Σύντομη ιστορική αναδρομή - γενικά στοιχεία
Η θέση στο βορειοδυτικό άκρο του Λεκανοπεδίου και στην τομή των δυο «περασμάτων»2 που διαμορφώνονται από τους ορεινούς όγκους της Πάρνηθας και του Ποικίλου όρους, είχε οικιστεί από την αρχαιότητα. Στο δυτικό όριο του Δήμου σώζεται τμήμα τείχους, που κτίστηκε μάλλον το 337 π.Χ. επί Λυκούργου και έχουν βρεθεί ερείπια αγροτικής κατοικίας των κλασσικών χρόνων, Β. της σιδηροδρομικής γραμμής.
Η πρώτη εγκατάσταση Αρβανιτών στην περιοχή3 (και η ονομασία Λιόσια) εμφανίζεται το 1383, όταν ο Διοικητής του Καταλωνικού Δουκάτου της Αθήνας «προνοιάζει» Αλβανούς σε ορισμένα χωριά του «καταδέματος»4 (Λιόσια, Καματερό, Χασιά),στο Κριεκούκι και στη Μαλακάσα για προστασία της Αθήνας. Οι Αρβανίτες αυτοί ανήκαν στις φάρες των Λιόσηδων, των Μαζαρακέων και των Μαλακασαίων, που ήρθαν από την Δ. Στερεά και Ήπειρο. Ακολούθησαν και άλλες εποικήσεις. Οι Αρβανίτες που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, τις Κουκουβάουνες, το Μενίδι και την Σαλαμίνα (oι γνωστοί Γκαγκαραίοι, με διαφορετικό γλωσσικό ιδίωμα κλπ.) ανήκουν σε άλλες φάρες, και ήρθαν από την Πελοπόννησο 200 χρόνια αργότερα. Τον 15ο αιώνα οι Οθωμανοί ήρθαν σε συνεννόηση με τους Αρβανίτες για τα “ντερβένια” (φρουρές στα περάσματα), ένα από τα οποία ήταν και της Χασιάς. Τα Άνω Λιόσια ή Λιοσιώτικα Καλύβια συμμετείχαν στην επανάσταση του 18215, μαζί με τους Χασιώτες και τους Μενιδιάτες. Στην απογραφή του 1844 εμφανίζονται να έχουν 177 κατοίκους. Έκτοτε παρουσιάζουν μια σταθερή αύξηση μέχρι και το 1951. Μόνον μεταξύ των απογραφών 1928 και 1940 η αύξηση ήταν κάπως μεγαλύτερη, και αυτό οφείλεται στη διανομή το 1930 από το υπουργείο Γεωργίας εκτάσεων σε ακτήμονες αγρότες.
Στον χάρτη του Kaupert6 (1883) σημειώνεται ο οικισμός «Επάνω Λιόσια» σε αντιδιαστολή με τα «Νέα Λιόσια» που κατοικήθηκαν από κατοίκους των Άνω Λιοσίων που δούλευαν στα κτήματα της Βασ. Αμαλίας στον Πύργο Βασιλίσσης. Τα σπίτια είναι συγκεντρωμένα γύρω από την εκκλησία (την σημερινή Μητρόπολη) βόρεια από τις καλλιέργειες (αμπέλια και ελιές) και ανατολικά του - αρχαίας χάραξης - δρόμου της Φυλής. Στην φάση αυτή το οδικό δίκτυο διευρύνεται με νέες συνδέσεις με τις γειτονικές περιοχές (αγροτικοί δρόμοι τότε), ενώ έχει επιβιώσει με την ίδια σχεδόν χάραξη μέχρι και σήμερα.
Το χωριό απέκτησε από το 1905 κιόλας, Ρυμοτομικό Σχέδιο εκτάσεως 300 στρεμμάτων στη σημερινή περιοχή του Κέντρου, παρά το γεγονός ότι ο πληθυσμός ανερχόταν μόλις στους 750 κατοίκους. Στην δεκαετία του '50 μεσολάβησε η αλματώδης αύξηση του πληθυσμού στην Αθήνα, λόγω του κύματος της εσωτερικής μετανάστευσης, αλλά τα Άνω Λιόσια έλαβαν μέρος σε αυτήν την διαδικασία, ως χώρος εγκατάστασης των πληθυσμιακών αυτών ομάδων, κατά τις δεκαετίες του '60 και '70. Ένα σημαντικό σημείο για την ιστορία της περιοχής αποτελεί η επέκταση του σχεδίου το 1970 με την ένταξη 900 στρεμμάτων (Δροσούπολη, Κοπρησιά).
Ακολουθήθηκε η γνωστή διαδικασία κατάτμησης της αγροτικής γης σε αγροτεμάχια και η ανέγερση αυθαιρέτων, αρχικά στην περιοχή της Ζωφριάς και στη συνέχεια σε όλη την έκταση περιμετρικά του παλιού χωριού. Τα στοιχεία απογραφών πληθυσμού της ΕΣΥΕ 7 αποτυπώνουν καθαρά αυτή την εξέλιξη: παρατηρείται διπλασιασμός του πληθυσμού της περιοχής κατά την δεκαετία του '50, τριπλασιασμός κατά την δεκαετία του '60 και σταθερή άνοδος τις επόμενες δεκαετίες. Η αύξηση αυτή του πληθυσμού και κυρίως η εκτεταμένη και άναρχη εγκατάστασή του στην περιφέρεια του παλιού οικισμού, οδήγησε το 1987 σε νέες μεγάλης κλίμακας εντάξεις, στα πλαίσια του 1337/83 και της ΕΠΑ: εντάχθηκαν 7.500 στρ. για ένα πληθυσμό περίπου 20.000. Σήμερα ο πληθυσμός εκτιμάται σε 30.000 και η έκταση που καταλαμβάνει το Γ.Π.Σ. ανέρχεται σχεδόν σε 10.000 στρέμματα.