία, η εκπαίδευση, ο συνδικαλισμός, η Δημόσια Διοίκηση κ.ά..
Η ομολογία και η αποδοχή της αλήθειας είναι πάντα ένα γενναίο βήμα προς τα εμπρός· είναι η γερή και στέρεα βάση, για να θεμελιωθεί μια υγιής και έντιμη σχέση με την κοινωνία. Αποτελεί την αναγκαία αυτοκαθαρκτική και εξυγιαντική λειτουργία για κάθε οργανισμό που φιλοδοξεί να υπηρετήσει την κοινωνία και να συμβάλει στην πρόοδό της.
Αντίθετα, η προσπάθεια να παρουσιαστεί το ψέμα ως αλήθεια, να αποσιωπηθεί και να αποκρυφθεί ή να ειπωθεί μόνο η μισή αλήθεια, φανερώνουν τη δειλία και την περιφρόνηση του ψευδομένου προς τη νοημοσύνη του κοινωνικού συνόλου.
Στην διαπάλη ψέματος και αλήθειας, στο τέλος νικητής αναδεικνύεται η αλήθεια. «Ουδέν συγκεκαλυμμένον έστιν, ο ουκ αποκαλυφθήσεται και κρυπτόν ο ουκ γνωσθήσεται», λέγει ο ευαγγελιστής Λουκάς. Και τότε η κοινωνία θα αξιώσει ή θα απαξιώσει τον καθένα, κατά το μέτρο της αλήθειας των λόγων και των έργων του.
Τους παραπάνω «διαλογισμούς» μου προκάλεσαν οι αντιδράσεις κάποιων «εκκλησιαστικών κύκλων» που ενοχλήθηκαν από την προβολή στο Μουσείο της Ακρόπολης του φιλμ του Κώστα Γαβρά, όπου εμφανίζονταν, μεταξύ των άλλων, και χριστιανοί (των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων;) να καταστρέφουν τα γλυπτά του Παρθενώνα.
Δεν γνωρίζω εάν οι παραπάνω αντιδράσεις εκφράζουν και τη σημερινή ηγεσία της Ελλαδικής Εκκλησίας, η οποία έχει αποδείξει ότι διαθέτει και γνώση - και μάλιστα ειδικά περί την αρχαιολογία - και σύνεση και σύγχρονη αντίληψη για το ρόλο της Εκκλησίας ή προέρχονται από τους γνωστούς επιγόνους του Χριστόδουλου που απαρτίζουν τον αντιδραστικό... «ανθεμώνα» της Θεσσαλονίκης.
Είναι πάντως θλιβερό (για τη θλιβερότερη αντίδραση των εκπροσώπων της κυβέρνησης που συμμορφώθηκαν αμέσως προς τας υποδείξεις των ρασοφόρων δε θα μιλήσω σήμερα) η Εκκλησία που έχει ως έμβλημά της «το φως και την αλήθεια» να εκδηλώνει τόση φοβικότητα απέναντι στην ιστορική αλήθεια, να προσπαθεί να κρύψει ότι οι Χριστιανοί όταν έγιναν «κρατική θρησκεία» εξετράπησαν σε διωγμούς εναντίον των ειδωλολατρών, εκδικούμενοι έτσι για τους «διωγμούς» που οι ίδιοι είχαν υποστεί στα προηγούμενα χρόνια (για άλλη μια φορά τα θύματα αντιγράφουν τους θύτες τους) και ότι συγχρόνως επιδόθηκαν μετά μανίας στον αποκεφαλισμό των ειδωλολατρικών αγαλμάτων και στην καταστροφή των μνημείων του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού (αψευδείς μάρτυρες τα κατά χιλιάδες ακρωτηριασμένα αγάλματα και βέβαια οι μαρτυρίες των ιστορικών της εποχής).
Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης ιστορική αλήθεια ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Βυζαντίου οφείλουμε τη διάσωση μεγάλου μέρους της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και της ελληνικής γλώσσας, καθώς και της μνήμης του αρχαίου ελληνικού παρελθόντος, στοιχεία που συνέβαλαν στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων μετά την κατάρρευση του πολυεθνικού βυζαντινού κράτους.
Και είναι ακόμα ιστορική αλήθεια ότι η εκκλησία απετέλεσε την μοναδική πνευματική εστία και το πολύτιμο ηθικό στήριγμα του υπόδουλου ελληνισμού στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας.
Αυτές όμως οι αλήθειες δεν μπορούν ν’ αποτελούν το «άλλοθι» για την απόκρυψη των βανδαλισμών στα κέντρα λατρείας των αρχαίων Ελλήνων ούτε για την αποσιώπηση του ρόλου κάποιων «τουρκολατρών» εκπροσώπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που θεωρούσαν «θέλημα θεού» την οθωμανική κυριαρχία και καταδίκαζαν τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού καθώς και κάθε επαναστατική κίνηση ως επινοήματα «των αθέων Γάλλων»!
Ο εθνικός ρόλος, που έπαιζε η Εκκλησία σε κάποιες κρίσιμες φάσεις του ιστορικού μας βίου, δεν μπορεί να ηρωοποιεί και όλους εκείνους τους αρχιερείς που κατά την επανάσταση του ‘21 συντάχθηκαν με τον κατακτητή και κείνους που στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης αποκαλούσαν «επικίνδυνο ταραξία» τον Παπαφλέσσα και σχεδίαζαν την εξόντωσή του. Κι ούτε βέβαια δικαιολογεί τις «μεσαιωνικές» φιλοδοξίες κάποιων ηγετών της Εκκλησίας, σήμερα, οι οποίοι, για να επιτύχουν την επέκταση της πνευματικής τους κηδεμονίας στην κοινωνία, επιδιώκουν τη χειραγώγηση της πολιτικής εξουσίας και εν πλήρη δημοκρατία απαιτούν να καθορίζουν - ως υπέρτατη εξουσία - εάν θα διδάσκονται υποχρεωτικά τα Θρησκευτικά στα σχολεία (και να καθορίζουν μάλιστα και τις ώρες διδασκαλίας τους εβδομαδιαίως), εάν τα εγχειρίδια της Ιστορίας θα εξαίρουν λίγο ή πολύ το ρόλο της Εκκλησίας, εάν θα διδάσκεται η δαρβίνεια θεωρία στους μαθητές, εάν θα αναγράφεται ή όχι το θρήσκευμα στις αστυνομικές ταυτότητες, εάν θα ανεγερθεί ή όχι τέμενος για τις θρησκευτικές ανάγκες των μουσουλμάνων κ.λπ..
Άκουσα και την περίεργη θεωρία από κάποιο ιερωμένο πως «ακόμα κι αν είναι αυτή η ιστορική αλήθεια, δεν πρέπει να προβάλλεται, χάριν της ενότητας των Ελλήνων»! Να, λοιπόν, που η αλήθεια κινδυνεύει να γίνει «μαλώτριγια», όπως λέει λεσβιακή παροιμία («η αλήθεια είναι μαλώτριγια»).
Γι’ αυτό καλύτερα να κρύψουμε ό,τι άσχημο, ανόητο ή βάρβαρο κουβαλάει η ιστορία μας. Να θυμόμαστε και να φωνάζουμε μόνο ό,τι άσχημο έκαναν οι άλλοι - οι βάρβαροι! Για μας ταιριάζει η σιωπή των αμνών, η άγνοια και η άνοια των ανοήτων.
Έτσι ανιστόρητοι θα πορευτούμε υπερηφάνως στο μέλλον, περιδινούμενοι στο φαύλο κύκλο της επανάληψης των ίδιων και των ίδιων λαθών μας!