Ο νεο-οθωμανισμός είναι ένα υπαρκτό φαινόμενο ή αποτελεί απλώς μια σχηματική κατασκευή, προπαγανδιστικού χαρακτήρα; Αυτό το ερώτημα απασχολεί και φίλους της Ρήξης και του Άρδην. Μήπως πρόκειται για μια φραστική υπερβολή, η οποία απλώς υποδηλώνει τους πασίγνωστους ενδοτικούς Έλληνες πολιτικούς που δεν τολμούν να αντιμετωπίσουν τον τουρκικό επεκτατισμό; Καθόλου.
Ο νεο-οθωμανισμός δεν πρέπει να συγχέεται με τον ενδοτισμό, παρ’ ότι ο τελευταίος αποτελεί προϋπόθεσή του. Ο ενδοτισμός είναι η προϋπόθεσή του, διότι οι Έλληνες θα πρέπει να αποδεχθούν τη «φιλία» με ένα επεκτατικό κράτος που κατέχει την Κύπρο, απειλεί το Αιγαίο και τη Θράκη και υποχρεώνει την Ελλάδα σε έναν εξαντλητικό στρατιωτικό ανταγωνισμό. Ο νεο-οθωμανισμός όμως προχωράει πάρα πέρα, είναι η επιλογή ενός μέρους των ελίτ και της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας για ένταξη σε μία σφαίρα επιρροής που ηγεμονεύεται τουλάχιστον και από την Τουρκία, ως περιφερειακό υποσταθμό ή και «υπερδύναμη» της Νέας Τάξης.
Και αυτό μπορεί να συμβεί διότι η Τουρκία μετατρέπεται σταδιακά σε έναν ισχυρό οικονομικό πόλο ενώ ο επεκτατισμός της δεν είναι πλέον ή μόνο ο παραδοσιακός στρατιωτικός επεκτατισμός, αλλά μεταβάλλεται και σε οικονομικό, πληθυσμιακό, αύριο ακόμα και πολιτισμικό. Δηλαδή, παράλληλα με τη δυτική παρουσία και επικυριαρχία, σταδιακώς αλλά ραγδαία, αναπτύσσονται επιχειρηματικά, οικονομικά, πολιτιστικά και άλλα συμφέροντα που επιθυμούν να προσδέσουν την Ελλάδα στο τουρκικό άρμα, κάτω από τις ευλογίες και υπό την καθοδήγηση των Αμερικανών. Έλληνες επιχειρηματίες συμπράττουν με τα τουρκικά συμφέροντα, όχι μόνο στην Τουρκία αλλά και στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή. Αρνούνται μια πολιτική βαλκανικής οικοδόμησης και αυτονομίας, λειτουργούν, για μια ακόμα φορά, όπως οι Φαναριώτες υποτελείς της Μεγάλης Πύλης επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Καλλιτέχνες και συγγραφείς, υπό το πρόσχημα της ελληνοτουρκικής φιλίας, απεργάζονται την άμβλυνση των αντιστασιακών αντανακλαστικών του ελληνικού λαού. Ακαδημαϊκοί δάσκαλοι και Πανεπιστημιακοί εκκαθαρίζουν τα σχολικά βιβλία από κάθε αναφορά στην αντίσταση εναντίον των Οθωμανών.
Απαραίτητο συμπλήρωμα, σε μαζικό επίπεδο, τα ελληνοτουρκικά σήριαλ και «ριάλιτυ». Τέλος, εφοπλιστές, κατασκευαστές, διανοούμενοι και πολιτικοί, καλλιεργούν τις ιδιαίτερες σχέσεις τους με τη νεο-οθωμανική Τουρκία, χρησιμοποιώντας ως προνομιακό ιδεολογικό όχημα ακόμα και το Πατριαρχείο: Συστηματικά, καθημερινά, αδιάκοπα, το καλούν να υπονομεύσει και τα τελευταία απομεινάρια της ελληνικής κρατικής υπόστασης, μέσω ενός ανόσιου εκκλησιαστικού πολέμου. Διότι ο νεο-οθωμανισμός επιθυμεί ένα σκιώδες ελληνικό κράτος, που δεν θα προβάλλει προσκόμματα στη δημιουργία ενός ενιαίου χώρου της «Νοτιο-ανατολικής Ευρώπης» και στην ανάπτυξη της «επιχειρηματικότητας». Γι’ αυτό και κεντρικό του ιδεολογικό μέλημα είναι ο πόλεμος κατά του «εθνικισμού», η ανάπτυξη της ελληνοτουρκικής φιλίας, στην οποία διαπρέπουν πολλοί «προοδευτικοί», και η πολυπολιτισμικότητα.
Ο νεο-οθωμανισμός, δυστυχώς, δεν αποτελεί πλέον μια δευτερεύουσα συνιστώσα της ελληνικής πολιτικής και πολιτιστικής ζωής, έχει ήδη αλώσει το Υπουργείο Εξωτερικών. Αν μάλιστα επιτύχει να ολοκληρώσει την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα επιχειρήσει να μεταβληθεί σε κυρίαρχη συνιστώσα, εντάσσοντας οριστικά την Ελλάδα στη σφαίρα επιρροής της Τουρκίας, υπό τις ευλογίες της υπερδύναμης.
Ελλάς- Ελλήνων Νέο-οθωμανών: Όταν η Χούντα προωθούσε την Ελληνοτουρκική Φιλία «Έξι μήνες μετά την πρωθυπουργοποίησή του, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, σε συνέντευξη που έδωσε στην καθημερινή εφημερίδα της Κωνσταντινουπόλεως, Μιλιέτ, και που δημοσίευε η εφημερίδα αυτή στις 28 Ιουνίου 1968, δήλωσε: “Ακούγονται ακόμη οι φωνές του Ατατούρκ και του Βενιζέλου… Πρέπει να ενώσουμε τις δύο ακτές του Αιγαίου”. Ο Τούρκος δημοσιογράφος τον ρώτησε τότε εάν με την ένωση δύο χωρών εννοούσε ομοσπονδία. “Θέλω ιδιαιτέρως να υπογραμμίσω” απάντησε ο Παπαδόπουλος, “την πίστη μου στην αναγκαιότητα πραγματοποιήσεως αυτής της ομοσπονδίας… Εάν είχα μαγική δύναμη θα έκανα το παν για την πραγματοποίηση της ομοσπονδίας και θα οδηγούσα πάραυτα τον λαό μας προς αυτήν την κατεύθυνση”. Το 1969 και το 1970, ο “αρχηγός της ελληνικής επαναστάσεως” έκανε μεγάλη προσπάθεια για να αναπτύξει την ελληνοτουρκική φιλία. […]. Αλλά χρειάστηκε να περιμένει τη στρατιωτική επέμβαση στην Άγκυρα, στις 12 Μαρτίου 1971, για να πάρει ευμενή ανταπόκριση από την απέναντι όχθη. Έγινε πρώτα η δήλωση του Μετίν Τοκέρ, γαμπρού του Ισμέτ Ινονού, που ήρθε στην Αθήνα και έδωσε συνέντευξη Τύπου, στις 25 Μαΐου 1971. Έλεγε πως, κατόπιν της συναντήσεώς του με τον Παπαδόπουλο, ήταν πλέον πεπεισμένος ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός επιθυμούσε ειλικρινά την τουρκοελληνική φιλία. Άλλωστε, πρόσθεσε, επρόκειτο να δημοσιεύσει στη Μιλιέτ, σε μερικές ημέρες, δηλώσεις που ο Παπαδόπουλος τού είχε κάνει. […] Οι δηλώσεις του Παπαδόπουλου δημοσιεύτηκαν πράγματι στην πολιτική εφημερίδα, στις 29 Μαΐου 1971. Από τις ερωτήσεις του Μετίν Τοκέρ έβγαινε καθαρά ότι η πραγματοποίηση της συνομοσπονδίας εξαρτούνταν από δύο όρους: την ύπαρξη και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου ισχυρών κυβερνήσεων. τη λύση του Κυπριακού. […]. Όσο για το Κυπριακό, η γνώμη του “αρχηγού της ελληνικής επαναστάσεως”, όπως την είχε παρουσιάσει στις δηλώσεις του, ήταν πως η λύση του δεν ήταν αναγκαίο προηγούμενο, διότι διαφορετικά θα κινδυνεύαμε, είπε, “να χάσουμε το πέταλο για το καρφί”. Και πρόσθεσε: “Εγώ, προσωπικά, πιστεύω ότι η ιστορία μας οδηγεί προς μία ομοσπονδία της Τουρκίας με την Ελλάδα. Θα πραγματοποιηθεί ίσως σε 20 ή 50 χρόνια. Αλλά θα πραγματοποιηθεί. Πρέπει να δεχθούμε πως είμαστε μικρές χώρες. Εάν έχουμε την ένωση, τότε η δύναμή μας έναντι των μεγάλων χωρών δεν θα διπλασιαστεί απλώς, αλλά θα πολλαπλασιαστεί… Ο κ. Ερίμ πρέπει να γνωρίζει ότι αυτό που λέει ο κ. Παπαδόπουλος το πιστεύει και θα το κάνει… Δηλώνω κατηγορηματικά ότι θα κάνουμε αυτό που κηρύττουμε… Ήμουν στο κρεβάτι μου όταν το έμαθα (τον σεισμό του Μπινγκέλ στην ανατολική Τουρκία). Η πρώτη σκέψη υπήρξε… με ποιον τρόπο η Ελλάς θα μπορούσε να βοηθήσει την Τουρκία στη δύσκολη αυτή στιγμή. Πιστέψτε με, δεν επρόκειτο περί απλής ανθρωπιστικής στάσεως, αλλά διότι η Τουρκία είχε κτυπηθεί”». Από το βιβλίο του Δημήτρη Κιτσίκη, Ιστορία του ελληνοτουρκικού χώρου (1928-1973), σελ. 305-307. Εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας».
1988, Νταβός: Η αρχή
Οι πρώτες σοβαρές θεσμικές βάσεις για την ανάπτυξη της ελληνοτουρκικής οικονομικής συνεργασίας τέθηκαν στη συνάντηση του Ανδρέα Παπανδρέου με τον Τουρκούτ Οζάλ, στο Νταβός. Δεν ξέρουμε αν κι αυτή η κίνηση εμπίπτει στο διάσημο «mea culpa» που ξεστόμισε αργότερα ο Έλληνας πρωθυπουργός γι’ αυτή τη συνάντηση.
Στις εργασίες του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του κ. Σβαρτς, λοιπόν, το οποίο μερικά χρόνια αργότερα θα εξελισσόταν σε θέατρο της αντιπαράθεσης του αντι-παγκοσμιοποιητικού κινήματος με τις ελίτ του πλανήτη, αποφασίστηκε η ίδρυση του τουρκοελληνικού και του ελληνοτουρκικού επιχειρηματικού λόμπι, αντίστοιχα. Της ελληνικής και της τουρκικής αποστολής ηγούνταν οι Οζάλ- Παπανδρέου.
Από ελληνικής πλευράς, στην αποστολή συμμετείχαν κορυφαίες προσωπικότητες του επιχειρηματικού κόσμου της χώρας, όπως ο τότε πρόεδρος του ΣΕΒ, Θ. Παπαλεξόπουλος, η Κ. Κυριακοπούλου, του ομώνυμου επιχειρηματικού ομίλου και ο Γ. Κωνσταντινίδης, επικεφαλής της εταιρείας “Βιοκάτ” Α.Ε.
Από τουρκικής πλευράς, τον Οζάλ συνόδευαν οι Σαρίκ Τάρα, επικεφαλής του ομίλου ΕΝΚΑ, και Ραχμί Κοτς, επικεφαλής του ομώνυμου ομίλου με δραστηριότητα ακόμη και στην πολεμική βιομηχανία.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 15 Απριλίου, το καταστατικό του Συμβουλίου Ελληνοτουρκικής Επιχειρηματικής Συνεργασίας (ΣΕΤΕΣ) ήταν έτοιμο, εγκεκριμμένο από το Πρωτοδικείο. Το πρώτο διοικητικό συμβούλιο απαρτιζόταν από τους Κώστα Παπαλεξόπουλο, Κάρολο Πολίτη (τότε ιδιοκτήτη της ΕΒΓΑ), Γεώργιο Αβραμίδη (πρόεδρο, τότε, του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων και επικεφαλής της εταιρείας “Χατζηλουκάς” ΑΕ), Ι. Οικονόμου, Γεράσιμο Φωκά (ιδιοκτήτη της αλυσίδας ξενοδοχείων Ηλέκτρα), Β. Παπαδόπουλο και τον εφοπλιστή Στ. Γουρδομιχάλη.
Μεταξύ των 54 ονομάτων που υπογράφουν το καταστατικό περιλαμβάνονται ορισμένοι από τους ισχυρότερους επιχειρηματίες εκείνης της περιόδου: Ο Στ. Μαντζαβίνος (πρόεδρος, τότε, της Εταιρίας Χημικές Βιομηχανίες Βορείου Ελλάδος και τώρα επικεφαλής του Ιδρύματος Μποδοσάκη), η Κ. Κυριακοπούλου (σύζυγος του νυν προέδρου του ΣΕΒ), ο Κ. Καψάσκης (Τράπεζα Εργασίας), οι Μ. Κιοσέογλου και Γ. Τακόπουλος (των Τσιμέντων Χαλκίδας), ο Θ. Λαβίδας (του ομίλου Λαβίδα), ο Π. Μεταξάς (τότε ιδιοκτήτης της γνωστής ποτοποιίας), ο Μ. Τάνες (Αθηναϊκή Ζυθοποιία), ο εφοπλιστής Ε. Γουρδομιχάλης, ο Κ. Κυριακόπουλος (Τράπεζα Πίστεως), ο Δ. Ιωάννου (εκπρόσωπος διεθνούς κατασκευαστικού ομίλου), ο Δ. Κοντομηνάς (Interamerican), ο Η. Στασινόπουλος (Βιοχάλκο), ο Απ. Δοξιάδης (ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία»), ο Ν. Ευθυμιάδης (του ομώνυμου επιχειρηματικού ομίλου) και ο Στ. Αργυρός (μετέπειτα πρόεδρος του ΣΕΒ).
Πηγές:
•Μαρία Βερβερίδου, Η ελληνοτουρκική οικονομική συνεργασία: Προβλήματα και προοπτικές, περιοδικό Αγορά Χωρίς Σύνορα, Τόμος 7, τεύχος 1-2 , Καλοκαίρι 2001-Φθινόπωρο 2001.
•Δημήτρης Χαροντάκης, Τι σχεδιάζουν τα ελληνοτουρκικά λόμπι, Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 6/5/2001.
Οι μπίζνες
Οι δουλειές μεταξύ των δύο ακτών του Αιγαίου πάνε περίφημα τον τελευταίο καιρό. Όλως τυχαίως (!) η πορεία τους είναι ευθέως ανάλογη με τη σταδιακή διολίσθηση των ελληνικών κυβερνήσεων προς ολοένα και πιο υποχωρητικές θέσεις έναντι του τουρκικού επεκτατισμού.
Αφετηρία για την έκρηξη των ελληνοτουρκικών οικονομικών σχέσεων ήταν –τι άλλο;– η παράδοση του Οτσαλάν στο τουρκικό στρατιωτικό κατεστημένο. Από τη στιγμή, λοιπόν, που οι χειροπέδες κλείδωσαν στα χέρια του ηγέτη των Κούρδων, οι άρχουσες τάξεις της Ελλάδας άρχισαν τις μπίζνες, παραβλέποντας «δευτερεύουσες» διαστάσεις, όπως την Κατοχή της Κύπρου ή το casus belli στο Αιγαίο. Μεσολάβησε, βέβαια, εκείνο το αλήστου μνήμης ανεπανάληπτο Φθινόπωρο της «φιλίας», που επισφραγίστηκε από την «πολιτική των σεισμών» και τα ζεϊμπέκικα των Τζεμ-Παπανδρέου. Από τότε, οι εμπορικές συναλλαγές αυξάνονται ταχύτατα: από το 1999 ως το 2005 το συνολικό εμπόριο έχει 10πλασιαστεί, ξεκινώντας από τα 200 εκατ. $ και καταλήγοντας στα 2,2 δις $, ενώ τους 9 πρώτους μήνες του 2006 αυξήθηκε κατά 50%. Έτσι η Τουρκία καθίσταται ο σημαντικότερος εταίρος μας στην περιοχή υποσκελίζοντας τις βαλκανικές χώρες. Η Ελλάδα, αντί να συγκροτεί τον βαλκανικό χώρο ως αντίβαρο στον τουρκικό όγκο, εντάσσεται και οικονομικά σε έναν τουρκοβαλκανικό χώρο. Τα πιο σημαντικά πεδία της συνεργασίας βρίσκονται στις τράπεζες, την ενέργεια, τις κατασκευές, τον τουρισμό και τις υπηρεσίες γενικότερα.
Οι τράπεζες
Στις τράπεζες, η μεγαλύτερη δουλειά αφορά, βεβαίως, την εξαγορά της τουρκικής Finasbank από την Εθνική με το κολοσσιαίο και υπερτιμημένο για την πραγματική της αξία ποσό των 3 δισ. $. Ο νέος τραπεζικός όμιλος, θα έχει ενεργητικό πάνω από 69 δισ. ευρώ, δίκτυο 1059 καταστημάτων και ενοποιημένα κέρδη 1,3 δισ. ευρώ. Λίγο αργότερα, ακολούθησε η Eurobank, που εξαγόρασε την TefkenBank. Το Φθινόπωρο του 2006, η Alpha Bank πραγματοποίησε συμφωνία με τον όμιλο Anadolu (ποτοποιία, αυτοκινητοβιομηχανία, χρηματοπιστωτικός τομέας, γραφικά και χαρτικά), συμφωνία για τη δημιουργία ενός νέου χρηματο-οικονομικού ομίλου με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Το ύψος της συναλλαγής αποτιμάται στα 492,5 εκατ. $ (384,3 εκατ. €). Επίσης, παρουσία στην Τουρκία έχει και η Nova Bank, ενώ έντονες φήμες ακούγονται και για σχεδιαζόμενες επενδύσεις της Τράπεζας Πειραιώς.
Η πιο ενδιαφέρουσα, όμως, κίνηση αφορά στην ίδρυση ελληνοτουρκικής τράπεζας με την επωνυμία Επιχειρηματική Τράπεζα Αιγαίου (Business Aegean Bank), με αρχικό κεφάλαιο ύψους 100 εκατ. ευρώ και την ίδρυση 30 καταστημάτων στην Ελλάδα, 20 στην Τουρκία και μακροπρόθεσμα 5 καταστημάτων στο εξωτερικό. Της πρωτοβουλίας ηγούνται ο Π. Κουτσίκος, πρόεδρος του Ελληνοτουρκικού Επιμελητηρίου, και ο πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου Σμύρνης Ekrem Demirtas. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται, σύμφωνα με δημοσίευμα του Βήματος, και ο Ιωάννης Παλαιοκρασσάς, πρώην υπουργός Οικονομικών και πολιτευόμενος με τη Νέα Δημοκρατία.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, κατά το 2006, το ελληνικό τραπεζιτικό σύστημα διασυνδέθηκε με το τουρκικό και τις τύχες της Τουρκίας.
Ενέργεια
Στον τομέα της ενέργειας, στο επίκεντρο των εξελίξεων βρίσκεται ο περίφημος, κολοσσιαίος τουρκο-ελληνο-ιταλικός αγωγός, που θα μεταφέρει από τη Δύση στην Ανατολή φυσικό αέριο. Το έργο κοστολογείται στα 300 εκατομμύρια $ και θα έχει μήκος 285 χλμ. Για την κατασκευή του συνεργάζονται η ΔΕΠΑ και η τουρκική BOTAS, ενώ ταυτόχρονα συγχρηματοδοτείται και από την Ε.Ε. Στην κατεύθυνση της τουρκικής, ελληνικής και ιταλικής συνεργασίας, προβλέπεται επίσης και η δημιουργία μιας μονάδας παραγωγής ηλεκτρισμού στην Αλεξανδρούπολη, η οποία θα δραστηριοποιείται στις εξαγωγές.
Μια νέα πόλη
Αντίστοιχες κινήσεις δρομολογούνται ή έχουν πραγματοποιηθεί και στον κατασκευαστικό τομέα. Η πιο χαρακτηριστική, για το κολοσσιαίο ύψος των ελληνοτουρκικών επενδύσεων (και των κερδών βεβαίως), συνεργασία είναι αυτή της ΑΚΤΩΡ (συμφερόντων του κ. Μπόμπολα) και της τουρκικής ΕΝΚΑ (που ανήκει στον πρώην πρόεδρο του τουρκοελληνικού Επιμελητηρίου Ρ. Τάρα) και αφορά στην ανάληψη της κατασκευής μίας… νέας πόλης στο Ομάν. Ο συνολικός προϋπολογισμός του έργου αγγίζει τα 20 δισ. $ (!). Η νέα πόλη, που θα ονομάζεται Blue City, θα εκτείνεται σε έκταση περίπου 3,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων, θα έχει συνολική δόμηση 1.700.000 τ.μ. και θα περιλαμβάνει υπερπολυτελή ξενοδοχεία, 5.200 κατοικίες, γήπεδα γκολφ, τουριστικό χωριό, πολιτιστικό χωριό ιστορικής κληρονομιάς, εμπορικά κέντρα, αμφιθέατρο, δημαρχείο, σχολεία και όλες τις σύγχρονες υποδομές πόλης…
Τουρισμός
Ένα άλλο προνομιακό πεδίο ανάπτυξης των διακρατικών σχέσεων είναι ο τουρισμός. Σε πρόσφατο ελληνοτουρκικό οικονομικό συνέδριο, μάλιστα, η ίδια η Ελληνίδα υπουργός Τουρισμού, Φ. Πετραλιά, μίλησε στο 10ο Ελληνοτουρκικό Επιχειρηματικό Συνέδριο για τη βαρύνουσα σημασία του κλάδου: «Το μήνυμά μας είναι ότι ο τουρισμός είναι η οικονομία της ειρήνης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία», ενώ «η αύξηση του τουριστικού ρεύματος από τη μία στην άλλη πλευρά του Αιγαίου θα έχει πολλαπλά οφέλη και για τους δύο λαούς». Το γεγονός αυτό, συνέχισε, «οι επιχειρηματίες με τη διορατικότητα και το ένστικτό τους το είχαν αντιληφθεί πολύ πιο πριν από τους πολιτικούς». «Η επιχειρηματικότητα σπάει το ρήγμα που δημιουργούν οι αγκυλώσεις, ανοίγει δρόμους και χαράσσει πορεία. Θα μπορούσε να πει κανείς πως προηγείται της πολιτικής». Στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας προβλέπεται η προώθηση συμφωνιών των μεγάλων τουριστικών πρακτορείων για μεικτά, ελληνοτουρκικά πακέτα διακοπών, συνεργασίες μεγάλων ξενοδοχείων, κρουαζιέρες κ.ο.κ.
Ιντραλότ
Τέλος, έντονη δραστηριότητα έχει αναπτύξει τον τελευταίο καιρό και ο όμιλος Intralot του Σωκράτη Κόκκαλη. Η σημαντικότερη πτυχή της αφορά τη σύμβαση της Inteltek με το τουρκικό δημόσιο. Την Inteltek συνέστησαν από κοινού η Intralot και η τουρκική Turkcell. Σύμφωνα με την τελευταία οικονομική κατάσταση της ελληνικής εταιρείας, η δραστηριότητα της εταιρείας συνεισφέρει περίπου το 35% στο σύνολο του κύκλου εργασιών της Intralot. Η μεγαλύτερη διαπραγμάτευση, όμως, βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη και αφορά στη διεκδίκηση άδειας από την τουρκική κυβέρνηση για τη διαχείριση της κρατικής λοταρίας. Έπειτα απ’ όλα αυτά είναι να μην απορεί κανείς που ο ίδιος ο Σωκράτης Κόκκαλης είχε δηλώσει σε ανύποπτο χρόνο ότι: «Η Ελλάδα και η Τουρκία πρέπει να δημιουργήσουν μια ανεξάρτητη δυναμική ανάπτυξης, απαλλαγμένη από τις μη επιχειρηματικές εξελίξεις».
Η περιφερειακή εμβέλεια της συνεργασίας
Η ελληνοτουρκική οικονομική συνεργασία δεν αφορά βεβαίως μόνο τις δύο χώρες. Σε σχέση με τα Βαλκάνια και τη Μαύρη Θάλασσα, στόχος της Τουρκίας είναι να καταστήσει την Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα της περιοχής. Οι δε ελληνικές ελίτ, αντί να αναδείξουν τη Θεσσαλονίκη σε μια πόλη-βάση για την αυτόνομη συγκρότηση των Βαλκανίων, φιλοδοξούν αντίθετα να τη μεταβάλουν σε έναν απλό διαμετακομιστικό κόμβο, υπό τουρκική ηγεμονία. Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις της Ντόρας Μπακογιάννη στο 10ο ελληνοτουρκικό συνέδριο:
«Πιστεύω, τέλος, ότι υπάρχουν τεράστια περιθώρια για “joint ventures” όχι μόνο στα Βαλκάνια, αλλά και στον Καύκασο, την Κεντρική Ασία και, φυσικά, στη Μέση Ανατολή. Το παράδειγμα των κατασκευαστικών εταιρειών των δύο χωρών μας στο Ομάν πρέπει να αποτελέσει έναν φάρο έμπνευσης και για άλλα ανάλογα ελληνοτουρκικά εγχειρήματα μεγάλης κλίμακας. [].Το όραμά μας είναι δύο χώρες – και θα έλεγα τρεις, με την Κύπρο – που συνεργάζονται στενά με τεράστιο αμοιβαίο όφελος. Ένα “win-win situation” που θα έλεγαν και οι Αγγλοσάξωνες».
Άνισες ανταλλαγές
Το κύριο χαρακτηριστικό των ελληνοτουρκικών οικονομικών σχέσεων είναι ο άνισος χαρακτήρας των συναλλαγών. Κατ’ αρχήν, το εμπόριο με την Τουρκία είναι ελλειμματικό, ενώ σε τομείς όπως της ενέργειας, ο σχεδιαζόμενος αγωγός θα επιδεινώσει δραστικά τους όρους της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας από την… Τουρκία. Στον τομέα του τουρισμού, τα πράγματα είναι πολύ πιο ξεκάθαρα: Το κέντρο βάρους της ροής των τουριστών μετατοπίζεται στη γείτονα χώρα, ενώ η Ελλάδα μετεξελίσσεται σε δευτερεύοντα προορισμό πακέτων που για κύρια διαμονή προβλέπουν ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις ευρισκόμενες στις ανατολικές ακτές του Αιγαίου. Και βέβαια το σημαντικότερο είναι πως τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και η Δωδεκάνησος σταδιακά προσδένονται στην τουρκική οικονομία.
Οι ελληνικές ελίτ σπεύδουν να συνεργαστούν με την Τουρκία, προσβλέποντας στη μεγιστοποίηση των κερδών τους έστω και με τίμημα τη φινλανδοποίηση της ελληνικής οικονομίας και πολιτικής. Ο ρόλος τους είναι αυτός του ακολούθου του περιφερειακού ηγεμόνα. Οι αναλογίες ανάμεσα στο παρόν και την εποχή της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι αρκετές και η συμπεριφορά των ελληνικών ελίτ θυμίζει πάρα πολύ εκείνη των Φαναριωτών προγόνων τους και γι’ αυτό ο όρος «νεο-οθωμανοί» αντικατοπτρίζει αρκετά παραστατικά τον χαρακτήρα τους…
Ρήξη τ.2 (14-2-2006)