Κάποιοι ορεσίβιοι Αρβανίτες... | 12/10/2008 |
Της Έλενας ΜΠΟΤΣΗ
ΓΙΩΤΑ ΠΟΛΙΤΗ, Τα Κούκουρα: Η πολιτισμική ταυτότητα μιας αρβανίτικης κοινότητας στη Βοιωτία, εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 268 Μια ανθρωπολογική μονογραφία, αφιερωμένη στο ορεινό χωριό του Ελικώνα, τα Κούκουρα, και βασισμένη πάνω στη διδακτορική διατριβή της συγγραφέως, που εμπλουτίζεται με νέο υλικό. Σε αντίθεση με τους/τις «οίκει ανθρωπολόγους», που για συναισθηματικούς αλλά και πρακτικούς λόγους επιλέγουν τη γενέτειρά τους για την επιτόπια έρευνα, η συγγραφέας μπήκε σαν «ξένο σώμα» στην κοινότητα που επέλεξε να μελετήσει. Κατάφερε ωστόσο να κερδίσει την εμπιστοσύνη των κατοίκων της και να τους κατανοήσει σε βάθος, διατηρώντας παράλληλα την επιθυμητή απόσταση από το αντικείμενό της. Η έκδοση της μελέτης αυτής ανταποκρίνεται εξάλλου στην ηθική και επιστημονική υποχρέωση που έχει κάθε ανθρωπολόγος, να δίνει το προϊόν της έρευνάς του πίσω στα υποκείμενα για τα οποία έγραψε, και να τους καταστήσει, έτσι, παρατηρητές και κριτές του έργου του. Η συγγραφέας ακολουθεί με συνέπεια τη λαογραφική μεθοδολογία και γραφή, καταδεικνύοντας, ταυτόχρονα, τη διαχρονικότητα και τις μεταβολές των περιγραφόμενων πρακτικών και εθίμων μέσα στο χρόνο, όπως αυτές εξειδικεύονται στο κεφ. 3, «Τοπικότητα και αλλαγές». Η παρούσα μελέτη διακρίνεται για την πληρότητά της, πάνω στις διάφορες όψεις της κοινωνικής και οικονομικής ζωής των Κουκούρων: την ίδρυση του οικισμού και την ιστορική διαδρομή των κατοίκων του, το φυσικό περιβάλλον και την οργάνωση του χώρου, τη συγγένεια και την οικιακή μονάδα, τον υλικό πολιτισμό, τις οικονομικές σχέσεις και τα επαγγέλματα, τις τελετουργίες και τοπικές γιορτές, την ιδιαίτερη γλωσσική παράδοση και την πολιτισμική ταυτότητα των κατοίκων. Στο ιστορικό κεφάλαιο γίνεται ειδική αναφορά στην πολιτισμική όσμωση διαφορετικών εθνοπολιτισμικών ομάδων που εγκαταστάθηκαν στο χωριό (Αρβανίτες, Σαρακατσάνοι, Βλάχοι, ελληνόφωνοι κάτοικοι του κάμπου), όπως έχει συμβεί και σε άλλα ελληνικά χωριά. Ενδιαφέρον εδώ παρουσιάζει, αφενός η επικράτηση της αρβανίτικης εθνοπολιτισμικής ομάδας πάνω στις άλλες, αφετέρου δε το ιστορικό της μετονομασίας του χωριού, από το αρβανιτότροπο αν και ελληνικής προέλευσης όνομα Κούκουρα, σε Αγία Άννα, στα πλαίσια του εξευγενισμού (gentilisation) και εξελληνισμού πολλών τοπωνυμίων στις αρχές του 20ού αιώνα. Σημειώνει η συγγραφέας σχετικά: «Θα λέγαμε ότι η μετάβαση από το όνομα Κούκουρα, αμφιβόλου προέλευσης στη συλλογική συνείδηση, στο ελληνικό όνομα Αγία Άννα λειτουργεί, στο συμβολικό επίπεδο, ως μια διαβατήρια τελετή, ικανή να αποκαθάρει την ονομασία από τα γλωσσικά εκείνα στοιχεία που θεωρήθηκε ότι θύμιζαν μη ελληνική προέλευση» (σελ. 39). Η συμβολή του βιβλίου, έγκειται, κατά τη γνώμη μου, κυρίως, στο ότι η συγγραφέας παρατηρεί συσχετιστικά τον φυσικό χώρο, την πολιτισμική ταυτότητα, την οικονομία, αλλά και την πολιτική του κράτους, χωρίς ταυτόχρονα να υποκύπτει σε ντετερμινισμούς στην ερμηνεία της. Δείχνει, δηλαδή, η συγγραφέας με ποιον τρόπο ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες διαπλέκονται μεταξύ τους, οδηγώντας συχνά την κοινότητα σε διλημματικές καταστάσεις αλλά και κοινωνικές αλλαγές. Αναφέρω δύο παραδείγματα: α) Η αλλαγή των καλλιεργειών στο γειτονικό κάμπο της Κωπαΐδας, από σιτηρά σε βαμβάκι και κηπευτικά, που ακολούθησε την κεντρική αγροτική πολιτική, είχε σοβαρές συνέπειες στους ορεινούς κτηνοτροφικούς πληθυσμούς, όπως οι Κουκουραίοι, οι οποίοι οδηγούσαν μέχρι τότε τα ποίμνιά τους κατά το μήνα Ιούνιο, μετά το θερισμό, για να βοσκήσουν στην καλαμιά. β) Η θέσπιση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης στα μεταπολεμικά χρόνια είχε σαν συνέπεια την αποδυνάμωση της κτηνοτροφικής μονάδας, η οποία στηριζόταν στην αυστηρή κατανομή εργασίας ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας και στην εργατική δύναμη των παιδιών από την ηλικία των 9 ετών. Ενώ το πρόβλημα επέλυσαν μεγάλα τσελιγγάτα, με το να μισθώνουν δασκάλους που έπαιρναν μαζί τους στα χειμαδιά (σελ. 79), κάτι τέτοιο καθίστατο αδύνατο για μικρούς κτηνοτρόφους, όπως οι Κουκουραίοι. Οι τελευταίοι έπρεπε να επιλέξουν: ή να αφήσουν τα παιδιά τους αμόρφωτα, αλλά να εξακολουθούν να διατηρούν ακέραια την κτηνοτροφική τους μονάδα, ή να τα στείλουν στο σχολείο, με υψηλό κόστος. Παρά τις ριζικές κοινωνικές αλλαγές και τη μεγάλη αγροτική έξοδο, η κοινωνία των Κουκούρων κατάφερε να συνδυάσει τις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής, διατηρώντας ταυτόχρονα ζωντανή την παράδοση της ορεινής κτηνοτροφίας, που ασκείται εδώ και αιώνες από τους ορεσίβιους Αρβανίτες του Ελικώνα, όπως και του γειτονικού Κιθαιρώνα. Στις ιδιαίτερες συνθήκες της ενδογαμίας, της κοινωνικής συνοχής και ισότητας, καθώς και της πολιτισμικής συνείδησης των κατοίκων, οφείλεται εξάλλου και η συστηματική χρήση των Αρβανίτικων. Τα Κούκουρα αποτελούν, έτσι, ένα θύλακα διατήρησης παραδόσεων, οι οποίες, σε ευρείες περιοχές της χώρας, έχουν ήδη περάσει στην ιστορία. Καινοτομία αποτελεί εδώ η ειδική μνεία στους τρόπους διατήρησης της πολιτισμικής ταυτότητας των κατοίκων. Σ’ αυτό συμβάλλουν τοπικοί θεσμοί, με λειτουργίες που αναπαράγουν ρόλους και αξίες της κοινότητας, όπως το παιδικό παιγνίδι που διαδραματίζει σημαντικό κοινωνικοποιητικό ρόλο για τη νέα γενιά, η οικογένεια και η ευρύτερη κοινότητα, καθώς και ο σύλλογος των Κουκουραίων. Το σημείο της μελέτης, ωστόσο, που κερδίζει περισσότερο τον αναγνώστη, βρίσκεται στην εξαιρετική ανάλυση του συστήματος συγγένειας του χωριού (σελ. 108): η συγγραφέας περιγράφει την πατρογραμμική συγγένεια, τις φάρες και τις διακλαδώσεις τους σε υποφάρες και σόγια, που γίνονται διακριτά στον προφορικό λόγο με παρωνύμια και βαφτιστικά των αρχηγών των επιμέρους οικογενειακών κλάδων. Το βιβλίο της Γιώτας Πολίτη έχει όλες τις προϋποθέσεις να γίνει ο οδηγός της παράδοσης για τους κατοίκους των Κουκούρων και να συμβάλλει στη διατήρηση της συλλογικής τους μνήμης. Έχει, προπάντων, όλες τις προϋποθέσεις μιας σοβαρής ανθρωπολογικής έρευνας, με πλούσιο πρωτογενές υλικό, που συνήθως βρίσκουμε σε μικρές δόσεις, και που καθιστά τη μελέτη πολύτιμη για τους μελλοντικούς ερευνητές. Η Έλενα Μπότση είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας Κάποιοι ορεσίβιοι Αρβανίτες |