Η συμμετοχή της Εκκλησίας στη μεγάλη Επανάσταση των Ελλήνων
Ο μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστόδουλος παραπονέθηκε πρόσφατα ότι τα βιβλία ιστορίας δεν τονίζουν όπως πρέπει τη συμβολή της Εκκλησίας στην Επανάσταση του 1821. Μια και δεν το κάνουν τα βιβλία ιστορίας, ας επιχειρήσουμε να το κάνουμε εμείς, από τα μυστικά του Κόλπου. Το κείμενο που ακολουθεί είναι παρμένο από το ανέκδοτο βιβλίο μου Συμβατά και Ασύμβατα Ζεύγη, ένα από τα κεφάλαια που ασχολούνται με τις σχέσεις του Ελληνισμού με την Ορθοδοξία. Κατά τη σύντομη επεξεργασία που έκανα ώστε να το ανεβάσω σαν ποστ στα μτΚ, αφαίρεσα τις περισσότερες βιβλιογραφικές πηγές και πρόσθεσα λίγες παραγράφους του Παναγιώτη Κονδύλη.
* * *
Η σύγκρουση ανάμεσα στις επαναστατημένες δυνάμεις της νέας ελληνικότητας και στην επίσημη Ορθοδοξία ήταν γεγονός και είχε τεράστιες πολιτικές επιπτώσεις, άμεσες και απώτερες. Η μελέτη αυτής της αντιπαράθεσης αποτελεί στοιχειώδη άσκηση αυτογνωσίας για τους Έλληνες. Φυσικά, η ιστορία ερχόταν από πολύ μακριά…
Από τη μια μεριά οι Σαλαμινομάχοι: Ω παίδες ελλήνων ίτε/ ελευθερούτε πατρίδ’, ελευθερούτε δε/ παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρών έδη/ θήκας τε προγώνων’ νυν υπέρ πάντων αγών. Και ο Πίνδαρος: Μάτερ εμά, το τεόν,/ ω αιωνία Ελλάς. Κι από την άλλη ο μεγάλος της Ορθοδοξίας Γεννάδιος Σχολάριος: Ει τις έροιτό μοι τις ειμί, αποκρινούμαι χριστιανόν είναι’ Έλλην ων την φωνήν, ουκ αν ποτέ φαίην Έλλην είναι (μόνο μιλάω ελληνικά, ποτέ δεν ήμουν Έλληνας) δια το μη φρονείν ως εφρόνουν ποτέ οι Έλληνες. Από τη μια μεριά ο Ρήγας: για την ελευθερίαν να ζώσουμε σπαθί! Και ο Κολοκοτρώνης με τη βροντόφωνη (και πολιτικά εκρηκτική) προσφώνησή του: Έλληνες! Και από την άλλη ο δεσπότης της Εκκλησίας: -Αδελφοί μου, έμαθα πως με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού δεν είσθε Έλληνες, δεν είσθε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλά είσθε Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Ι. Κακριδής, Οι αρχαίοι Έλληνες στην νεοελληνική λαϊκή παράδοση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997)
Οι αντιλήψεις αυτές, της επαναστατημένης νέας ελληνικότητας και της Ορθοδοξίας συγκρούστηκαν ανελέητα. Η επίσημη ιστορία, όμως, γράφτηκε υπό την ιδεολογική εποπτεία της Εκκλησίας, η οποία βεβαίως επανέκαμψε για να προσπαθήσει να κυριαρχήσει και στις νέες συνθήκες, όταν η Επανάσταση είχε νικήσει η ελεύθερη Ελληνική Πολιτεία ήταν πια γεγονός. Η προσπάθεια αυτή πέτυχε μόνο εν μέρει: η Εκκλησία παρέμεινε μεν αποδεκτή, αλλά με χαμηλό πλέον κύρος και περιορισμένη πολιτική εμβέλεια. Κάτι σαν αναγκαίο κακό.
Ο αφορισμός της Επανάστασης του 1821
Το περιεχόμενο του αφορεστικού συνάδει απολύτως με τις βασικές θέσεις της Ορθόδοξης ιεραρχίας, τόσο τις πριν, όσο και τις μετέπειτα. Δεν είναι, δηλαδή, θέσεις που εκφράζονται άπαξ και κατ’ εξαίρεσιν, αλλά αυτούσιο το πάγιο ιδεολογικό – πολιτικό μανιφέστο της Εκκλησίας. Στην αρχή στηλιτεύεται η αχαριστία των εξεγερμένων και το κακοποιόν και αποστατικόν πνεύμα εναντίον της κοινής ημών ευεργέτιδος και τροφού, κραταιάς και αηττήτου βασιλείας. Επαναλαμβάνεται η γνωστή άποψη του Παύλου – αυτή που μετέτρεψε δια παντός το χριστιανισμό σε αδίσταχτο τσανακογλύφτη των εκάστοτε εξουσιών, προδίδοντας κατάφωρα την όποια αντιεξουσιαστική διάσταση του κηρύγματος του Ιησού: Επειδή, ουκ έστι, φησί, βασιλεία και εξουσία ειμή από Θεού τεταγμένη’ όθεν και πας ο αντιττατόμενος αυτή τη θεόθεν εφ’ ημάς τεταγμένη κραταιά βασιλεία, τη του Θεού διαταγή ανθέστηκε.
Δεν πρόκειται λοιπόν για κάτι καινούριο – είναι οι ίδιες, πάγιες, αναλλοίωτες θέσεις της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Αυτά έλεγε και εξηγούσε καταλεπτώς ο ανώνυμος (μάλλον ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο ίδιος ή ο διάδοχος του οποίου συναποφάνθη για τον αφορισμό της Επανάστασης) στην εμετική Πατρική Διδασκαλία, που κυκλοφόρησε ανάμεσα στους ραγιάδες, με στόχο να τους κρατήσει σε ευπειθή υποτέλεια, επειδή οι Έλληνες εξακολουθούσαν πάντοτε να ονειρεύονται την ελευθερία και την αυτοδιάθεση. Φυσικά, η Πατρική Διδασκαλία έλαβε την δέουσα απάντηση από την Αδελφική Διδασκαλία του μεγάλου Αδαμάντιου Κοραή, ο οποίος συμβούλευε τους Έλληνες ακριβώς τα αντίθετα: αυτά ακριβώς που η σημερινή Εκκλησία, χωρίς ίχνος ντροπής και χωρίς ποτέ να κάνει ποτέ την παραμικρή επανεκτίμηση, εξακολουθεί να καρπώνεται για λογαριασμό της, παριστάνοντας τον …πρωτεργάτη της Επανάστασης! Αλλά, ας επιστρέψουμε στο αφορεστικό.
Μετά τη θεολογική τεκμηρίωση της πολιτικής επιλογής του ραγιαδισμού, τον οποίο αποδίδουν στη θέληση του Θεού (!), οι αρχιερείς περιλαβαίνουν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, τον πατέρα του, τον Μιχαήλ Σούτσο και τους συνεργάτες του: Αλαζόνες, δοξομανείς, αγνώμονες, φυγάδες, κακόβουλοι, τέρατα εμψύχου αχαριστίας ή μάλλον ματαιόφρονες, (που προσπαθούν) να εξαπατήσωσι και εφελκύσωσιν εις τον ίδιον της απωλείας κρημνόν και άλλους πολλούς των ομογενών μας. Η διακήρυξη της ελευθερίας των Ελλήνων από τους απονενοημένους Σούτσο και Υψηλάντη βρήκε απήχηση σε πολλούς Έλληνες. Η Εκκλησία του Χριστού, η φυσική (υποτίθεται) ηγεσία των Ελλήνων, δε διστάζει να τους χαρακτηρίσει όλους αυτούς κακοήθεις και ανοήτους… Όπως δε διστάζει και σήμερα να κάνει δοξολογίες, κάθε 25η Μαρτίου – σε μια επίδειξη υψηλού εκκλησιαστικού οπορτουνισμού!
Οι συντάκτες του αφορεστικού, μανούλες στην πολιτική διαχείριση, δεν παραλείπουν να αφιερώσουν μια μεγάλο παράγραφο σε μια κατ’ εξοχήν πολιτική ανάλυση, για το ρόλο της Ρωσίας στην υπόθεση. Οι αρχιερείς πληροφορούν τους ραγιάδες ότι η Ρωσία δεν παρέχει καμιά υποστήριξη στον Υψηλάντη, αντίθετα καταδικάζει τις κινήσεις του και επιθυμεί την καταστροφή των επαναστατών. Όλα αυτά ήταν αληθή – και αναφέρονται στο κείμενο με προφανή ευχαρίστηση.
Η επανάσταση καταγγέλλεται ως διατάραξις της ανέσεως και της ησυχίας των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας (…) ενώ τόσα ελευθερίας προνόμια δεν απολαμβάνει άλλο έθνος υποτελές και υποκείμενον (…) και κατ’ εξοχήν με τα προνόμια της θρησκείας, ήτις διεφυλάχθη και διατηρείται ασκανδάλιστος μέχρι της σήμερον επί ψυχική ημών σωτηρία. Ανάγλυφα παρουσιάζονται τα δύο διεστώτα: η Ορθόδοξη Εκκλησία επιδιώκει τη σωτηρία – η νέα ελληνικότητα την αξιοβίωτη ζωή, δηλαδή την ελευθερία. Οι δυο αυτές αντιλήψεις, που έχουν συγκεκριμένη πολιτική υλοποίηση (ραγιαδισμός / επανάσταση) συγκρούστηκαν σκληρά, επί πολύ χρόνο, με αποκορύφωση το ξέσπασμα της Επανάστασης. Οι Έλληνες υπερασπίστηκαν την Επανάσταση με όλες τους τις δυνάμεις – και η Εκκλησία την καταδίκασε χωρίς δισταγμό.
Φτάνουμε τώρα στο δια ταύτα – τις αποφάσεις τις Εκκλησίας. Για να σωθεί λοιπόν το Γένος, συμβουλεύομεν και παραινούμεν και εντελλόμεθα και παραγγέλομεν σε όλους τους Ορθοδόξους κληρικούς και πιστούς, να διακηρύξετε την απάτην των ειρημένων κακοποιών και κακοβούλων ανθρώπων (…) και να τους στηλιτεύσετε πανταχού ως κοινούς λυμεώνας και ματαιόφρονας. Οι Πατριάρχες και οι αρχιερείς καλούν τους ραγιάδες να γίνουν καταδότες των αγωνιστών: Να εμφανίζωσιν όσα γράμματα λάβωσι περι αυτής της υποθέσεως (…) και να παραδίδωσι όσους ήθελον φοραθή ενεργούντες ανοίκεια του ραγιαδικού χαρακτήρος (…) να διαφυλάττωσι πίστιν και κάθε υποταγήν και ευπείθειαν εις αυτήν την θεόθεν εφ’ ημάς τεταγμένην και αήττητον βασιλείαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κατάδοση πρέπει να γίνεται στους αρχιερείς, τους ιερείς κλπ – αυτοδιορίζεται δηλαδή εθελοντικά το σώμα της Εκκλησίας σε θέση χωροφύλακα / δεσμοφύλακα και, προφανώς, δημίου – για λογαριασμό της οθωμανικής εξουσίας. Βέβαια, δίνεται και η εναλλακτική λύση, δηλ. η απευθείας κατάδοση. Το σημείο αυτό είναι εκείνο που προξενεί το μεγαλύτερο αποτροπιασμό και αηδία στον αναγνώστη…
Έρχεται η σειρά της Φιλικής Εταιρείας και οι συντάκτες του αφορεστικού φροντίζουν, πολύ πρακτικά, να κηρύξουν άκυρους τους όρκους που είχαν δώσει οι Φιλικοί, με την είσοδό τους στην επαναστατική αυτή οργάνωση των Ελλήνων, η οποία προετοίμασε την Επανάσταση. Στη συνέχεια καλούνται όλοι να συμβάλλουν στην κατάπνιξη της εξέγερσης, να παραμείνουν μακριά από τους αφορισμένους επαναστάτες, αφού η Εκκλησία και το γένος τους έχει μεμισημένους και επισωρεύει κατ’ αυτών τας πάλαι μναιοτάτας και φρικοδεστάτας αράς ως μέλη σεσηπότα και τους έχει αποκεκομμένους της καθαράς και υγιαινούσης χριστιανικής ολομελείας (…) να είναι κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και μετά θάνατον άλυτοι και των αιωνίω υπόδικοι αναθέματι και αυτοί, και όσοι ακολουθήσωσι του λοιπού (…) να γίνουν τα τέκνα αυτών ορφανά (…) άγγελος Κυρίου καταδιώξει αυτούς πυρίνη ρομφαία. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς, την πολιτική αναλγησία ή την σπηλαιώδη θρησκευτική αντίληψη;
Αλλά η ίδια η περιγραφή (Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1859, τ. Β’, σελ. 102) της τελετής όπου υπεγράφη το αφορεστικό είναι αρκετά εύγλωττη: Το πατριαρχικό έγγραφο, με το οποίο αφορίζονταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και ο Μιχαήλ Σούτσος, λύονταν του όρκου τους τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας και καλούνταν οι Έλληνες σε ραγιάδικη αφοσίωση στον σουλτάνο, το υπέγραψαν εμφαντικά πάνω στην Αγία Τράπεζα οι δύο Πατριάρχες (Γρηγόριος Ε’ και Πολύκαρπος Ιεροσολύμων) και εν συνεχεία το πλήθος των συνοδικών αρχιερέων. Ο αφορισμός διαβάστηκε στην πατριαρχική εκκλησία στις 23 Μαρτίου 1821 - την ώρα που ο Πετρόμπεης και ο Κολοκοτρώνης έμπαιναν στην Καλαμάτα και απεύθυναν τη συγκλονιστική διακήρυξη της Πελοποννησιακής Γερουσίας, προς τα ελεύθερα έθνη της Ευρώπης.
Σύντομη παρένθεση: Το αφορεστικό του 1821 δεν πρέπει να έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στον Γέρο του Μωριά, γιατί διέθετε σχετική εμπειρία: Το πατριαρχείο τον είχε ήδη αφορίσει, στα 1805, ως κακοποιόν κλέπτη. Ο αφορισμός δεν τον εμπόδισε, πάντως, να χρησιμοποιεί τον Θεό για αμιγώς πολιτικούς λόγους: Ο Θεός έβαλε την υπογραφή του δια την ελευθερίαν της Ελλάδος και δεν την παίρνει πίσω! έλεγε στους επαναστατημένους Έλληνες, για να τους παροτρύνει στον αγώνα.