Η καλύβα αναδημοσιεύει ένα ενδιαφέρον άρθρο του Κ. Τσιτσελίκη, από τα ΝΕΑ. Ο αρθρογράφος αφηγείται σύντομα την ιστορία των Τσάμηδων της Ηπείρου, αλλά περισσότερο ενδιαφέρουσα είναι η διαπίστωσή του ότι πολλοί (και διάφοροι) προσπαθούν να επηρεάσουν (= να καταστείλουν) την επιστημονική έρευνα, στο όνομα της δικής τους αντίληψης για το «εθνικό συμφέρον» – αγνοώντας προφανώς το περίφημο εθνικόν είναι ό,τι είναι αληθές, του Διονυσίου Σολομού. Υπενθυμίζω ότι πρόσφατα είχαμε άλλο ένα κρούσμα απόπειρας τρομοκράτησης του ελεύθερου λόγου στα Πανεπιστήμια, με το εξώδικο που έστειλε το ΛΑΟΣ στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας! (http://panosz.wordpress.com/2008/04/02/laos/)
TA NEA, Σάββατο, 5 Απριλίου 2008
Ανησυχητική τάση να φιμωθεί ο επιστημονικός λόγος στο όνομα εθνικών σκοπιμοτήτων
Οι Τσάμηδες ως θέμα (μη) συζήτησης
Γράφει ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης
Επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων
ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΠΟΥ ΦΟΥΝΤΩΣΑΝ ΤΑ «ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ», ΦΟΥΝΤΩΣΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΕΓΟΝΤΑΙ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΣΑ ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΑ Ή ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΣΙΩΠΗ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ.
Η ημερίδα που διοργάνωσε πρόσφατα το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου σε συνεργασία με το Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων σχετικά με τους Τσάμηδες, πυροδότησε πλήθος αντιδράσεων σχετικά με τις προθέσεις και τους στόχους διοργανωτών και εισηγητών. Κατηγοριοποιώντας τις αντιδράσεις, οι τελευταίοι είτε είναι «εγκληματικά αφελείς» είτε «εθνικάύποπτοι», καθώς εκμεταλλεύτηκαν τη συγκυρία αποκομίζοντας οικονομικά οφέλη. Επίσης, προβλήθηκε ότι οι εισηγήσεις προωθούν τα αλβανικά συμφέροντα, ή τις βλέψεις της Μεγάλης Αλβανίας, την επάνοδο των Τσάμηδων στην Ήπειρο, ή ότι απλά τάσσονται «υπέρ των Τσάμηδων» όπως ανέφερε το δελτίο ειδήσεων του Αlpha. Τελευταίο επίπεδο κριτικής, η απαξίωση των εισηγητών ως «δήθεν επιστημόνων», υπονοώντας ότι «κανένας ερευνητής με επιστημονική μεθοδολογία και ανάλυση δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε τέτοια αντεθνικά συμπεράσματα».
Τα παραπάνω επιχειρήματα υιοθέτησαν ορισμένοι δημοσιογράφοι (Κακαουνάκης, Ρίζος), πολιτικοί (Μανώλης, Κανέλλη, Γεωργιάδης), σατιρικοί συγγραφείς (Λαζόπουλος) και μουσικοί (Θεοδωράκης), οι οποίοι δεν είχαν ιδέα για το περιεχόμενο των ανακοινώσεων. Μάλιστα στις 3 Μαρτίου κατατέθηκε στη Βουλή ερώτηση για τα μέτρα που προτίθεται να λάβει το ΥΠΕΠΘ ώστε «τα ελληνικά πανεπιστήμια να μη γίνονται φορείς ανθελληνικής προπαγάνδας», προτείνοντας ότι η ελευθερία του λόγου πρέπει να περιορίζεται από τη «δίδυμή της αδελφή, την ευθύνη».
Ας δούμε όμως για ποιο ακριβώς θέμα έγινε η επιστημονική συζήτηση.
Οι μουσουλμάνοι της Ηπείρου εντάχθηκαν στην ευρύτερη μουσουλμανική μειονότητα της Ελλάδας την οποία από το 1913 μέχρι το 1923 απαρτίζουν περίπου 450.000 Έλληνες πολίτες, κάτοικοι κυρίως των Νέων Χωρών. Οι κοινότητες των μουσουλμάνων διατήρησαν εν πολλοίς δομές αυτοοργάνωσης, οι οποίες μάλιστα αναγνωρίστηκαν και θεσμικά. Οι Μουφτείες αποτέλεσαν το διοικητικό κέντρο της κάθε κοινότητας, τα βακούφια αναγνωρίστηκαν ως κοινοτική περιουσία, διατηρήθηκαν κοινοτικά σχολεία όπου διδάσκονταν το Κοράνιο και συνήθως και η τουρκική γλώσσα. Στο καθεστώς αυτό εντάχθηκαν και οι αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι της Ηπείρου, οι Τσάμηδες. Οι σχέσεις τους με το ελληνικό κράτος θα πρέπει να εξετάζονται υπό το πρίσμα της τμηματικής «αλβανοποίησής» τους αλλά και του καθεστώτος γαιοκτησίας και των ιδιαιτεροτήτων του, όπως και της σταδιακής αποξένωσης από τη γη. Η τελευταία δημιούργησε εν τέλει αντιπαλότητες ενδεδυμένες με εθνοτικό χαρακτήρα.
Στην Ανταλλαγή
Η ανταλλαγή πληθυσμών του 1924 αποτελεί κομβικό σημείο στην ιστορική εξέλιξη της παρουσίας των Τσάμηδων καθώς εξαιρέθηκαν εξωσυμβατικά ως «αλβανικής καταγωγής» σύμφωνα με απόφαση της Μεικτής Επιτροπής της Ανταλλαγής που επικυρώθηκε από την ελληνική κυβέρνηση και η οποία τους αναγνώρισε ως «αλβανική μειονότητα» ή ως «μουσουλμάνους αλβανικής καταγωγής». Έτσι διατηρήθηκαν οι Μουφτείες Φιλιατών, Ηγουμενίτσας, Μαργαριτίου, Παραμυθιάς και Ιωαννίνων, ενώ έκλεισαν τέσσερις άλλες. Η απαλλοτρίωση ακινήτων υπέρ των προσφύγων της Μικράς Ασίας που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή πυροδότησε νέες εντάσεις μεταξύ του πληθυσμού. Επίσης, οι διεκδικήσεις των αποζημιώσεων και της εισαγωγής της αλβανικής γλώσσας στα σχολεία, σε συνδυασμό με την πατρωνία του αλβανικού εθνικισμού και την αβελτηρία της ελληνικής διοίκησης να εφαρμόσει ορθά το σχετικό δίκαιο, όξυναν ακόμα περισσότερο το τεταμένο κλίμα. Όπως αναφέρει ο Επιθεωρητής Μειονοτήτων: «Τα πράγματα επεδείνωσεν έτι περισσότερον η άνευ προηγουμένης ερεύνης κατάληψις κτημάτων από της Εθνικής Τραπέζης και αι επιτάξεις διά προσφυγικάς ανάγκας…» (Στυλιανόπουλος προς Βενιζέλο, 15.10.1930). Μάλιστα, με τη συνδρομή της Αλβανίας, η οποία πλέον ανέλαβε τον ρόλο της μητέρας πατρίδας, σειρά προσφυγών απασχόλησε τα όργανα επίλυσης διαφορών της Κοινωνίας των Εθνών στο πλαίσιο της εφαρμογής της Συνθήκης των Αθηνών (1913) και των Σεβρών (1920) για τις μειονότητες στην Ελλάδα. Με ειδικούς νόμους και αποφάσεις της διοίκησης, η κυβέρνηση αποπειράθηκε να θεραπεύσει τις καταχραστικές απαλλοτριώσεις αλλά ο εθνοτικός διχασμός είχε ήδη συντελεστεί.
Η κατοχή της Ηπείρου από τις ιταλικές και γερμανικές δυνάμεις και η συνεργασία σημαντικού τμήματος των μουσουλμάνων με αυτές (αν και 500 Τσάμηδες εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ) θα διαμορφώσουν προσωρινά νέες προνομιακές σχέσεις ως προς τη θεσμική θέση των μουσουλμανικών κοινοτήτων μέχρι τη βίαιη έξωσή τους από τον ΕΔΕΣ στην Αλβανία, και την καταδίκη περίπου 1.850 ατόμων από τα δικαστήρια δωσίλογων. (Όλα αυτά συζητιούνται αναλυτικά στα βιβλία της Μαντά και του Μαργαρίτη, τα πιο έγκυρα στην ελληνική βιβλιογραφία). Η ιστορία τους συνεχίζεται στην Αλβανία του Χότζα. Σήμερα, απόηχος της εποχής εκείνης, οι εθνικιστικές οργανώσεις των Τσάμηδων συσπειρώνονται γύρω από μια καταγγελτική ακτιβιστική ρητορεία, χωρίς όμως σοβαρά πολιτικά ερείσματα.
ΘΕΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ «ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ»
Η σύντομη και κατά συνέπεια ελλειπτική αναφορά στους Τσάμηδες, τεκμηριωμένη όμως σε αρχειακό υλικό και βιβλιογραφία, πυροδότησε αντιδράσεις, οι οποίες δεν συζητούν το περιεχόμενο του λόγου αλλά στοχοποιούν αυτή καθεαυτή την εκφορά του. Η αμφισβήτηση, αν όχι καταγγελία, της δυνατότητας συζήτησης προϋποθέτει ότι ορισμένα θέματα πρέπει να προσφέρονται για συζήτηση σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια. Ωστόσο, ενώ ο δημόσιος χώρος διαλόγου είναι ανοιχτός σε όλους, οι ιδεολογικές δικλίδες ελέγχου ανήκουν στους θεματοφύλακες του «εθνικού συμφέροντος». Έτσι, δημιουργώντας την «κατάσταση ανάγκης», κατασκευάζεται αυτόματα η εξαίρεση στην κανονικότητα της ελευθερίας του λόγου και της επιστημονικής έρευνας και μάλιστα στο πανεπιστημιακό περιβάλλον. Αυτή η εξαιρετική κατάσταση δηλώνει ότι υπηρετεί ένα υπέρτερο κοινωνικό αγαθό, το οποίο όμως μένει ασαφές και κρυμμένο. Ποια είναι τα όρια αυτής της εξαιρετικής κατάστασης; Πότε τελειώνει η κρίση του εθνικού ζητήματος και ποιος το αποφασίζει; Οι τηλεοπτικοί αστέρες που ήδη τάσσονται υπέρ τις προάσπισης των ορίων αυτών; Κάποιοι άλλοι; Η διοργάνωση της ημερίδας για τους Τσάμηδες ενέχει μια πολιτική στάση απέναντι στο θέμα της ελευθερίας του επιστημονικού λόγου και κυρίως αντίστασης στους μηχανισμούς ελέγχου και συμμόρφωσης που ασκούνται ιδεολογικά, συχνά μέσω των ΜΜΕ. Ακόμα, και από την πλευρά μιας ωφελιμιστικής οπτικής, τι βοηθάει εν τέλει περισσότερο: Το να συζητάς ένα επίκαιρο ζήτημα, να ανακαλύπτεις άγνωστες πτυχές του και να απευθύνεσαι σε όλους ή να το διατηρείς δέσμιο της χειραγώγησης εκείνων που το κρατούν στο σκοτάδι του ανεξερεύνητου και της αμάθειας; Τι εξυπηρετεί άραγε καλύτερα, ακόμα και το ίδιο το «εθνικό συμφέρον»;
Εν κατακλείδι, η δημόσια συζήτηση για τους κάθε «Τσάμηδες» αποτελεί μια πολιτική πράξη του επιστημονικού λόγου προς την κατεύθυνση της αμφισβήτησης της κυρίαρχης ρητορικής να διατηρεί την εξαιρετική αρμοδιότητα ανάδειξης των «εθνικά ευαίσθητων» θεμάτων και να τα διαχειρίζεται αποκλειστικά και άρα προνομιακά. Επίσης χειραφετεί τον επιστημονικό διάλογο έναντι του ιδεολογικού ιερατείου που στο όνομα της εθνικής σκοπιμότητας -όπως την ορίζει το ίδιο- αρνείται τη δημόσια διαβούλευση.